Η χώρα μας ήδη διατρέχει 43 χρόνια από την ένταξή της, πρώτα στην EOK και στη συνέχεια στην EE. Κατά συνέπεια μπορεί ο καθένας να εξαγάγει πλέον αντικειμενικά συμπεράσματα.
Η ένταξη αποτέλεσε βασική επιλογή της άρχουσας τάξης στην αναζήτηση προστάτη, προκειμένου να σταθεροποιήσει την εξουσία της πάνω στο λαό. Όμως για τον ίδιο το λαό, ο οποίος ούτε καν ρωτήθηκε, επισώρευσε βαρύτατες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες.
Σε ό,τι αφορά την αγροτική οικονομία (Γεωργία, Κτηνοτροφία, Αλιεία, Δάση κλπ), η κατάσταση εξελίσσεται ήδη σε πραγματική τραγωδία.
Το 1981 είχαμε 972.000 αγρότες, δηλ. το 28% του ενεργού πληθυσμού (3.450.000). Το 2020, είχαμε 510.400 αγρότες, δηλ. το 12,5%.
Το 1981 η συμμετοχή της Αγροτικής Οικονομίας στο AEΠ ήταν 15%, ενώ το 2020 3,5%.
Το 1981 το Αγροτικό Εμπορικό Ισοζύγιο ήταν πλεονασματικό με 73,367 εκατ. ευρώ (25 δισ. δρχ.), ενώ το 2022 ήταν ελλειμματικό με 550 εκ. ευρώ.
Σημειώνουμε ότι το Εμπορικό Ισοζύγιο αποτελεί τον καθρέφτη της οικονομίας μιας χώρας, και μια χώρα με ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα στον αγροτικό τομέα, όπως η Ελλάδα, κινδυνεύει να αφανισθεί.
Ήδη πάνω από 450.000 φτωχομεσαία αγροτικά νοικοκυριά έχουν ξεκληριστεί, εγκαταλείποντας για πάντα την αγροτική δραστηριότητα.
Η εφαρμογή της αντιαγροτικής KAΠ, με όλες τις αγροτοβόρες αναθεωρήσεις που επέβαλλε κατά καιρούς η ΕΕ, οδηγεί σήμερα σε πλήρες αδιέξοδο την ελληνική αγροτική οικονομία, καθώς τα όρια οικονομικής αντοχής των επιδοτούμενων και δανειοσυντηρούμενων, φτωχομεσαίων αγροτικών νοικοκυριών έχουν προ πολλού εξαντληθεί. Tο φάσμα της καταστροφής προβάλλει απειλητικό, καθώς η απόφαση που ξεκόβει ή και καταργεί κάθε επιδότηση, ενίσχυση, βοήθεια από τη γεωργική παραγωγή έρχεται να δώσει τη χαριστική βολή στην αγροτιά που αντιστέκεται αντλώντας δύναμη, σαν τον μυθικό Aνταίο, από το κομμάτι της γης που της έχει απομείνει.
Κάτω από αυτές τις αρνητικές προϋποθέσεις στις οποίες ζει και αγωνίζεται ο λαός μας, το σύνθημα του M-Λ KKE: «Έξω η Ελλάδα από την ιμπεριαλιστική EE», προτρέπει σε συνεχείς και αδιάλειπτους μαζικούς και οργανωμένους αγώνες για την απόκρουση της ξενόδουλης αντιλαϊκής-αντιαγροτικής πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων ΝΔ, ΠAΣOK και ΣΥΡΙΖΑ, την απαλλαγή της χώρας από τα βαριά δεσμά της εξάρτησης και την έξοδό της από την οικονομική και πολιτική κηδεμονία του ευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου που κρύβεται κάτω από τον μανδύα τής τάχα δημοκρατικής EE.
Για τον κόσμο της εργασίας και τη φτωχομεσαία αγροτιά, όλη η περίοδος της ένταξης στην EE -και ιδιαίτερα η περίοδος των μνημονίων που συνεχίζεται με άλλη μορφή μέχρι σήμερα- συνοδεύτηκε από τη συνεχή επιδείνωση του εισοδήματός τους, μαζί με την παράλληλη κατάρρευση του ασφαλιστικού, της Υγείας, της Παιδείας, της Πρόνοιας, των εργασιακών σχέσεων και των όρων ζωής τους, που δεν αντιστοιχούν ούτε στο ελάχιστο στις πρωτοφανείς θυσίες και τις στερήσεις στις οποίες υποβλήθηκε. Ακόμα χειρότερα, ο ελληνικός λαός βρίσκεται εγκλωβισμένος στη δίνη της αρπαχτικής πολιτικής του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.
Για την αγροτιά, που αντιμετωπίζει πλέον άμεσο πρόβλημα επιβίωσης και έχει βιώσει στο πετσί της τόσο την αντιαγροτική KAΠ και τον ΠOE, όσο και την κυβερνητική αναλγησία, την αστυνομική βία και τη δικαστική αυθαιρεσία των ντόπιων κυβερνήσεων, το σύνθημα του M-Λ KKE, εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα των ευρύτερων στρωμάτων της.
Kατ’ αρχή να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν εννοούμε μία «έξοδο» από την EE που ενδεχομένως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί υπό τη σημερινή κυριαρχία της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, η οποία βεβαίως θα προϋπέθετε την ένταξή της σε μία άλλη «ομπρέλα» συμφερόντων, απόλυτα εναρμονισμένη με τα εξαρτημένα χαρακτηριστικά της. Εμείς, εννοούμε «έξοδο» από την EE, την αποτίναξη της διπλής κυριαρχίας της ξενόδουλης αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών πατρόνων της.
Όταν η χώρα μας εντάχθηκε στην EOK, ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, δάση), συμμετείχε κατά 15% στο σχηματισμό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (AEΠ), εξασφάλιζε δουλειά στο 28% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ενώ το Αγροτικό Εμπορικό Ισοζύγιο είχε ένα μικρό πλεόνασμα γύρω στα 25 δισ. δρχ. Συναλλαγματοφόρες και παραδοσιακές καλλιέργειες (καπνά, αμπέλια, πορτοκαλιές, ζαχαρότευτλα, αλιεύματα, χωρική πτηνο-κτηνοτροφία) έδιναν τον τόνο στις εξαγωγές. Υπήρχε αυτάρκεια στα δημητριακά, τη ζάχαρη, στο κρέας των αμνοεριφίων, το χοιρινό, το κρέας πουλερικών, τα ψάρια, τη βιομηχανική τομάτα, τα κηπευτικά.
Όταν αναφερόμαστε στην πριν την ένταξη περίοδο δεν είναι επειδή η τότε κατάσταση ήταν καλύτερη. Αντίθετα. Και τότε ο κοινός παρονομαστής ήταν η εξάρτηση και η υποτέλεια από τα ξένα -κυρίως αμερικανικά- συμφέροντα. H σύγκριση γίνεται καθαρά στη βάση των στοιχείων και των αριθμών. Και τότε η τεράστια πλειοψηφία της φτωχομεσαίας αγροτιάς αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, κυρίως εξ αιτίας των χαμηλών τιμών συγκέντρωσης που έδινε η κυβέρνηση Καραμανλή για τα βασικά προϊόντα (λάδι, καπνό, σιτηρά, γάλα, ζαχαρότευτλα κλπ).
Μετά την ένταξη της χώρας μπήκε σε εφαρμογή η διαβόητη KAΠ με βασικό στόχο την πραγματοποίηση του «Σχεδίου Mάνσχολντ» που προέβλεπε την ενθάρρυνση της εγκατάλειψης της αγροτικής δραστηριότητας από τους φτωχομεσαίους αγρότες, έτσι ώστε το ποσοστό των ενεργών αγροτών να κυμαίνεται γύρω στο 3-6% σε κάθε κράτος-μέλος της EOK. H KAΠ μέσα στα 43 χρόνια της ένταξης της χώρας, πέρασε από διαδοχικά μέτρα και διάφορες φάσεις, που καθορίζονταν από τα συμφέροντα των ισχυρών της EE, με στόχο πάντα το ξεκλήρισμα των «πλεονασματικών» αγροτικών νοικοκυριών.
Στη χώρα μας η εφαρμογή της KAΠ περιόρισε αμέσως ορισμένες σημαντικές καλλιέργειες για τις οποίες η ίδια η EΕ ήταν πλεονασματική (σκληρό και μαλακό στάρι, τριφύλλια, αμπέλια, βιομηχανική τομάτα, κηπευτικά θερμοκηπίων, γάλα, χοιρινό κρέας κλπ). Άλλες, για τις οποίες η EΕ ήταν ελλειμματική, τις περιθωριοποίησε (πορτοκάλια, λάδι, σταφίδα, δενδροκομικές καλλιέργειες, κτηνοτροφικά προϊόντα κλπ), γιατί υπήρχαν οι πολιτικές κυρίως σχέσεις με τρίτες χώρες -πρώην αποικίες των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών. Τέλος με τις ισχυρές (σε σχέση με την τότε πράσινη ισοτιμία ECU-δραχμής, τα νομισματικά εξισωτικά ποσά και τις θεσμικές τιμές της EOK) επιδοτήσεις, χειραγώγησε τις υπόλοιπες καλλιέργειες, δίνοντας την ψευδαίσθηση μιας πλουσιοπάροχης κάλυψης του κόστους παραγωγής. Επομένως, η στροφή προς τις επιδοτούμενες καλλιέργειες ξεκίνησε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Στη συνέχεια είχαμε την κατάργηση των ελάχιστων εγγυημένων τιμών, που έγινε με τις τελευταίες αναθεωρήσεις της KAΠ, με αποτέλεσμα την κατάρρευση των τιμών παραγωγού σε όλα σχεδόν τα αγροτικά προϊόντα, ενώ το κόστος παραγωγής αυξάνεται με ρυθμούς μεγαλύτερους του πληθωρισμού, αφού η βιομηχανία της χώρας μας δεν παράγει ούτε γεωργικά μηχανήματα, ούτε λιπάσματα, ούτε γεωργικά φάρμακα και κτηνιατρικά σκευάσματα, ούτε σπόρους, ούτε γεωργικά εφόδια.
Mε βάση τα στατιστικά στοιχεία της ίδιας της EΣYE, το 1981 η χώρα μας υπερκάλυπτε τις ανάγκες της σε σιτηρά, ζάχαρη, χοιρινό, πρόβειο και κρέας πουλερικών, σε ψάρια, κηπευτικά, φρούτα και βαμβάκι, ενώ έδινε κάποια προοπτική στη μεταποιητική βιομηχανία (κλωστοϋφαντουργία, καπνοβιομηχανία, κονσερβοποιία, σακχαροποιία κλπ). Σήμερα, η χώρα μας εισάγει τα πάντα. Έτσι έφθασε η Ελλάδα της πορτοκαλιάς και της λεμονιάς να εισάγει αποξηραμένους βραζιλιάνικους χυμούς ή λεμόνια Αργεντινής, εγκαταλείποντας τις μεγάλες αγορές της Ανατ. Ευρώπης. Μειώθηκε η καπνοκαλλιέργεια περίπου στο 90%, μειώθηκε η τευτλοκαλλιέργεια, έκλεισαν δύο εργοστάσια ζάχαρης, έχουμε μείωση σε βασικά προϊόντα, στο βαμβάκι, στα σιτηρά, στο καλαμπόκι, έχουμε προβλήματα με τα αμπέλια, το κρασί, το λάδι, τις ελιές κ.ά. Οι προτροπές για νέες καλλιέργειες είναι στάχτη στα μάτια της αγροτιάς. Τα βατόμουρα, τα βιοκαύσιμα, οι τρούφες, τα βατράχια, ο αγροτουρισμός δεν είναι λύσεις, δεν μπορούν να καλύψουν στο ελάχιστο τη ζημιά που έχει γίνει στις παραδοσιακές καλλιέργειες, τη ζημιά που γίνεται στην κτηνοτροφία.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι μειώθηκε το αγροτικό εισόδημα την περίοδο 2000 – 2020 κατά 30%, ενώ την περίοδο 2004 – 2020 αυξήθηκε το κόστος παραγωγής κατά 50%. Εάν σκεφτούμε το ρυθμό του πληθωρισμού, αντιλαμβάνεται ο καθένας σε ποια κατάσταση βρίσκεται η αγροτιά, αν σκεφτούμε μάλιστα ότι οι επιδοτήσεις συνεχώς μειώνονται και σε λίγα χρόνια παύουν για πάντα.
Ωφελήθηκε ή όχι ο Έλληνας αγρότης από την ένταξη στην EE;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι εισροές που πήρε η χώρα μας από τα διάφορα διαρθρωτικά Ταμεία ενίσχυσαν ένα μικρό τμήμα της οικονομικά ευρωστότερης αγροτιάς. Ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των φτωχομεσαίων αγροτικών νοικοκυριών όχι μόνο δεν ωφελήθηκε, αλλά κυριολεκτικά συνεχίζει να αφανίζεται. Και επειδή οι διάφορες πολιτικές κρίνονται από το αποτέλεσμα και από την προοπτική που δίνουν, ας δούμε με πραγματικά στοιχεία αν ωφελήθηκε ή όχι η μεγάλη μάζα της αγροτιάς μας από την ένταξη μας στην EE:
Οδηγήθηκαν στην καταστροφή πάνω από 450.000 φτωχομεσαία αγροτικά νοικοκυριά, ενώ άλλα περίπου 67.000 αντιμετωπίζουν τον άμεσο κίνδυνο της κατάσχεσης της γης τους για ληξιπρόθεσμα χρέη στις τράπεζες που ανέρχονται σε αρκετά δισ. ευρώ. Για τα εναπομείναντα 510.000 περίπου φτωχομεσαία νοικοκυριά είναι ορατός ο κίνδυνος της καταστροφής από την εφαρμογή της νέας μεταρρύθμισης της KAΠ που καταργεί τις επιδοτήσεις, ενισχύσεις κλπ βοήθειες από την παραγωγή, καταβάλλοντας πλέον ανά αγροτικό νοικοκυριό ένα βοήθημα τύπου EKAΣ που σε καμία περίπτωση δεν θα ξεπερνά το 50% των σημερινών επιδοτήσεων.
Οδηγήθηκαν στο κλείσιμο, οι μεγαλύτερες Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις (KYΔEΠ, ΣYNEΛ, AΓNO, KΣOΣ κλπ).
Οδηγήθηκε σε μαρασμό σημαντικός αριθμός αγροτικών προϊόντων όπως ο καπνός, η σταφίδα, τα εσπεριδοειδή, τα ζαχαρότευτλα, η βιομηχανική τομάτα, βοδινό και κρέας πουλερικών και αμνοεριφίων, τα ψάρια κλπ εξ αιτίας των επιβαλλόμενων ποσοστώσεων, προστίμων συνυπευθυνότητας και λοιπών κινήτρων αποθάρρυνσης, αλλά και της ληστρικής πολιτικής των κάθε λογής μονοπωλίων.
H οργή μέσα στα στρώματα της αγροτιάς προσπαθεί να βρει διέξοδο και να μετασχηματιστεί σε οργανωμένη αντίσταση όπως είδαμε και πριν λίγους μήνες στη χώρα μας και στην Ευρώπη με τις μεγάλες αγροτικές κινητοποιήσεις. Κατά συνέπεια αποτελεί βασικό καθήκον των κομμουνιστών να παρέμβουν δραστήρια στους αγροτικούς αγώνες και να προβάλουν τη γενική πολιτική γραμμή που μπορεί να δώσει μια προοπτική στο αγροτικό ζήτημα.
Tο κομμουνιστικό κίνημα θα πρέπει να εντείνει τη συμμετοχή του στις αγροτικές κινητοποιήσεις για την ικανοποίηση των άμεσων αιτημάτων της φτωχομεσαίας αγροτιάς που θα της δώσει μια προσωρινή ανακούφιση. Επιδιώκοντας το σταδιακό ανέβασμα της πάλης μέχρι το επίπεδο της γενικής πολιτικής πάλης για τα πανεθνικά προβλήματα, για την έξοδο της χώρας από την EE και το σπάσιμο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα περίοδο έξαρσης της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, με πολύ δυσμενέστερους όρους παραγωγής αγροτικού προϊόντος για τα φτωχομεσαία νοικοκυριά που καλούνται να πληρώσουν το μεγαλύτερο μέρος της κρίσης, με την καταστροφή τους, τη συντριβή τους, τον αφανισμό τους.
Αναπόφευκτα λοιπόν, δεν υπάρχει άλλος δρόμος επιβίωσης της φτωχομεσαίας αγροτιάς παρά ο δρόμος του αγώνα και η σύνδεση του αγώνα αυτού με τους αγώνες των άλλων καταπιεσμένων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας.
*Το κείμενο στηρίζεται στην πλούσια αρθρογραφία του αλησμόνητου συντρόφου Ιωσήφ Σταυρίδη