Ω, Καπετάνιε!
Κέρδισες τη φήμη με το ακονισμένο σπαθί σου
και τον κόκκινο ιδρώτα σου.
Με το αίμα των φτωχών να κυλάει στις φλέβες σου.
Κρατούσες γερά σ’ αυτό μας το ταξίδι
την πυξίδα της πάλης, του αγώνα.
Τώρα μας αποχαιρετάς! Δέκα χιλιάδες τρακτέρ
σ’ ακολουθούν μουγκρίζοντας-
μια χορωδία που πάντα ονειρευόσουν
και η γη που τόσο αγάπησες
να κλαίει μ’ αναφιλητά, ίσως γιατί δεν πρόφτασες
να δεις τον Αντύπα να τη χαίρεται λεύτερη
και λουλουδιασμένη.
Ω, Καπετάνιε!
Των δρόμων, των γραφείων, της γραφής, της αγρύπνιας,
όλοι εμείς σου τραγουδάμε αχάραγα
μαζί με σπίνους, γεράκια κι αϊτούς
το μεγαλείο του παρελθόντος
που πάντα σ’ άρεσε να φοράς σαν πουκάμισο
και τις σπίθες μιας ολοκόκκινης αυγής
για την οποία έσκαβες μια ολόκληρη ζωή.
Ω, Καπετάνιε μας!
Εσύ που μύριζες το λαϊκό γούστο
σαν κυνηγιάρικο σκυλί
τώρα σμίγεις με την ανημπόρια.
Αλλά εμείς που σε γνωρίσαμε
είμαστε ευτυχισμένοι που έτυχες στο διάβα μας.
Τα νικητήρια τύμπανα θα πάρουν εκδίκηση
και κάτι από την ειλικρίνεια των λόγων σου.
Γεια σου Καπετάνιε
Θανάσης Τσιριγώτης