Έχουν περάσει αρκετές μέρες από τη διεξαγωγή των ενδιάμεσων εκλογών της 8ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ και πλέον έχει διαμορφωθεί καθαρή εικόνα για το αποτέλεσμά τους. Η επικρατέστερη πρόβλεψη ήταν ότι θα έχουμε μια επέλαση των Ρεπουμπλικάνων, ένα «κόκκινο κύμα» όπως το αποκαλούσαν, το οποίο θα έδινε τον έλεγχο όλου του κογκρέσου σε αυτούς. Αυτή η πρόβλεψη δεν επιβεβαιώθηκε, τουλάχιστο όχι στον βαθμό που θα ήθελαν οι Ρεπουμπλικάνοι και πάνω από όλους ο Ντόναλντ Τραμπ.
Οι Δημοκρατικοί διατηρούν τον έλεγχο της Γερουσίας, διασφαλίζοντας πλειοψηφία τουλάχιστο μιας έδρας. Στην πολιτεία της Τζόρτζια θα υπάρξει και δεύτερος γύρος στις αρχές του Δεκεμβρίου, μιας και κανένας υποψήφιος δε συγκέντρωσε το 50% των ψήφων, ωστόσο ο υποψήφιος των Δημοκρατικών προηγείται. Επιτυχία των Δημοκρατικών και αντίστοιχα αποτυχία του Τραμπ θεωρείται η νίκη τους στην πολιτεία της Πενσυλβάνια. Ο εκλεκτός του Ντόναλντ Τραμπ, τούρκικης καταγωγής, τηλεαστέρας καρδιολόγος Μεχμέτ Οζ, συσπείρωσε εναντίον του τις κοινότητες των Ελλήνων και των Αρμενίων στην πολιτεία, ακόμη και αν επρόκειτο για ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικάνων προηγουμένως. Επίσης το γεγονός ότι είναι μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, θεωρείται ότι αποξένωσε μερίδα των ψηφοφόρων. Ο Τραμπ, σκεπτόμενος με καθαρά τηλεοπτικούς όρους, απέτυχε να προβλέψει τις διαθέσεις της βάσης του κόμματος.
Οι Ρεπουμπλικάνοι από τη μεριά τους επιτυγχάνουν μάλλον ασφαλή πλειοψηφία 221 εδρών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, καταφέρνοντας να πάρουν δεκαοκτώ έδρες από τους Δημοκρατικούς, ενώ έχασαν έξι προς αυτούς. Μέχρι στιγμής δεν έχει τελειώσει η εκλογική μάχη στην Αλάσκα, όπου φαίνεται πως η έδρα θα περάσει στα χέρια των Δημοκρατικών, μεγάλη αποτυχία για τη Σάρα Πάλιν των Ρεπουμπλικάνων, στενή συνεργάτιδα του Τραμπ.
Με βάση όλα αυτά, οι Δημοκρατικοί και πάνω από όλους ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν κάνουν λόγο για ένα «μπλε τείχος» που σταμάτησε το «κόκκινο κύμα». Βέβαια, όταν ο πήχυς έχει τεθεί πολύ χαμηλά από την αρχή, η απώλεια της Βουλής μπορεί να θεωρείται επιτυχία. Κατά κάποιο τρόπο είναι για τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι τώρα θα έχουν μια βολική δικαιολογία για την αθέτηση των προεκλογικών τους υποσχέσεων.
Στις 14 Νοεμβρίου ο Μπάιντεν ήταν ξεκάθαρος, δηλώνοντας ότι δεν υπάρχουν αρκετοί ψήφοι στο κογκρέσο για να εγκριθεί νομοσχέδιο για το δικαίωμα στην άμβλωση. Ενώ όσον αφορά στη διαγραφή μέρους των φοιτητικών χρεών, η απόφαση θα παρθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η ελάφρυνση θα είχε μέγιστο όριο τα 20 χιλιάδες δολάρια και θα αφορούσε εκατομμύρια δανειολήπτες Αμερικάνους (26 εκατομμύρια είχαν κάνει αίτηση), αλλά μπλοκαρίστηκε από κατώτερα δικαστήρια σε διάφορες πολιτείες υπό τον έλεγχο των Ρεπουμπλικάνων. Αυτοί από τη μεριά τους ασκούν πιέσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο για να παγώσει το νομοσχέδιο, τουλάχιστο μέχρι να καταλήξει η δικαστική απόφαση για αυτό.
Στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων αναδύονται αντιθέσεις μετά τις εκλογές. Τόσο ο βουλευτής Κέβιν Μακάρθι, επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή, όσο και ο Γερουσιαστής Μιτς Μακόνελ, επικεφαλής τους στη Γερουσία, κατηγορούνται από την «τραμπική» πτέρυγα για το μέτριο αποτέλεσμα στις εκλογές. Σε εσωτερικές εκλογές που έγιναν κράτησαν τις θέσεις τους, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι ήταν η επιλογή ακραίων «τραμπικών» υποψηφίων που έφερε το αποτέλεσμα. Σαν αντίδοτο στον «τραμπισμό» προβάλλει τώρα ο επανεκλεγείς κυβερνήτης της Φλόριντα, Ρον Ντε Σάντις, που είναι γεννημένος το 1978 και συγκεντρώνει πολλά χαρακτηριστικά, αρεστά στη βάση των Ρεπουμπλικάνων. Μετά τη μεγάλη του επιτυχία στη Φλόριντα, παρουσιάζεται από διάφορα μέσα, τόσο των Δημοκρατικών, όσο και των Ρεπουμπλικάνων, σαν το πρόσωπο που θα επαναφέρει το κόμμα στην «κανονικότητα». Ωστόσο ο Τραμπ δε μένει με σταυρωμένα χέρια. Ο πρώην πρόεδρος, προσπαθώντας να προλάβει τις εντυπώσεις και ίσως και τις εξελίξεις, έσπευσε στις 16 Νοεμβρίου να γνωστοποιήσει την απόφασή του να διεκδικήσει το χρίσμα του κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του 2024. Την ανακοίνωση την έκανε από τη γνωστή πλέον έπαυλή του, από το ζήτημα των παρακρατημένων κρατικών εγγράφων, στο Μαρ α Λάγκο της Φλόριντα.
Η ομιλία του είχε τις γνωστές αμετροέπειες: «Όταν έφυγα από το γραφείο, οι ΗΠΑ ήταν έτοιμες να εισέλθουν στη χρυσή εποχή τους, το έθνος μας βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής του, της ευμάρειας και της αίγλης του, δεσπόζοντας έναντι όλων των αντιπάλων του, κατατροπώνοντας όλους τους εχθρούς, βαδίζοντας προς το μέλλον με αυτοπεποίθηση και τόσο δυνατό… Μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια όλοι πήγαιναν καλά, άντρες, γυναίκες, Αφροαμερικάνοι, Λατινοαμερικάνοι…». Υποστήριξε ότι η προεδρία του έβγαλε εκατομμύρια Αμερικάνων από τη φτώχεια και ότι δημιούργησε την καλύτερη οικονομία «στην ιστορία του κόσμου». Φαίνεται σαν ο Τραμπ να μην πήρε μυρωδιά από το κίνημα με αφορμή τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ και παράλληλα να ξεχνάει ότι δεν κατάφερε ούτε την κυβέρνηση της Βενεζουέλας να ανατρέψει, ούτε της Βολιβίας, ενώ και ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα, κάθε άλλο παρά επιτυχία ήταν.
Αναφέρθηκε πάλι στο φιάσκο της υποχώρησης των αμερικάνικων δυνάμεων από το Αφγανιστάν και κατηγόρησε τον Μπάιντεν ότι έχει φέρει τις ΗΠΑ στα πρόθυρα πυρηνικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. «Μόλις σήμερα κατέπεσε ένας πύραυλος, πιθανόν από τη Ρωσία, στην Πολωνία. Ο κόσμος έχει θυμώσει και έχει τρελαθεί και εμείς έχουμε έναν πρόεδρο που αποκοιμιέται στις συνόδους των G20», είπε για τον Τζο Μπάιντεν που πρόσφατα έκλεισε τα 80 του χρόνια και είδε την ηγέτη των Δημοκρατικών στη Βουλή, Νάνσι Πελόζι, να παραιτείται στα 82 της.
Η μάχη για το 2024 ξεκινάει και με αναθέρμανση των δικαστικών μαχών. Οι Δημοκρατικοί από τη μεριά τους προσπαθούν να πείσουν τον πρώην αντιπρόεδρο του Τραμπ, Μάικ Πενς, να καταθέσει εναντίον του για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου του 2021 στο Καπιτώλιο, σύμφωνα με το CNN. Από την άλλη, οι Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές, αξιοποιώντας τους νέους συσχετισμούς, ετοιμάζονται να ξεκινήσουν έρευνα σχετικά με τις υπεράκτιες οικονομικές δραστηριότητες του Τζο Μπάιντεν, που θεωρούν ότι σχετίζονται με αυτές του γιου του, Χάντερ Μπάιντεν.
Από όλο αυτό το πανηγύρι, ο αμερικάνικος λαός δεν έχει να περιμένει τίποτα. Η ελπίδα είναι ότι έστω και μέσα από αργές αλλά σταθερές διεργασίες, φαίνεται ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα του να το καταλαβαίνει αυτό, όπως τουλάχιστο δείχνει η αύξηση των απεργιακών αγώνων και των λαϊκών κινητοποιήσεων τα τελευταία χρόνια.