Ίσως θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι εκ προοιμίου. Οι νόμιμες δραστηριότητες των τραπεζών που διαφυλάσσονται από κοινοτικές ντιρεκτίβες, νόμους, προεδρικά διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις, εσωτερικές εγκυκλίους κλπ, αποτελούν το προπέτασμα των παράνομων λειτουργιών τους. Με δύο λόγια, οι τράπεζες αποτελούν μία «βιτρίνα» ή απλά -στην αγοραία διατύπωση- ένα «πλυντήριο ξεπλύματος μαύρου ή παράνομου χρήματος». Ιδίως σε περιπτώσεις οικονομικής δυσπραγίας λόγω οικονομικής και υγειονομικής κρίσης, οι παράνομες δραστηριότητες πολλαπλασιάζονται και η έξαρση του φαινομένου ξεφεύγει από τα «ελεγχόμενα όρια» του συστήματος. Ας μην ξεχνάμε πως ο ανταγωνισμός είναι το κυρίαρχο φαινόμενο μεταξύ των μονοπωλίων και άρα τα «καρφιά», ένθεν κακείθεν, δίνουν και παίρνουν.

«Σε περιδίνηση και το αμερικανικό χρηματιστήριο σε μια μέρα αγωνίας και απότομων πτώσεων στις διεθνείς αγορές για το σκάνδαλο με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος…». Καθίζηση λοιπόν των διεθνών Χρηματιστηρίων και ιδιαίτερα των μετοχών του τραπεζικού τομέα μετά τα δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο για ένα νέο τραπεζικό σκάνδαλο που αφορά (σε τι άλλο;) σε ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος. Στο σκάνδαλο εμπλέκονται πρωτίστως η Barclays Bank, η HSBC, η PMorgan Chase, η Standard Chartered, η Deutsche Bank, η Bank of New York Mellon και πολλές άλλες, αλλά και τα Χρηματιστήρια, που όλα μαζί φέρονται να έχουν διακινήσει αστρονομικά ποσά παράνομων (ξεπλυμένων στις ΗΠΑ) κεφαλαίων, τουλάχιστον για δύο δεκαετίες, γνωρίζοντας πολύ καλά την προέλευση αυτών των κεφαλαίων.

Το γεγονός αποδεικνύει το βάθος του προβλήματος της διακίνησης εικονικού, παράνομου ή «μαύρου» χρήματος από το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο, από εκατοντάδες χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, χρηματιστηριακά γραφεία κ.α.) με τη μορφή τραπεζικών παραγώγων, εσόδων από ναρκωτικά, πορνεία, δουλεμπόριο κ.α., σαν στοιχείο της συνεχιζόμενης παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
★★★

Ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε και τις βρωμιές των «ελληνικών» τραπεζών.

Όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση του 2008, οι έλληνες τραπεζίτες, με πρώτο και καλύτερο τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Προβόπουλο, υποστήριζαν πως η Ελλάδα δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο, γιατί οι ελληνικές τράπεζες ήταν ισχυρές και δεν είχαν εκτεθεί σε τοξικά προϊόντα όπως αυτά που οδήγησαν στην πτώση την αμερικανική Lehman Brothers. Στο αμέσως επόμενο διάστημα, η τραπεζική φιλολογία άλλαξε, οι τράπεζες εμφανίστηκαν να μολύνονται από την κρίση μέσω του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας και του υποχρεωτικού κουρέματος των κρατικών ομολόγων (PSI) και άρα να χρειάζονται κρατική στήριξη.

Οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σαμαρά έσπευσαν αμέσως να ανακεφαλαιοποιήσουν τις τράπεζες, δηλαδή δανείστηκαν με υψηλά επιτόκια για να εξασφαλίσουν ρευστό στις τράπεζες. Το δάνειο αυτό το πληρώνουμε εμείς. Έτσι στο όνομα της ευστάθειας των τραπεζών, αυτές ανακεφαλαιο­ποιή­θηκαν με τα χρήματά μας. Όχι ακριβώς οι τράπεζες, αλλά οι τραπεζίτες.

1) Από τη ΝΔ με το Ν.3723/08, 28 δισ. €, σαν ενίσχυση.

2) Από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, 15 δισ. € (Ν.3845, ΦΕΚ65, 6 Μάη 2010).

3) Από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου προκειμένου να αποφευχθεί η πτώχευση, 10 δισ. € ( Ν. 3864 ΦΕΚ 119, 21 Ιούλη 2010).

4) Από το ΠΑΣΟΚ, με το Μνημόνιο Ι (Ν.3845/10- Δάνειο 110 δισ. €), αλλά και με τους νόμους που ακολούθησαν, συνολικά 85 δισ. €.
Έτσι, το σύνολο των μετρητών και των κρατικών εγγυήσεων (30 δισ. €) που έλαβαν οι ελληνικές τράπεζες ανήλθε στα 168 δισ. €. Αλλά και πέρα απ’ αυτό ας θυμηθούμε τη συμφωνία για το PSI με την οποία παρέχονται 50 δισ. € (από τα 130 δισ. € του δεύτερου πακέτου στήριξης για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών).

Άρα το σύνολο της τραπεζικής ρεμούλας φθάνει τα 218 δισ. €!. Οι τραπεζίτες, αυτοί που είχαν ρίξει τις τράπεζες έξω (αν δεν τις είχαν ληστέψει) θεωρήθηκαν ικανοί να συνεχίσουν να διοικούν τις τράπεζες.

Το κράτος μέσα από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας πήρε το 80% των μετοχών των τραπεζών με τον όρο να μην μπορεί να ασκήσει καμία διοίκηση. Ενώ η ανακεφαλαιοποίηση έγινε για να υπάρξει σταθερότητα, ρευστότητα και λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, τα δάνεια σταμάτησαν, οι επιχειρήσεις που έπρεπε να σωθούν σώθηκαν, οι άλλες άρχισαν να κλείνουν και χιλιάδες σπίτια βγήκαν στο σφυρί.

Συνέχισαν βέβαια να παίρ­νουν δάνεια μη παραγωγικές επιχειρήσεις όπως τα Μέσα Ενημέρωσης, παρά τα χρέη τους και τις ζημιές τους και βέβαια και διαφήμιση από τις τράπεζες. Το Mega για παράδειγμα, με ζημιές 25 εκατομμύρια και χρέη 200 εκατομμύρια πήρε δάνειο 110 εκατομμύρια για να συνεχίσει να λειτουργεί και κυρίως να υποστηρίζει πως η κυβέρνηση και οι τράπεζες ακολουθούν σωστή πολιτική. Ποια τραπεζική διαδικασία μπορεί να κρίνει ως επωφελές ένα τέτοιο δάνειο; Αντίστοιχα δάνεια έχουν σχεδόν όλα τα ΜΜΕ στην Ελλάδα.

Αφού ανακεφαλαιοποιήθηκαν οι Τράπεζες, η κυβέρνηση προχώρησε στην κορωνίδα του σκανδάλου. Με σχετικό νόμο, έδωσε τη δυνατότητα στους παλιούς αποτυχημένους τραπεζίτες-κλέφ­τες να επαναγοράσουν τις μετοχές τους, όχι στην τιμή που τις αγόρασε το κράτος με την ανακεφαλαιοποίηση, αλλά σε εξευτελιστικές τιμές. Δηλαδή για παράδειγμα στη Eurobank, ενώ το κράτος αγόρασε τις μετοχές της Τράπεζας με 1,24 ευρώ ανά μετοχή, ο τραπεζίτης την ξαναγόρασε με 30 λεπτά ανά μετοχή!

Μέσα στο συνολικό σχεδιασμό για την απαλλαγή των τραπεζών από το βαρίδι των «κόκκινων» δανείων προβλέπεται μία απομείωση της τάξης των 50 δισ. € μέχρι το 2021! Αυτό σημαίνει ένταση των κατασχέσεων και πλειστηριασμών της λαϊκής κατοικίας και πάνω απ’ όλα μεταβιβάσεις προβληματικών δανείων από τις τράπεζες στα αρπακτικά ξένα funds. Ήδη έχουν προγραμματιστεί 130.000 πλειστηριασμοί μέχρι το τέλος του 2021. Όπως γίνεται φανερό, κυβέρνηση και τραπεζίτες προτιμούν το ξεπούλημα των ακινήτων στους ξένους κερδοσκόπους «επενδυτές», αντί να κάνουν την αντίστοιχη έκπτωση στο χρέος των δανειοληπτών.

Έτσι εκατοντάδες ενυπόθηκα ακίνητα, ανεξάρτητα αν πρόκειται για πρώτη ή δεύτερη κατοικία, ανεξάρτητα αν ανήκουν σε φτωχά ή μεσαία νοικοκυριά, ανεξάρτητα αν ανήκουν σε ιδιώτες ή επιχειρήσεις, περνούν στα χέρια νέων ξένων τοκογλύφων, κάτω από το σκοτεινό και αντισυνταγματικό νόμο των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και των κατασταλτικών μηχανισμών και κάτω από την κυνική αδιαφορία της «Ευρώπης της κοινωνικής αλληλεγγύης»!