Αποσύνθεση και διάλυση του δημοσίου
συστήματος κοινωνικής Ασφάλισης
Στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδας, ο Κυρ. Μητσοτάκης έδωσε το «παρών» για να ρίξει, με ομιλία του, ιδιαίτερο βάρος στο ζήτημα κατάργησης του δημόσιου συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και στην ιδιωτικοποίηση συνταξιοδοτικών παροχών και παροχών Υγείας-Πρόνοιας, με το «σύστημα των 3 πυλώνων».
Αυτό άλλωστε αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή, όχι βέβαια μόνο του Μητσοτάκη αλλά όλων των κυβερνήσεων που πέρασαν τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα τα χρόνια της κρίσης με περισσότερη ένταση, αλλά και πριν, καθώς όλοι οι αντι-ασφαλιστικοί νόμοι που ψηφίστηκαν μεθόδευσαν σταδιακά την αποσύνθεση έως και ξεπάστρεμα του δημόσιου συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης.
Πρόκειται, ούτως ή άλλως, για κεντρική στρατηγική επιλογή της ΕΕ, η οποία, από το 2010 με την «Πράσινη Βίβλο», προώθησε την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης σε όλα τα κράτη-μέλη, για να ακολουθήσουν με τη «Λευκή Βίβλο» οι υποχρεωτικές «μεταρρυθμίσεις», δηλαδή ανατροπές, ενάμιση χρόνο μετά ως «μείζων καθοριστικός παράγοντας για την εύρυθμη λειτουργία της ΟΝΕ».
Αυτήν τη στρατηγική επιλογή, υπηρετούν με την πολιτική τους οι κυβερνήσεις που ορκίζονται στην απόλυτη κυριαρχία του ευρω-μονόδρομου και των επιταγών του. Αυτή την πολιτική υπηρετεί και η σημερινή κυβέρνηση, που με τον νόμο Κατρούγκαλου κατοχύρωσε το «σύστημα των 3 πυλώνων».
Στη γενική συνέλευση της ΕΑΕΕ, ιδιαίτερη σημασία έχουν και οι άλλες αξιώσεις που διατύπωσαν οι ασφαλιστικές εταιρείες. Έτσι εκτός από τις προτεραιότητες στην επιχειρηματική δράση που αφορούν στις Συντάξεις και στην Υγεία, με έμφαση πρόβαλαν και τη δράση που αφορά στις φυσικές καταστροφές. Αυτό που ζητούν οι εταιρείες είναι να καθιερωθεί ένα «σύστημα καθολικής ασφάλισης κατοικιών, που θα ξεκινά από τον σεισμό και θα επεκτείνεται σταδιακά και σε άλλους καταστροφικούς κινδύνους».
Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία τους, το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η έλλειψη «ασφαλιστικής συνείδησης», καθώς «είναι ίσως η μόνη χώρα της Ευρώπης, όπου δεν έχει αναπτυχθεί η βασική ασφαλιστική κάλυψη της κατοικίας τουλάχιστον έναντι των φυσικών φαινομένων. Ίσως γιατί είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα στην ιδέα πως το πανίσχυρο και με “βαθιά τσέπη” κράτος θα συνδράμει στους παθόντες που θα έχουν την ατυχία να πληγούν από κάποια θεομηνία. Και όταν λέμε βοήθεια, εννοούμε κάποιο “συμβολικό” ποσό και την παρότρυνση των τραπεζών να προσφέρουν κάποια δάνεια με ευνοϊκούς όρους. Να όμως που τώρα, με την οικονομική κρίση, η επίπλαστη αυτή ευχέρεια εξανεμίσθηκε και αντικαταστάθηκε από μια σκληρή πραγματικότητα (κράτος ανήμπορο, τραπεζικός δανεισμός και πολίτες οικονομικά πιεσμένοι που προσπαθούν να επιβιώσουν).»
Παράλληλα επικαλούνται παραδείγματα με τις «βέλτιστες πρακτικές» άλλων χωρών-μελών της ΕΕ, που απαιτούν την ασφάλιση σε κάθε αγοραπωλησία ή ενοικίαση ακινήτου, ή ακόμα και της Τουρκίας, που θέσπισε με νόμο κάποιο υποχρεωτικό επίπεδο ασφαλιστικής κάλυψης όλων ανεξαιρέτως των κτιρίων.
Είναι φανερό ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι τράπεζες, εκμεταλλευόμενες την συγκυρία και ειδικά το ¨κλίμα” που διαμορφώνει η απειλή κατάσχεσης κατοικιών που αγοράστηκαν με δάνειο ή ακόμα η μεγάλη καταστροφή κατοικιών από πυρκαγιές και πλημμύρες (Μάτι, Μαντρα κλπ.), βλέπουν ευνοϊκό έδαφος για να ανοίξουν την αγορά τους και πιέζουν για την καθιέρωση νέων ασφαλίστρων και για τις κατοικίες (όπως είναι για τα αυτοκίνητα), προσδοκώντας να αφαιμάξουν και μ’ αυτό τον τρόπο το λαϊκό εισόδημα και να γεμίσουν τα ταμεία τους.
Όπως είναι αναμενόμενο, ο Κυρ. Μητσοτάκης, συμμεριζόμενος την παραπάνω πρόταση των ασφαλιστών, τους διαβεβαίωσε ότι η ΝΔ θα στηρίξει τους σχεδιασμούς τους, αναφέροντας ότι πρέπει να εξετασθεί ένας τρόπος όπου, συμπράττοντας κράτος και ιδιωτικός τομέας θα παρέχουν φθηνή ασφάλιση για νοικοκυριά σε περίπτωση σεισμού, φέρνοντας ως παράδειγμα την Τουρκία.
Πρόθεση λοιπόν της επόμενης κυβέρνησης που φιλοδοξεί να είναι η ΝΔ, είναι σε περίπτωση φυσικής καταστροφής όπως σεισμός, πλημμύρα, φωτιά, κλπ, να μην αποζημιώνονται ούτε καν με αυτά τα ψίχουλα – που προκλητικά χαρακτηρίζουν «βαθιά τσέπη του κράτους» – οι άνθρωποι που χάνουν τα σπίτια και το βιος τους, επιβάλλοντας ένα ακόμη εμπόδιο που θα καθορίσει το δικαίωμα αυτής της αποζημίωσης, το αν δηλαδή το σπίτι είναι ή όχι ασφαλισμένο. Απαλλάσσοντας έτσι ακόμη περισσότερο το κράτος από την υποχρέωση του πρώτα απ’ όλα να μεριμνήσει για μέτρα που θα μπορούσαν να αποτρέψουν καταστροφικές συνέπειες ενός σεισμού ή και άλλης φυσικής καταστροφής, ενώ συγχρόνως φορτώνει άλλο ένα βάρος στους ώμους των λαϊκών εισοδημάτων, που μαζί με όλα τα άλλα θα πρέπει να αντιμετωπίσουν και εκείνο της ασφάλισης της κατοικίας τους, προκειμένου οι ασφαλιστικές εταιρείες να εξασφαλίσουν περισσότερα κέρδη.