Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 1ης Φλεβάρη στη Μιανμάρ (Βιρμανία) που ανέτρεψε την κυβέρνηση της Αούνγκ Σαν Σου Τσι (η οποία κατείχε τα ηνία της εξουσίας από το 2011 και ανανέωσε στις εκλογές του περασμένου Νοέμβρη τη λαϊκή εντολή «με εκτεταμένη νοθεία», σύμφωνα με τις καταγγελίες των πραξικοπηματιών), πυροδότησε ένα νέο γύρο έντονων αντιπαραθέσεων ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης, με πρωτοσύγκελο τις ΗΠΑ, και τους «στρατηγικούς ανταγωνιστές» τους (Κίνα και Ρωσία), που έτσι κι αλλιώς αναμειγνύονται υπόγεια και φανερά στις εσωτερικές εξελίξεις της χώρας με διακύβευμα την ενίσχυση της επιρροής τους στην κρίσιμη γεωπολιτικά περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας.
Στα πλαίσια αυτά η πολιτική αστάθεια αποτελεί διαχρονικά την «κανονικότητα» στη σύγχρονη ιστορία της πολύπαθης Βιρμανίας, με το στρατό να κινεί τα νήματα για πολλές δεκαετίες μετά την ανεξαρτητοποίησή της από τη Μ. Βρετανία το 1948, ενώ ακόμα και το ισχύον σύνταγμα προβλέπει ρητά τον καθοριστικό ρόλο των ενόπλων δυνάμεων ως εγγυητή της «ομαλότητας». Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκλεκτή της Εσπερίας Αούνγκ (έχει τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ παρά το ότι βαρύνεται με το συστηματικό πογκρόμ που έχει εξαπολύσει κατά της μουσουλμανικής μειονότητας Ροχίνγκια) προχώρησε δειλά την επιτάχυνση των αστικοδημοκρατικών μετασχηματισμών-απογαλακτισμού από το στρατιωτικό κατεστημένο κατά τη διάρκεια της εννιαετούς θητείας της, στα πρότυπα των «προηγμένων δυτικών δημοκρατιών» σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις των αμερικανοευρωπαίων πατρώνων της.
Η «έλλειψη τόλμης» αποτελεί άλλωστε και το μοναδικό ψεγάδι των δυτικών προς την κατά τα άλλα «επιτυχημένη» Αούνγκ, με τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Γκουτιέρες (ο οποίος κάλεσε εξαρχής σε «ενεργοποίηση τη διεθνή κοινότητα για να αποτύχει το πραξικόπημα») να σχολιάζει χαρακτηριστικά πως η πρώην πρωθυπουργός «προστάτεψε υπερβολικά τους στρατιωτικούς». Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ ανέλαβαν εργολαβικά ήδη από την επαύριο του πραξικοπήματος «δράση ενάντια σε όσους παρεμποδίζουν τη δημοκρατική μετάβαση στη Μιανμάρ». Είναι χαρακτηριστικό πως πάγωσαν τα προγράμματα στήριξης «από τα οποία επωφελούνται οι πραξικοπηματίες», όχι όμως και τα κονδύλια στο όνομα «της ανθρωπιστικής βοήθειας» προς τους Ροχίνγκια, καθώς ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός αξιοποιεί την εν λόγω μειονότητα ως πολύτιμο εργαλείο παρέμβασής του στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Αν και οι δυτικοί ιμπεριαλιστές άσκησαν σφοδρές πιέσεις στην επίμαχη συνεδρίαση του Σύμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 2 Φλεβάρη προς Ρωσία και Κίνα ώστε «ενωμένοι να στείλουμε ένα καθαρό μήνυμα υποστήριξης της δημοκρατίας στη Μιανμάρ», Πεκίνο και Μόσχα έστειλαν με τη σειρά τους σαφές μήνυμα αποφυγής καταδίκης του πραξικοπήματος ζητώντας «περισσότερο χρόνο», καλώντας όλες τις πλευρές για «ειρηνική διευθέτηση της κατάστασης». Ιδιαίτερα το φλερτ του Πεκίνου με το στρατιωτικό κατεστημένο της Βιρμανίας εκδηλώθηκε ανοικτά κατά την συνάντηση του κινέζου ΥΠΕΞ με τον επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων της Ρανγκούν Μιν Χλενγκ, έναν μόλις μήνα πριν το πραξικόπημα.
Παράλληλα, οι Κινέζοι διέψευσαν «αποκαλύψεις» για αεροπορικές μεταφορές τεχνικού τους προσωπικού προς τη Μιανμάρ. Απέναντι στο «καθεστώς έκτακτης ανάγκης για ένα χρόνο» που επέβαλε η χούντα του Χλενγκ, πραγματοποιούνται πολυήμερες διαδηλώσεις που αντιμετωπίζονται με ωμή βία και τρομοκρατία, με τις δυνάμεις καταστολής να κάνουν χρήση και πραγματικών πυρών. Σε ένα ρεσιτάλ υποκρισίας, προκειμένου να διατηρήσουν την πρωτοβουλία των κινήσεων μετά την αποτυχία τους να εξασφαλίσουν «κοινή ανακοίνωση για την Μιανμάρ» από το Συμβούλιο Ασφαλείας, ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και ΕΕ ζήτησαν ξέπνοα τη σύγκληση του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ «για τη δοκιμασία που περνά ο βιρμανικός λαός», όταν είναι γνωστό πως οι δυνάμεις αυτές πρωτοστατούν διαχρονικά και με τη σφραγίδα του ΟΗΕ στην πραξικοπηματική επιβολή, αναγνώριση και στήριξη ποικιλώνυμων δικτατορίσκων -λακέδων εξυπηρέτησης των ιμπεριαλιστικών τους συμφερόντων ανά την υφήλιο.