Η χρονιά-ρεκόρ…
Με διθυραμβικές δηλώσεις για τη φετινή τουριστική σεζόν μίλησε ο υπουργός τουρισμού Βασίλης Κικίλιας, τονίζοντας μάλιστα πως σύμφωνα με τις ενδείξεις του Ιουνίου και του Ιουλίου, αλλά και ορισμένα ακόμη στοιχεία, το 2022 φαίνεται να ξεπερνάει σε έσοδα και αφίξεις τη χρονιά-ρεκόρ του 2019 με τα 18,2 δισ. και τους 31 εκατομμύρια τουρίστες. Ταυτόχρονα, φαίνεται πως και ο Σεπτέμβριος θα είναι «καλοκαιρινός» μήνας, αφού γίνεται λόγος για πάνω από 80% πληρότητα σε ένα μεγάλο κομμάτι ξενοδοχείων σε όλη τη χώρα. Για μια ακόμη χρονιά, σε μια χώρα που η εξάρτησή της από τον ιμπεριαλισμό έχει τσακίσει τη βιομηχανική και αγροτική της παραγωγή, ο τουρισμός αποδεικνύεται η «βαριά βιομηχανία» της.
…και η πραγματικότητα
Την ώρα, λοιπόν, που οι μεγάλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, οι ναυτιλιακές εταιρείες και οι επιχειρήσεις της εστίασης αυγατίζουν τα κέρδη τους στη βάση και των μεγάλων αυξήσεων των τιμών φέτος, τα πλατιά στρώματα του λαού και των εργαζομένων δεν πραγματοποίησαν παρά ελάχιστες και ολιγοήμερες διακοπές, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι δεν είχε φέτος την οικονομική δυνατότητα να πάει πουθενά για να παραθερίσει, έστω και για λίγες μέρες. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως σταθερά τα τελευταία χρόνια, ενώ οι αφίξεις ξένων τουριστών στη χώρα μας αυξάνονται διαρκώς, αντιστρόφως ανάλογη πορεία ακολουθεί η εγχώρια τουριστική κίνηση, η οποία συρρικνώνεται διαρκώς.
Και ενώ τα ελληνικά νησιά μετατρέπονται σε τουριστικά θέρετρα, οι παραλίες «πνίγονται» στις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες των επιχειρήσεων, ολόκληρες εκτάσεις γης καταστρέφονται για να χτιστούν υπερπολυτελή ξενοδοχειακά συγκροτήματα και φανταχτερά εστιατόρια, τα χωριά -ιδιαίτερα στους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς- ερειπώνουν όλο το χρόνο για να μεταλλαχθούν σε νησίδες ευτελούς διασκέδασης το καλοκαίρι, η νεολαία καταδικάζεται να ζήσει τα καλοκαίρια της στα νησιά μόνο ως εργαζόμενη σε αυτά.
Δύο αντίθετοι κόσμοι
Για μια ακόμη φορά, δυο κόσμοι συγκρούονται. Από τη μία πλευρά οι μεγαλοεπιχειρηματίες του τουρισμού με τα υπερκέρδη, με τις υπέρογκες ανατιμήσεις, με τις κρατικές ενισχύσεις, με την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και των λαϊκών παραδόσεων του τόπου. Και από την άλλη πλευρά ο κόσμος της δουλειάς και της βιοπάλης. Ο κόσμος των χιλιάδων ξενοδοχοϋπαλλήλων, των χιλιάδων εργαζόμενων στον τουρισμό και την εστίαση. Που δουλεύουν με ελάχιστες απολαβές οι οποίες πολλές φορές δεν ξεπερνούν καν τον κατώτατο μισθό, με ωράρια-λάστιχο, με απλήρωτες υπερωρίες, χωρίς άδειες και ρεπό, χωρίς επιδόματα και δώρα, που ζουν 4 και 5 μήνες ο ένας πάνω στον άλλο σε κοντέινερ ή σε δωμάτια χωρίς παράθυρα κάτω από άθλιες συνθήκες, που αναγκάζονται να δουλεύουν μέσα στο άγχος και την πίεση και να ανέχονται την περιφρόνηση, την εξύβριση και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και τον ξυλοδαρμό από τους εργοδότες τους και που εν τέλει αποτελούν την πραγματική ατμομηχανή της τουριστικής βιομηχανίας. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα πίσω από το «θαύμα» του ελληνικού τουρισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο και ασήμαντο το γεγονός πως για πρώτη φορά τα κενά στον κλάδο φέτος ξεπέρασαν τα 50.000, ενδεικτικό των άθλιων συνθηκών εργασίας για τους εποχιακούς εργαζόμενους.
Πίσω από τη βιτρίνα των εσόδων-ρεκόρ της φετινής χρονιάς, των εικόνων διασκέδασης στα δελτία των 8, πίσω από τους πανηγυρικούς τίτλους στις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες κρύβεται η άγρια εκμετάλλευση των εργαζομένων και το ανελέητο κυνήγι του κέρδους. Η αισχροκέρδεια που επιχειρήθηκε από τους μεγαλοεργοδότες να δικαιολογηθεί στη βάση των ευρύτερων ανατιμήσεων τη φετινή χρονιά ξεπέρασε κάθε όριο, ιδιαίτερα στα πλοία και τα ξενοδοχεία, όπου οι τιμές αυξήθηκαν έως και 30% στην πρώτη περίπτωση και έως και 100% στη δεύτερη, μετατρέποντας τις διακοπές σε είδος πολυτελείας για χιλιάδες εργαζόμενους.
Ο μαζικός ανυποχώρητος αγώνας η μόνη διέξοδος
Όσο κι αν η κυβέρνηση θα επιχειρήσει την επόμενη περίοδο να αξιοποιήσει πολιτικά και εν όψει εκλογών τα αυξημένα έσοδα της φετινής τουριστικής σεζόν, δεν μπορεί να κρύψει τις συνέπειες της πολιτικής της και στον τομέα αυτό. Από την άποψη αυτή, η οργή και αγανάκτηση των εργαζομένων του τουριστικού και επισιτιστικού κλάδου χρειάζεται να συναντηθεί με το οργανωμένο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, με τις αγωνιστικές διεκδικήσεις και κινητοποιήσεις του.