Την Πέμπτη 9 Ιουλίου, η κυβέρνηση της ΝΔ επέβαλε το νόμο που επιφέρει καίριο πλήγμα στο δικαίωμα της συγκέντρωσης και της διαδήλωσης. Ξεθάβοντας χουντικούς νόμους και διατάξεις, πέρασε μαζί με τα δεκανίκια της, το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ και το ακροδεξιό μόρφωμα της “Ελληνικής Λύσης”, ένα ακραία αντιδημοκρατικό καθεστώς απαγορεύσεων των διαδηλώσεων και περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού και της νεολαίας. Τα νέα μέτρα αποτελούν συνέχεια της ίδιας πολιτικής που καταπάτησε πριν από ένα χρόνο το πανεπιστημιακό άσυλο, που χτύπησε την απεργία και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Αποτελεί συνέχεια της κατασταλτικής πολιτικής και της αστυνομοκρατίας που συνόδευσε την καραντίνα.
Την ώρα που στη Βουλή διεξάγονταν η συζήτηση και η ψηφοφορία, βρισκόταν σε εξέλιξη η μεγάλη κινητοποίηση που είχαν εξαγγείλει συνδικάτα και ομοσπονδίες, το ΕΚΑ και η ΑΔΕΔΥ, και στην οποία συμμετείχαν πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς, συλλογικότητες και χιλιάδες διαδηλωτές. Η κυβέρνηση προχώρησε σε ένα όργιο καταστολής και αστυνομικής βίας, κάνοντας εκτεταμένη χρήση χημικών, χτυπώντας αδιάκριτα τα οργανωμένα μπλοκ, τραυματίζοντας διαδηλωτές, συλλαμβάνοντας και φορτώνοντας στημένα βαριά κατηγορητήρια σε αγωνιστές. Δεν χωράει αμφιβολία πως το σχέδιο καταστολής και διάλυσης της κινητοποίησης ήταν καλά οργανωμένο. Η κυβέρνηση ήθελε να στείλει σαφές μήνυμα πως έχουμε πλέον γυρίσει σελίδα και πως η αστυνομοκρατία και η καταστολή μπαίνουν στην ημερήσια διάταξη ως πρώτο μέτρο αντιμετώπισης των εργατικών και λαϊκών κινητοποιήσεων ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Γίνεται πλέον φανερό πως περνάμε σε μια νέα περίοδο που χαρακτηρίζεται από την απότομη σκλήρυνση της εσωτερικής πολιτικής ζωής, την ένταση της αντιλαϊκής και αντεργατικής επίθεσης της κυβέρνησης και της ντόπιας ολιγαρχίας, η οποία έχει ως αναγκαίο συμπλήρωμα την εντεινόμενη αστυνομοκρατία και κρατική καταστολή.
Αφορμή βέβαια για την εξαπόλυση της αστυνομικής επίθεσης και τη διάλυση της μεγάλης κινητοποίησης της 9ης Ιούλη, αποτέλεσε η ψευτοσύγκρουση που επιχείρησαν ορισμένες δυνάμεις του αντικαπιταλιστικού χώρου από το μπλοκ της «Επιτροπής για την ελευθερία στη διαδήλωση», που είχε συγκροτηθεί μια εβδομάδα πριν από οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Μπροστά στα σοβαρά γεγονότα που σημειώθηκαν τις τελευταίες μέρες και ανέδειξαν απογειωμένες αντιλήψεις, επικίνδυνες πολιτικές πρακτικές, εκλεκτικές πολιτικές συνεργασίες, «κοινή δράση», μικροκομματικούς ηγεμονισμούς και διαγκωνισμούς, όλη δηλαδή την παθογένεια που χαρακτηρίζει την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, όπως εξάλλου οι ίδιοι αλληλοκαταγγέλλουν με άρθρα και ανακοινώσεις, φθάνοντας στο σημείο να μιλούν για άσκηση προπηλακισμών και τραμπουκισμών ανάμεσα στις δυνάμεις της «Επιτροπής», υπάρχει η ανάγκη μιας ξεκάθαρης τοποθέτησης προκειμένου να βγουν χρήσιμα διδάγματα και συμπεράσματα για τον αγώνα της επόμενης μέρας.
Το Μ-Λ ΚΚΕ σταθερά, σε όλη την πορεία του, έχει μέτωπο αντιπαράθεσης στις ψευτοεπαναστατικές «συγκρουσιακές» αντιλήψεις και τυχοδιωκτικές πρακτικές μιας σειράς δυνάμεων του αντικαπιταλιστικού χώρου που δεκαετίες ολόκληρες εκδηλώνονται και σε πολλές διαδηλώσεις έχουν πάρει «σάρκα και οστά», κάνοντας «πλάτη» στους αναρχικούς και «αντιεξουσιαστές» που αναλαμβάνουν τη γνωστή τυφλή, μηδενιστική δράση, δίνοντας την αφορμή να ξεκινήσει στη συνέχεια η κρατική βία και καταστολή, τα χημικά, οι τραυματισμοί, οι συλλήψεις, η διάλυση των λαϊκών κινητοποιήσεων και η τρομοκράτηση του κόσμου.
Επομένως, αυτό που έγινε την Πέμπτη 9 Ιούλη δεν έγινε για πρώτη φορά για να εξανίστανται κάποιοι, ίσως προσπαθώντας να αποσείσουν τις ευθύνες τους για τους συμμάχους που επέλεξαν στη συγκρότηση της «Επιτροπής», αλλά έχει επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν και απ’ ό,τι φαίνεται θα επαναληφθεί πολλές φορές και στο μέλλον. Φυσικά αυτό δεν τους απαλλάσσει από τις ευθύνες τους για την κάθε ξεχωριστή φορά, πολύ περισσότερο τώρα, καθώς ύστερα από πολλά χρόνια χιλιάδες λαού συμμετείχαν σε μια διαδήλωση για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Γι’ αυτό θα πρέπει να καταγγελθούν σαν επικίνδυνες, εχθρικές ενέργειες που στρέφονται ενάντια στην αναπτυσσόμενη πάλη του λαού, προσφέροντας άλλοθι στην κυβέρνηση για την εξαπόλυση της πιο άγριας αστυνομικής επίθεσης καταστολής και τρομοκράτησης του λαού τα τελευταία χρόνια. Και να βγουν πραγματικά διδάγματα και συμπεράσματα από τη δράση αυτών των δυνάμεων και την πολιτική συμμαχιών μαζί τους.
Η καταγγελία της συνθηκολόγας και καιροσκοπικής πολιτικής των ρεβιζιονιστών, που σέρνονται πίσω από την πολιτική της «εθνικής ενότητας» με τα αστικά κόμματα και αρνούνται την πάλη για να σπάσουν τα φράγματα των αστυνομικών απαγορεύσεων, δεν γίνεται με τον εκβιασμό των γεγονότων και ψευτοεπαναστατικές συγκρούσεις για τον στιγμιαίο εντυπωσιασμό μιας ξεκομμένης ομάδας που αδιαφορεί παντελώς για τις καταστροφικές συνέπειες των ενεργειών της πάνω στο κίνημα και τους αγωνιστές. Αντίθετα, αυτή η πρακτική διευκολύνει την ηγεσία του ΚΚΕ να εγκλωβίζει τίμιους αγωνιστές στις γραμμές της.
Το ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο των τυχοδιωκτικών πρακτικών αυτών των δυνάμεων είναι η έλλειψη πίστης στη δύναμη του ενιαίου μαζικού λαϊκού αγώνα, η μικροαστική ανυπομονησία μπροστά στις δυσκολίες και τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση. Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις αυτές φυγομαχούν, εκφράζουν μια ηττοπαθή και συμβιβαστική αντίληψη πως η εργατική τάξη και ο λαός δεν μπορούν να φρενάρουν την κυβερνητική επίθεση και όλα αυτά τα επενδύουν με ψευτοεπαναστατικά συνθήματα και θορυβώδεις εντυπωσιοθηρικές ενέργειες της στιγμής, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δράσης ενός μικροαστικού εξεγερτισμού. Πολιτική έκφραση αυτών των αντιλήψεων είναι τα “μεταβατικά” προγράμματα ουράς στα αστικά ιδεολογήματα και “κινηματικής” υπεκφυγής από τα πραγματικά προβλήματα. Προβάλλοντας την ιδέα της “παναριστεράς”, οι δυνάμεις αυτές ενίσχυσαν και συνέβαλαν στη διάδοση των αναρίθμητων αυταπατών εξωραϊσμού και συγκάλυψης της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πράξη, έγιναν νεροκουβαλητές του ΣΥΡΙΖΑ όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, στήριξαν πολύμορφα την κυβερνητική του πολιτική και έδρασαν σαν συμπληρωματική του δύναμη, ως την πλήρη υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ στην μπαγκέτα των ιμπεριαλιστών δανειστών.
Η αγωνιστική στάση και η καλλιέργεια ενός μαχητικού πνεύματος για να σπάσουν τα φράγματα των αστυνομικών απαγορεύσεων, πολύ περισσότερο για την κατάργηση του χουντονόμου, προϋποθέτει το σωστό προσανατολισμό των κινητοποιήσεων για την όσο γίνεται πιο μαζική προσέλευση κόσμου σε αυτές, τη συγκρότηση της πιο πλατιάς αγωνιστικής λαϊκής συσπείρωσης με μοχλό πάλης τα συνδικάτα, τη διαμόρφωση ενός πανεργατικού – παλλαϊκού μετώπου αντίστασης. Και φυσικά το ριζικό διαχωρισμό από δυνάμεις και πρακτικές που τις χρησιμοποιεί η κυβέρνηση ως βολικό άλλοθι για την κλιμάκωση της αστυνομοκρατίας και την εμπέδωση του δόγματος της «τάξης» και της «μηδενικής ανοχής».
Παρά την κάμψη και υποχώρηση του κινήματος τα τελευταία χρόνια, η μαζικότητα και αγωνιστικότητα της διαδήλωσης της Πέμπτης, όπως και μια σειρά πρόσφατες, μαζικές κινητοποιήσεις σε χώρους εργαζομένων, εκπαιδευτικών, υγειονομικών, επιβεβαίωσαν και ανέδειξαν τις διαθέσεις των εργαζομένων να αντιπαλέψουν τα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης και το αντιδραστικό εσωτερικό καθεστώς που επιβάλλει η κυβέρνηση της Δεξιάς με το χουντονόμο. Το Μ-Λ ΚΚΕ παλεύει σ’ αυτή την κατεύθυνση.
★★★
Με αυτές τις δυνάμεις επέλεξε να συγκροτήσει το ΚΚΕ (μ-λ) την «Επιτροπή για την ελευθερία στη διαδήλωση» και να αναπτύξει τη δράση του ενάντια στο χουντονόμο. Η «Επιτροπή» πραγματοποίησε μια διαδήλωση την Τρίτη 7 Ιούλη και άλλη μία στις 9 Ιούλη, με όλα όσα επακολούθησαν από δυνάμεις της, και έκτοτε σίγησε. Την επομένη της διαδήλωσης της Πέμπτης ξέσπασε άγρια αντιπαράθεση, με βαριές κατηγορίες, ανάμεσα στις δυνάμεις που συγκροτούσαν την «Επιτροπή», για όσα είχαν συμβεί την προηγουμένη που οδήγησε πρακτικά στην εξαφάνισή της. Έτσι, στην κινητοποίηση που μπήκε στις 16 Ιούλη για να δοθεί απάντηση στο όργιο κυβερνητικής βίας και καταστολής, η «Επιτροπή» δεν εμφανίστηκε, υπήρξαν ομαδοποιήσεις των οργανώσεων και ξεχωριστά καλέσματα από τις οργανώσεις στη συγκέντρωση και πορεύτηκαν και «μαζί και χώρια».
Το ΚΚΕ (μ-λ) ασκεί σφοδρή κριτική και αντιπαράθεση με ανακοίνωση που εξέδωσε στις 13 Ιούλη για τα γεγονότα, αναφέροντας ανάμεσα σε άλλα: «Από τη μια, η λογική του θεάματος και της εικονικής δήθεν «σύγκρουσης», με τα ολιγόλεπτα σπρωξίματα με τις δυνάμεις καταστολής. Και από την άλλη, η λογική του καπελώματος, η μικροϊδιοκτησιακή λογική, που θεωρεί ότι «το κίνημα είμαι εγώ» και θέλει να επιβάλει με κάθε τρόπο τις δικές της επιλογές και αποφάσεις.
Αυτή η -μικροαστική στη βάση της- λογική εκφράστηκε με το χειρότερο τρόπο και την Πέμπτη 9/7, όταν δυνάμεις της Επιτροπής θέλησαν να επιβάλουν την άποψή τους για μία ακόμη ψευτοσύγκρουση στα λουλουδάδικα της Βουλής, παραβιάζοντας κάθε προηγούμενη συμφωνία και φτάνοντας στο σημείο έως και να τραμπουκίσουν προκειμένου να περάσει το δικό τους. Όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκαν για την περιφρούρηση της διαδήλωσης, αλλά συνέβαλαν ουσιαστικά στη διάλυσή της. Δεν αντιλαμβάνονται ότι η υπεράσπιση του δικαιώματος στη διαδήλωση δεν αφορά και ούτε μπορεί να γίνει από μερικές εκατοντάδες φοιτητές και εργαζόμενους, αλλά αφορά όλο το εργατικό και λαϊκό κίνημα και απαιτεί την κινητοποίηση πλατιών λαϊκών και εργαζόμενων μαζών.»
Αυτά και πολλά άλλα καταλογίζει, και σωστά, το ΚΚΕ (μ-λ) σε αυτούς με τους οποίους επέλεξε να συνεργαστεί, κάνοντας λόγο και για την πολιτική τους γραμμή, αναφέροντας συγκεκριμένα: «Επιπλέον, δεν είχαν και δεν έχουν το παραμικρό πρόβλημα στο να στηρίζουν τις αντιλήψεις-αυταπάτες περί «κυβερνώσας Αριστεράς», αυταπάτες για το ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική του, αλλά και να φιγουράρουν δίπλα στη ΛΑΕ, δίπλα στα απομεινάρια του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι μόνο δεν εξοπλίζουν πολιτικά και ιδεολογικά τις πλατιές λαϊκές μάζες, αλλά λειτουργούν απωθητικά γι’ αυτές, δίνουν πάτημα στα κηρύγματα του συστήματος και των παπαγάλων του.»
Για να καταλήξει ύστερα από όλα αυτά στο συμπέρασμα ότι: «Μπροστά στην αναγκαιότητα της πλατιάς μαζικής συσπείρωσης για την υπεράσπιση του δικαιώματος στον αγώνα και τη διαδήλωση, δεν έχουν θέση όσοι δεν μπορούν να σεβαστούν τους όρους πολιτικής συμφωνίας και συμπόρευσης….» αφήνοντας να εννοηθεί πως όλο το εγχείρημα της «Επιτροπής» βρίσκεται τουλάχιστον υπό αίρεση, αμφισβήτηση και επανεξέταση.
Πέντε μέρες μετά, σε μακροσκελές άρθρο της «Προλεταριακής Σημαίας» (18 Ιούλη) με τίτλο «Για τη διαδρομή της «Επιτροπής για την ελευθερία στη διαδήλωση» και την κοινή δράση», επαναλαμβάνεται η ίδια και σε ψηλότερους τόνους αντιπαράθεση, που ξεχειλίζει μάλιστα από έπαρση και αλαζονεία απέναντι στους πάντες, αναπαράγοντας τον ίδιο αφόρητο μικροκομματικό ηγεμονισμό που κατηγορεί τους άλλους, για να καταλήξει όμως σε διαφορετικό συμπέρασμα. Γράφει συγκεκριμένα:
«Για άλλη μια φορά, αυτές οι δυνάμεις, μεταξύ άλλων, αποκάλυψαν τη γύμνια τους, την πλήρη ανεμπιστοσύνη τους στον λαό και τη νεολαία, το γεγονός ότι έχουν επιλέξει να κινούνται στη σφαίρα των υποκειμενικών μικροκομματικών τους ονειρώξεων, μακριά από τις απαιτήσεις και τα καθήκοντα που θέτει η ταξική πάλη. Έδωσαν, μάλιστα, την ευκαιρία στο σύστημα να προωθήσει την προειλημμένη του απόφαση να διαλύσει την πορεία, έχοντας και τα κατάλληλα προσχήματα…. Πάει πολύ να θέλουν να κάνουν επίδειξη «συγκρουσιακότητας», από εκεί και πέρα, αυτοί που από πολιτική άποψη έχουν συμβιβαστεί με τη γραμμή των αυταπατών και του κοινοβουλευτισμού, αυτοί που συνυπάρχουν μέχρι και με τους πρώην υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ σε κοινά σχήματα, οι φορείς των αντιλήψεων του μεταβατισμού και του κυβερνητισμού που οδήγησαν τα προηγούμενα χρόνια το κίνημα στην αγκαλιά της «πρώτη φορά αριστεράς» και στα ψευτοδιλήμματα του δημοψηφίσματος…»
Και αφού το άρθρο επιτίθεται με σκαιό τρόπο σε αυτές τις δυνάμεις -το παραπάνω απόσπασμα είναι ένα μικρό μόνο δείγμα- καταλήγει στη θέση: «Η διάθεσή μας εξακολουθεί να είναι η ανάδειξη της Επιτροπής ως εργαλείο απάντησης στην καταστολή, την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και η επίλυση των ζητημάτων που προκύψαν με πολιτικούς όρους».
Από τη μια το ΚΚΕ (μ-λ) σέρνει τα μύρια όσα σε αυτές τι δυνάμεις, χρεώνοντάς τους «ουσιαστικά τη διάλυση της διαδήλωσης», «τραμπουκισμούς», «λογική του καπελώματος», καταγγέλλοντας τη «γύμνια τους, την πλήρη ανεμπιστοσύνη τους στον λαό και τη νεολαία», «τις αυταπάτες για το ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική του», ότι «φιγουράρουν δίπλα στη ΛΑΕ, δίπλα στα απομεινάρια του ΣΥΡΙΖΑ» και «δίνουν πάτημα στα κηρύγματα του συστήματος και των παπαγάλων του», και από την άλλη δηλώνει έτοιμο, με βάση το άρθρο της «ΠΣ», να συνεχίσει στην ίδια αδιέξοδη κατεύθυνση επανασύστασης της Επιτροπής και της κοινής δράσης με αυτούς που τους περνά γενεές δεκατέσσερις. Ενώ έχουν πλούσια εμπειρία «καπελωμάτων» και επίδειξης ηγεμονισμού από αυτές τις οργανώσεις, διακαώς και επίμονα επιζητούν τη συνεργασία μαζί τους. Ακόμη και τώρα, ύστερα από όσα έγιναν.
Πρόκειται για θέση ολοφάνερα αντιφατική και αλλοπρόσαλλη, που αναδεικνύει τα αδιέξοδα και τις παλινωδίες της πολιτικής της «κοινής δράσης». Από κει και πέρα το ΚΚΕ (μ-λ) χρεώνει, και σωστά, σε αυτές τις δυνάμεις την ευθύνη ότι συνέβαλαν με τη στάση τους στη διάλυση της διαδήλωσης. Αυτό θεωρεί πως δεν έχει μερίδιο ευθύνης για ό,τι συνέβη; Όταν πρωτοστατεί στη συγκρότηση μιας Επιτροπής με αυτές τις δυνάμεις που όλοι γνωρίζουν την πρακτική και την πολιτική τους από δεκάδες αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν, δεν έχει και αυτό ευθύνη για ό,τι έγινε; Είναι άμοιρο ευθυνών όταν η Επιτροπή που συγκροτήθηκε με την πρωτοβουλία του όχι μόνο δεν μπόρεσε να περιφρουρήσει τη διαδήλωση, αλλά από τους κόλπους της ξεκίνησε η αφορμή για το χτύπημα και τη διάλυση της πορείας;
★★★
Στο άρθρο αυτό της «ΠΣ» ο συντάκτης του, με το γνωστό ύφος, έκρινε σκόπιμο να επιτεθεί και να διαστρεβλώσει τις θέσεις και την πρακτική του Μ-Λ ΚΚΕ. Γράφει συγκεκριμένα: «Ανάλογο πρόβλημα υπάρχει και με τις δυνάμεις που χρόνια τώρα εμφάνιζαν ως αποκλειστικά βάθρα της μαζικής λαϊκής πάλης το λεγόμενο από αυτές «οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα». Τώρα που οι εργατοπατέρες σε ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ ομοσπονδίες κ.λπ. έχουν κηρύξει ανοιχτά γραμμή στήριξης της επίθεσης, επιμένουν «να μην λερώνουν τα χέρια τους» με πολιτικές και πρακτικές κοινής δράσης, δηλαδή να μην αναλαμβάνουν καμιά ευθύνη και καμιά πρωτοβουλία για να υπάρξει οποιαδήποτε κινητοποίηση».
Ας ξεκαθαρίσουμε από την πλευρά μας, επιγραμματικά, για άλλη μια φορά, το ζήτημα της «κοινής δράσης» και των «πολιτικών πρωτοβουλιών». Έχουμε τη σταθερή θέση πως η πάλη ενάντια στα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης και γενικότερα η ανασυγκρότηση του εργατικού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος δεν θα προκύψει στη βάση ενός προσανατολισμού «κοινής δράσης» και «κινηματικών πρωτοβουλιών» στα πλαίσια των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που μπορούν να συσπειρώσουν μερικές εκατοντάδες εργαζόμενους και φοιτητές. Αυτό μάλιστα καταλάβαμε ότι υποστηρίζει και το ΚΚΕ (μ-λ) στην τελευταία του Ανακοίνωση. Όταν κάνοντας αντιπαράθεση στις άλλες δυνάμεις γράφει πως « Δεν αντιλαμβάνονται ότι η υπεράσπιση του δικαιώματος στη διαδήλωση δεν αφορά και ούτε μπορεί να γίνει από μερικές εκατοντάδες φοιτητές και εργαζόμενους, αλλά αφορά όλο το εργατικό και λαϊκό κίνημα και απαιτεί την κινητοποίηση πλατιών λαϊκών και εργαζόμενων μαζών», τι διαφορετικό υποστηρίζει από ό,τι υποστηρίζει και παλεύει, χρόνια τώρα, το Μ-Λ ΚΚΕ; Εκτός και αν όταν χτυπάνε αυτές τις δυνάμεις δανείζονται θέσεις του Μ-Λ ΚΚΕ και όταν χτυπάνε το Μ-Λ ΚΚΕ δανείζονται θέσεις του «αντικαπιταλιστικού χώρου».
Αν δούμε τις σοβαρότερες κινητοποιήσεις που έγιναν στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία, σε ποιο συμπέρασμα θα καταλήγαμε για τον προσανατολισμό που πρέπει να έχουν οι κομμουνιστές μέσα στο μαζικό κίνημα; Οι κινητοποιήσεις αυτές δεν προέκυψαν από καμιά «πρωτοβουλία κοινής δράσης», όχι βέβαια του ΚΚΕ (μ-λ) αλλά ούτε του ΚΚΕ. Αντίθετα, αυτές ξεπήδησαν μέσα από τους χώρους δουλειάς, τα συνδικάτα, τους συλλόγους, τις συνοικίες, με την αυθόρμητη ή μισοσυνειδητή στάση εκατοντάδων χιλιάδων λαού και νεολαίας, που έκφραζαν την αντίθεσή τους στα αντιλαϊκά μνημόνια. Αλλά ας αφήσουμε τα τελευταία δέκα χρόνια κι ας πάμε στους τελευταίους 2-3 μήνες, παρά τη μεγάλη υποχώρηση του μαζικού κινήματος. Οι χιλιάδες εκπαιδευτικοί και υγειονομικοί που κατέβηκαν στους δρόμους του αγώνα το διάστημα αυτό από πού προέκυψαν; Από την «κοινή δράση» ή από τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών και υγειονομικών; Ο προσανατολισμός του Μ-Λ ΚΚΕ, στα πλαίσια του μαζικού λαϊκού κινήματος, είναι ακριβώς να βρεθεί μέσα στις εργαζόμενες μάζες, κοντά στα προβλήματα και στους αγώνες τους, στα συνδικάτα και τους μαζικούς χώρους δουλειάς, που τόσο απαξιωτικά αναφέρονται σε αυτά τα στελέχη του ΚΚΕ (μ-λ). Επομένως, όσο μας αφορά, οι κύριες προσπάθειές μας κατευθύνονται στην ενεργοποίηση, τη μαζικοποίηση, την κινητοποίηση των συνδικάτων των εργαζομένων, των φοιτητικών συλλόγων, των συνοικιακών συλλογικοτήτων. Η συμμετοχή σε κινητοποιήσεις που καλούν τα πρωτοβάθμια συνδικάτα, οι ομοσπονδίες, τα εργατικά κέντρα, η ΑΔΕΔΥ και η ΓΣΣΕ, δεκαετίες τώρα, δε σημαίνει βέβαια στήριξη της συνθηκολόγας πολιτικής των ηγεσιών τους, ιδιαίτερα αυτών των τριτοβάθμιων οργανώσεων, αλλά τη δυνατότητα της πιο πλατιάς κινητοποίησης των εργαζομένων μέσα από τα συνδικαλιστικά τους όργανα. Όταν το ΚΚΕ (μ-λ) συμμετέχει στις συγκεντρώσεις που καλούν συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως αυτή του ΕΚΑ και της ΑΔΕΔΥ, στις 8 Ιούλη, στην πλατεία Κλαυθμώνος, αλλά και σε αναρίθμητες άλλες τα τελευταία χρόνια το κάνει για να στηρίξει τους εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ; Αστεία πράγματα.
Από κει και πέρα, είναι γνωστό πως το Μ-Λ ΚΚΕ θεώρησε ότι, μπροστά στη βάναυση καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, υπήρχε επιτακτική ανάγκη να καταγγελθεί άμεσα το όργιο βίας και καταστολής, συλλήψεων και διώξεων σε βάρος διαδηλωτών, να εκφραστεί το πνεύμα αντίστασης στην αστυνομοκρατία και αυθαιρεσία, στη βαθύτερη επιδίωξη της κυβέρνησης να υποτάξει το αγωνιστικό φρόνημα των εργαζομένων και να επιβάλει σιγή νεκροταφείου. Στα πλαίσια αυτά, και στο βαθμό που δεν διαφαίνονταν όροι και προϋποθέσεις να οργανωθεί άμεσα μέσα από σωματεία και ομοσπονδίες μια ευρύτερη αγωνιστική κινητοποίηση ενάντια στην κυβερνητική επίθεση, το Μ-Λ ΚΚΕ απηύθυνε αγωνιστικό κάλεσμα συμμετοχής στη συγκέντρωση της Πέμπτης 16 Ιούλη, στα Προπύλαια, που καλούσαν μια σειρά οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Έτσι, το Μ-Λ ΚΚΕ επέλεξε τη συμπόρευση με αυτές τις δυνάμεις, όπως έχει κάνει και σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν και αρνήθηκε να μπει σε μια διαδικασία ομαδοποιήσεων και κοινών καλεσμάτων με δυνάμεις που οι πολιτικοί μας προσανατολισμοί διαφέρουν ριζικά, που η πολιτική μας τακτική βρίσκεται στον αντίποδα της δικής τους, εκφράζοντας επί πλέον την αντίθεσή μας σε όλους αυτούς τους διαγκωνισμούς για το ποιος θα πάρει πρώτος «κινηματική πρωτοβουλία», που κατά την άποψή μας υπηρετεί μικροκομματικές και ηγεμονιστικές σκοπιμότητες απ’ όλες τις πλευρές και όχι πραγματικές ανάγκες του κινήματος.
Και μια τελευταία φράση. Για ποιο λόγο δεν ανταποκρίνονται οι σύντροφοι του ΚΚΕ (μ-λ) στις προτάσεις μας να ξεκινήσει μια συζήτηση για την υπόθεση της ΛΑ-ΑΑΣ και την έχουν καταδικάσει στην αφάνεια και την απραξία;