Ολοένα και χειρότερη γίνεται η κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας της χώρας με χιλιάδες κενά σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και τραγικές ελλείψεις σε εξοπλισμό και αναλώσιμα. Οι πετσοκομμένοι προϋπολογισμοί για την υγεία στόχο έχουν την υποβάθμιση του Ε.Σ.Υ. προς όφελος της ιδιωτικής υγείας. Αυτή τη στιγμή στα περισσότερα νοσοκομεία της χώρας υπάρχουν ελλείψεις βασικών ειδικοτήτων, όπως αυτή του αναισθησιολόγου με αποτέλεσμα την υπολειτουργία των νοσοκομείων. Οι πρόσφατες καταγγελίες στο νοσοκομείο Νίκαιας για την υπολειτουργία κλινικών και τη διακοπή λειτουργίας του αξονικού τομογράφου λόγω έλλειψης προσωπικού καθώς και η πρόσφατη παραίτηση του διοικητή του Βενιζέλειου νοσοκομείου Κρήτης, ο οποίος αρνήθηκε να επιβάλει μετακινήσεις γιατρών για την κάλυψη κενών, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα των τραγικών συνθηκών κάτω από τις οποίες λειτουργούν τα νοσοκομεία.
Οι εξοντωτικές εργασιακές συνθήκες, οι ατελείωτες εφημερίες, οι αναστολές αδειών, οι υποχρεωτικές μετακινήσεις προσωπικού, οι τραγικές ελλείψεις σε βασικές ειδικότητες και εξοπλισμό που διαμορφώνουν επικίνδυνες συνθήκες αφενός για τους ασθενείς αφετέρου για το προσωπικό, καθώς και οι πενιχροί μισθοί, οδηγούν γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό σε παραιτήσεις κι αναζήτηση εργασίας είτε στον ιδιωτικό τομέα είτε στο εξωτερικό.
Η προκήρυξη 4000 θέσεων εργασίας που έγινε το 2019 αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό των αναγκών του ΕΣΥ. Τα κενά είναι πολλά περισσότερα, οι προσλήψεις αυτές παρότι προκηρύχτηκαν το 2019 ακόμα δεν έχουν υλοποιηθεί, ενώ σε αυτά τα χρόνια παραιτήθηκαν και συνταξιοδοτήθηκαν χιλιάδες γιατροί. Ο ρυθμός αποχώρησης υγειονομικού προσωπικού από τα νοσοκομεία φτάνει με βάση τις καταγγελίες της ΠΟΕΔΗΝ στους 200 με 300 εργαζόμενους τον μήνα. Εάν η γραφειοκρατία στον τομέα των προσλήψεων απαιτεί τέσσερα χρόνια, πώς ακριβώς θα καλυφθούν τα κενά του ΕΣΥ;
Οι 6.500 χιλιάδες προσλήψεις που εξήγγειλε η κυβέρνηση και το υπουργείο Υγείας είναι ένα μέτρο υποκριτικό. Η κυβέρνηση, παρά τις συνεχείς διεκδικήσεις των εργαζομένων, συνεχίζει να αρνείται τη μονιμοποίηση επικουρικών και συμβασιούχων, πολλοί από τους οποίους έχουν κάνει τα χαρτιά τους για τις νέες προσλήψεις. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί από τους 6.500 εργάζονται ήδη στο ΕΣΥ. Επιπλέον, ακόμα και αυτές οι ελάχιστες προσλήψεις απαιτούν άλλα τέσσερα με πέντε χρόνια για να ολοκληρωθούν
Η κατάργηση του αγροτικού γιατρού και η μετατροπή του σε προσωπικό γιατρό είναι άλλο ένα κυβερνητικό μέτρο περαιτέρω υποβάθμισης του Ε.Σ.Υ.. Ο θεσμός του προσωπικού γιατρού στόχο έχει τον περιορισμό της ελεύθερης και δωρεάν πρόσβασης των ασθενών στη δευτεροβάθμια περίθαλψη, υπηρετώντας την πολιτική κόστους-οφέλους στον τομέα της υγείας. Αυτός είναι ο στόχος του υπουργείου Υγείας και όχι η αναβάθμιση της πρωτοβάθμιας Υγείας. Αν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά να ενισχύσει την πρωτοβάθμια θα στελέχωνε και θα εξόπλιζε πρώτα και κύρια τα κέντρα υγείας καθώς και τα νοσοκομεία, αντιθέτως τα υποβαθμίζει και τα υποχρηματοδοτεί. Τώρα έρχεται να μετατρέψει τους αγροτικούς γιατρούς σε προσωπικούς κάτι το οποίο ξεσηκώνει αντιδράσεις στον χώρο της υγείας. Η κατάργηση του αγροτικού γιατρού και η αντικατάσταση των χιλιάδων αγροτικών γιατρών που καλύπτουν τεράστια κενά από μόνιμες προσλήψεις ειδικευμένων αποτελεί πάγιο αίτημα των εργαζομένων του ΕΣΥ. Εδώ όμως η κατάργηση του αγροτικού γιατρού όχι απλά δεν θα αντικατασταθεί από μόνιμο προσωπικό αλλά σύμφωνα με τις δηλώσεις της αναπληρώτριας υπουργού υγείας, Αγαπηδάκη, «αντί να αντιμετωπίζουν τα δύσκολα περιστατικά που έχουν τώρα στα περιφερειακά αγροτικά ιατρεία, θα κάνουν πρωτοβάθμια φροντίδα για την οποία είναι εκπαιδευμένοι».
Ο προσωπικός γιατρός απαιτεί ειδικότητα παθολόγου ή γενικού γιατρού την οποία οι αγροτικοί γιατροί δεν έχουν. Αλλά από κει και πέρα, αλήθεια ποιος θα αναλάβει τα δύσκολα περιστατικά με τα οποία μέχρι τώρα επιφορτίζονται οι αγροτικοί γιατροί;
Η κυβέρνηση και το υπουργείο Υγείας συνεχίζουν με εντεινόμενο ρυθμό την πολιτική διάλυσης του ΕΣΥ. Οραματίζονται ένα δημόσιο σύστημα Υγείας που θα καλύπτει μόνο τις πολύ βασικές ανάγκες σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, δηλαδή βασικές εξετάσεις για ορισμένα προβλήματα υγείας και όχι για όλα και βασικές συνταγογραφήσεις, με ελάχιστα δημόσια νοσοκομεία υποστελεχωμένα χωρίς να λειτουργούν όλες τις κλινικές . Αυτό υπηρετεί και η πολιτική υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης νοσοκομείων και ο στόχος κλεισίματος νοσοκομείων ώστε να υπάρχει ένα νοσοκομείο ανά νομό. Πάνω σε αυτά τα ερείπια ανθίζουν, εξαπλώνονται και κερδοφορούν τα ιδιωτικά κεφάλαια στην υγεία. Δεν είναι τυχαίο ότι διαρκώς αυξάνονται, (ειδικά στην επαρχία) τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα και οι ιδιωτικές κλινικές.
Οι σχεδιασμοί τους και η πολιτική τους υπηρετεί την οριστική διάλυση του δημόσιου δωρεάν συστήματος Υγείας που αποτέλεσε κατάκτηση των αγώνων χιλιάδων εργαζομένων. Στρώνουν τον δρόμο για την ασύδοτη κερδοφορία της ιδιωτικής υγείας που θα εξοντώνει οικονομικά τους ασθενείς πατώντας πάνω στην ανάγκη της υγείας.
Απέναντι σε αυτή την πολιτική η μόνη απάντηση είναι ο μαζικός αγώνας εργαζομένων και λαού ενάντια στην εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της υγείας, για τη διαφύλαξη του αγαθού της δημόσιας και δωρεάν περίθαλψης για όλους, για μόνιμες προσλήψεις προσωπικού, και ενίσχυση όλων των νοσοκομείων και κέντρων υγείας της χώρας.