Συνέχεια από το προηγούμενο φύλλο
Οι θέσεις του ΚΚΕ αναφέρονται επανειλημμένα στα «30 χρόνια» που έχουν περάσει από τις «αντεπαναστατικές ανατροπές», προκειμένου να εξηγήσουν (μαζί με τις σοβαρές αλλαγές που αναμφίβολα σημειώθηκαν στο διάστημα αυτών των χρόνων παγκόσμια, στη χώρα κ.ο.κ.) τους λόγους που έφεραν το ΚΚΕ να περνάει τώρα «μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας του». Αποφεύγουν ωστόσο να πουν και το παραμικρό για τα έργα και τις ημέρες του ΚΚΕ και της ηγεσίας του, νωρίτερα -πριν- και μέχρι τις τελευταίες μέρες ολοκλήρωσης των «αντεπαναστατικών ανατροπών» που σφράγισαν και τυπικά την καπιταλιστική παλινόρθωση και τελικά την πλήρη αποσύνθεση και διάλυση της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης.
Στις Θέσεις για το 21ο συνέδριο του ΚΚΕ, ισχυρίζονται πως στα χρόνια που μεσολάβησαν, πρόβαλαν μια «αντίληψη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, απαλλαγμένη από τον εξωραϊσμό για τις γενιές κυρίως που την γνώρισαν, ενώ οι νέες γενιές έχουν τελείως διαστρεβλωμένη αντίληψη ή άγνοια».
Τις αντιλήψεις τους περί σοσιαλιστικής οικοδόμησης που -σύμφωνα με τις μελέτες τους για τις «αιτίες» της παλινόρθωσης- συνεχιζόταν αδιάλειπτα ως την ώρα της «επικράτησης της αντεπαναστατικής ανατροπής»(!) στην ΕΣΣΔ, τις διάνθισαν από το 18ο ως το 19ο συνέδριό τους και πιο πληθωρικά ως το 20ό, με τις ανυπόστατες επινοήσεις τους και τις «στρατηγικές επεξεργασίες» -όπως οι ίδιοι τις αποκαλούν- του «Δοκιμίου Ιστορίας». Αν και διατείνονται ότι «έκαναν την αυτοκριτική» τους και προχωράνε παραπέρα, τα γεγονότα επιβεβαιώνουν πως πραγματικό αντικείμενο των «επεξεργασιών» τους και πρωταρχικό τους μέλημα παραμένει να «πέσουν στα μαλακά» και να κουκουλωθούν τα θλιβερά έργα ως «την επικράτηση της αντεπαναστατικής ανατροπής» του δικού τους κόμματος και της ηγεσίας του. Κατά τα άλλα μάταια ελπίζουν να τα σκεπάσει η λήθη του χρόνου, η σαθρή κατασκευή μιας νέας ιστορίας και η άγνοια των νέων ανθρώπων.
Σε κάθε περίπτωση, παρουσιάζοντας τις διάφορες κάθε φορά αναθεωρήσεις τους σαν προϊόντα «βαθιάς μελέτης» επιχειρούν να κρύψουν όσο μπορούν τα όσα διέπραξε ο διεθνής και εγχώριος ρεβιζιονισμός εναντίον του κινήματος.
Όλο και λιγότεροι αμφιβάλλουν σήμερα ότι την αρχή του τέλους της Σοβιετικής Ένωσης, που εγκαινίασε και δρομολόγησε την καπιταλιστική παλινόρθωση στο πρώτο στον κόσμο σοσιαλιστικό κράτος, σήμανε το κακόφημο ρεβιζιονιστικό χρουστσωφικό 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956 και, ειδικά για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, η επιβολή αμέσως μετά μιας αντίστοιχης γραμμής στο ΚΚΕ με τη διαβόητη «6η Ολομέλεια».
Κορυφώνοντας το αντεπαναστατικό-αντικομματικό πραξικόπημα που είχε εκδηλωθεί μερικούς μήνες πριν, το Σεπτέμβρη του 1955, στις οργανώσεις των Ελλήνων κομμουνιστών πολιτικών προσφύγων στην Τασκένδη, η παρασυναγωγή της λεγόμενης «6ης Ολομέλειας» εγκαθίδρυσε, με την απροκάλυπτη ξένη επέμβαση, τη γενική γραμμή του σοβιετικού ρεβιζιονισμού στο ΚΚΕ και επέβαλε στην ηγεσία του πρόθυμους να εφαρμόσουν τη γραμμή αυτή.
Σύμφωνα ωστόσο με τις έρευνες της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ και τις ανακαλύψεις του «Δοκιμίου» τους, δεν επρόκειτο για μια παράνομη, αντικαταστατική και πραξικοπηματική επέμβαση, αλλά λίγο-πολύ για μια αμοιβαία καλών προθέσεων «διεθνιστική» παρέμβαση, ενώ οι οππορτουνιστικές παρεκκλίσεις της δεν ήταν παρά εκδηλώσεις μιας ολόκληρης σειράς διαδοχικών παρεκκλίσεων που οφείλονταν στη λαθεμένη «στρατηγική» σε ασυμφωνία με το «χαρακτήρα της εποχής» που εφάρμοζε η ΚΔ από πολλά χρόνια πριν. Αλλά τα παραμύθια δεν αλλάζουν την αλήθεια.
Η επιβολή της νέας γραμμής, του «νέου πνεύματος» και της «στροφής» του ’56 σηματοδότησε την πλήρη αλλοίωση του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος, την οππορτουνιστική-ρεφορμιστική μετάλλαξή του και τη μετατροπή έκτοτε της εκάστοτε ηγεσίας του σε εντολοδόχο, διεκπεραιωτή και πρόθυμο διακινητή των σάπιων και μεταλλαγμένων ρεβιζιονιστικών εμπορευμάτων. Αυτό το ρόλο διαδραμάτισε η ηγεσία του ΚΚΕ, πειθήνια, απ’ τα χρόνια του Χρουστσώφ και του Μπρέζνιεφ ως τα αλήστου μνήμης χρόνια της «περεστρόϊκας» των Γκορμπατσόφ και σία.
Εκθέτοντας τον απολογισμό και τα συμπεράσματά τους οι Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, σημειώνουν:
«Το Κόμμα έχει συγκεντρώσει μια τεράστια πείρα άνω των 100 χρόνων. Είναι εμπειρία που αποκρυσταλλώθηκε πιο αποτελεσματικά και ουσιαστικά την τελευταία 30ετία, όταν το ΚΚΕ για πρώτη φορά από τη στιγμή της ίδρυσής του το 1918, στηριζόμενο στις δικές του δυνάμεις, έδωσε τη μάχη για τη διατήρηση της κομμουνιστικής του ταυτότητας. Κλήθηκε να ανασυνταχθεί, να αναδιοργανωθεί, να αναπτυχθεί παραπέρα, σε συνθήκες συνολικής νίκης της αντεπανάστασης στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και στην ίδια την ΕΣΣΔ…
…Ωστόσο, δεν έγινε δυνατό να συνδυαστεί ολοκληρωμένα η επίμονη προσπάθεια για αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος με τη βαθιά μελέτη ζητημάτων καθοδήγησης και ποιότητας δεσμών του Κόμματος με τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις, στις νέες πρωτόγνωρες ως ένα μεγάλο βαθμό, συνθήκες».
Έχουν συγκεντρώσει, λένε, «τεράστια πείρα άνω των 100 χρόνων», αλλά γι’ αυτά τα 100 και παραπάνω χρόνια, βλέπουμε τι είδους συμπεράσματα για την ιστορία του διεθνούς και του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος έχουν να παρουσιάσουν.
Το ΚΚΕ, λένε οι Θέσεις τους για το 21ο συνέδριο, στα χρόνια που μεσολάβησαν ύστερα από τις «αντεπαναστατικές ανατροπές», έδωσε μάχη «για πρώτη φορά» από την ίδρυσή του «στηριζόμενο στις δικές του δυνάμεις», για να διατηρήσει την «κομμουνιστική ταυτότητα», να ανασυνταχθεί κλπ και να αναπτυχθεί. Αλλά μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να συνδυάσει ολοκληρωμένα την επίμονη προσπάθεια «για αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος» με τη «βαθιά μελέτη» ζητημάτων καθοδήγησης και «ποιότητας δεσμών» του κόμματος με τις εργατικές – λαϊκές μάζες! Παρά τις δολιχοδρομίες και τα επιτηδευμένα κορακίστικα, αυτά μπορεί να σημαίνουν μόνο ότι η βαθιά μελέτη τους δεν είναι και τόσο βαθιά αλλά επιφανειακή και ρηχή και ότι η επίμονη προσπάθεια να σκεπάσουν με τις επινοήσεις τους την ιστορία προσκρούει σε κάθε βήμα στα ιστορικά γεγονότα, που αποδεικνύονται πολύ πιο επίμονα, πεισματάρικα και ανθεκτικά απέναντι σε κάθε προσπάθεια παραχάραξης και διαστρέβλωσης.
Η προσπάθεια που κάνουν «για αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος» υποδηλώνει βέβαια πως προηγούμενα ο χαρακτήρας αυτός ήταν ελλειμματικός. Στηριγμένοι, ύστερα απ’ τις «αντεπαναστατικές ανατροπές», αναγκαστικά πλέον «στις δικές τους δυνάμεις», τι είδους «αποκατάσταση» κάνουν;
Στο παρελθόν χλεύαζαν και αντέκρουαν «διεθνιστικά» το κάλεσμα του Μάο Τσετούνγκ «να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις»!
Η τωρινή «αποκατάσταση», από το ύψος της αυθεντίας τού «Δοκιμίου» τους, χλευάζει την Ιστορία και αντικρούει αναδρομικά τη γραμμή όλου του διεθνούς (μαζί και του ελληνικού) κομμουνιστικού κινήματος από καταβολής της ίδρυσής του.
Διορθώνουν ακόμα και τον Λένιν. Απορρίπτουν από αντιλενινιστικές θέσεις τη γενική γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το Πρόγραμμα του 6ου Συνεδρίου της ΚΔ το 1928, τις ιστορικές Αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου το 1935, τη γραμμή για τα λαϊκά και αντιφασιστικά μέτωπα. Θεωρούν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (και αντίστοιχα τον ελληνο-ιταλικό) «ιμπεριαλιστικό» κι από τις δύο πλευρές και απορρίπτουν τη θέση του Στάλιν για το χαρακτήρα του πολέμου. Αποδοκιμάζουν την απόφαση αυτοδιάλυσης της ΚΔ και την αναγορεύουν όχι σε παράγοντα που συνέβαλε στη Νίκη και τελικά στην εγκαθίδρυση του σοσιαλιστικού συστήματος, αλλά σε παράγοντα που συνέβαλε στην «ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος» στην Ευρώπη. Παραποιούν κι απορρίπτουν αναδρομικά σαν αγώνες «κάτω από ξένη σημαία» όλους στην ουσία τους αγώνες των κομμουνιστών και του ελληνικού λαού για την εθνική ανεξαρτησία, αδυνατώντας να δουν ότι αυτοί οι αγώνες -αναπόσπαστα συνδεδεμένοι με τους αγώνες ενάντια στην πλουτοκρατική ολιγαρχία, τις αλυσίδες της εξάρτησης και τη διπλή, από ντόπιους και ξένους, εκμετάλλευση και καταπίεση- εκτόξευσαν το καθοδηγητικό κύρος και τη μαζική επιρροή του Κόμματος στο παρελθόν και δημιούργησαν ακατάλυτη «ποιότητα δεσμών» του κόμματος με τις εργατικές – λαϊκές μάζες, που οι απηχήσεις τους φτάνουν ως τις μέρες μας.
Ας μη παραπονιούνται λοιπόν πως οι Θέσεις τους, όπως οι ίδιοι διαπιστώνουν, «δεν κατανοούνται ως ρεαλιστικές» ακόμα και από «ένα μέρος των εργαζομένων παρόλο που συμμετέχει και αναγνωρίζει τη δράση του Κόμματος».
Η «αποκατάσταση» που κάνουν δεν είναι τίποτε άλλο παρά να προσπαθούν να αναιρέσουν και να ανασκευάζουν οππορτουνιστικά ό,τι στην πραγματικότητα πολύτιμο και θετικό σφράγισε άλλοτε με το επαναστατικό πνεύμα του την πολιτική γραμμή και δράση του ΚΚΕ.
Σύμφωνα με τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ: «Σ’ αυτές τις συνθήκες συνολικά αποδεικνύεται πολύ πιο σύνθετο και απαιτητικό από το προβλεπόμενο το καθήκον που καθόρισε το 20ό Συνέδριο ως το «ολόπλευρο ατσάλωμα» του Κόμματος και της ΚΝΕ».
Το καθήκον για «ολόπλευρο ατσάλωμα» (ή αλλιώς «ισχυροποιούμε το ΚΚΕ για δυνατό εργατικό κίνημα» – οικοδομώντας κομματικές οργανώσεις παντός καιρού» και γενικά οικοδομώντας «κόμμα παντός καιρού», όπως το ονόμασαν), το τόνισαν ήδη στο 20ό συνέδριό τους, αποδείχτηκε βαρύτερο απ’ όσο το πρόβλεπαν και το αναπαράγουν τώρα λίγο-λίγο πανομοιότυπα και στο 21ο. Οι συζητήσεις, λένε, με σκοπό να ανυψωθεί το ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο στις γραμμές τους και να «ατσαλωθούν» δεν συνιστούν «χάσιμο χρόνου» αλλά διαδικασία «εξάλειψης συγχύσεων». Φαίνεται πως κάποιοι συγχυσμένοι τις θεωρούν «χάσιμο χρόνου», χωρίς αντίκρυσμα, κενολογίες δηλαδή. Θα δούμε παρακάτω αν με τις Θέσεις τους εξαλείφουν τις συγχύσεις ή αν αντίθετα τις επιτείνουν και τις επιβεβαιώνουν ως ένα μόνιμο και αθεράπευτο συστατικό της γραμμής τους.
Ας δούμε μερικά σχετικά δείγματα που προσφέρουν οι Θέσεις τους:
«Η καθοδήγηση και δράση ξεκινούν από τη στρατηγική. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται εξειδίκευση της στρατηγικής σε κάθε φάση, στον καθημερινό αγώνα, όπως σε μεγάλο βαθμό το κάναμε πετυχημένα την περίοδο της προηγούμενης καπιταλιστικής κρίσης, κατά τη φάση της ασθενικής ανάκαμψης της οικονομίας και σήμερα με τη νέα κρίση που επιτάχυνε και επιδείνωσε η πανδημία του κορονοϊού».
Κατά τα λεγόμενά τους έκαναν εξειδίκευση σε μεγάλο βαθμό πετυχημένα την περίοδο της προηγούμενης καπιταλιστικής κρίσης (δηλαδή την περίοδο των πρώτων μνημονιακών χρόνων) και ομοίως πετυχημένα κατά τη φάση της ασθενικής ανάκαμψης και τώρα της νέας κρίσης που επιδείνωσε η πανδημία!
Πόσο πετυχημένα τα «εξειδίκευσαν» όλα αυτά, το μαρτυρά (στο ίδιο κείμενο) η θέση τους, σύμφωνα με την οποία πρέπει να απαλλαγούν από «γνωστές αδυναμίες» όπως:
«…άλλοτε να συνδέουμε τεχνητά τα αιτήματα της καθημερινής πάλης με την προοπτική, καταλήγοντας μ’ ένα σύνθημα «για την εργατική εξουσία», και άλλοτε άθελά μας, να καλλιεργούμε αντιλήψεις ότι μπορεί να υπάρξουν και λύσεις – νησίδες σοσιαλιστικές μέσα στον καπιταλισμό, ζήτημα που οδηγεί στην επιλογή κάποιου κυβερνητικού δήθεν μικρότερου κακού, για την απόσπαση κάποιων πρόσκαιρων μέτρων…».
Τελικά τι πρέπει να καταλάβουμε; Σε μεγάλο βαθμό πετυχημένες ήταν οι διάφορες «εξειδικεύσεις»της στρατηγικής τους σε κάθε φάση ή αντίθετα ήταν οικτρά αποτυχημένες, λαθεμένες και επιζήμιες, άλλοτε συνδέοντας τεχνητά τα αιτήματα της καθημερινής πάλης με την «προοπτική» και καταλήγοντας (να τα υποκαθιστούν) με ένα σύνθημα για την «εργατική εξουσία», και άλλοτε καλλιεργώντας αντιλήψεις για «λύσεις – νησίδες σοσιαλιστικές» μέσα στον καπιταλισμό;
Ας παραθέσουμε ορισμένα ακόμα δείγματα από τις Θέσεις τους:
«Η ιδεολογική ενότητα στο Κόμμα είναι κατακτημένη σήμερα περισσότερο από κάθε προηγούμενη περίοδο, όμως δεν πρέπει να εφησυχάζουμε.
Να μην ξεχνάμε ότι αυτό εκτιμούσαμε και άλλες φορές και σε διάφορες φάσεις, όμως αυτό που επιβεβαιώθηκε είναι η εκτίμηση ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένας εφησυχασμός».
Μπορεί κανείς να πάρει πράγματι στα σοβαρά τα περί «ιδεολογικής ενότητας» που είναι κατακτημένη περισσότερο από κάθε άλλη προηγούμενη περίοδο, όταν την ίδια στιγμή οι ίδιες οι Θέσεις τους διαπιστώνουν ότι τα ίδια εκτιμούσαν και άλλες φορές και σε διάφορες φάσεις; Πράγματι, τι μένει ύστερα από τις εξισώσεις και προσθαφαιρέσεις τους για την «ιδεολογική ενότητα» και για τους «εφησυχασμούς» εξόν από ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό;
Οι θέσεις τους τονίζουν την «καθοριστική σημασία» της ιδεολογικής – μορφωτικής κλπ δουλειάς, αλλά διαβάζουμε επίσης ότι για τη δουλειά αυτή και την «αξιοποίησή της στην τρέχουσα πολιτική δράση» υπάρχει πρόβλημα. Και ότι:
«Στην ουσία, το πρόβλημα αυτό αφορά τις καθοδηγητικές μας αδυναμίες στο να μπαίνουν στη ζωή συγκεκριμένα και να διαδίδονται οι επεξεργασίες μας, το Πρόγραμμά μας, η στρατηγική μας… Ως ένα μεγάλο βαθμό, η καθοδηγητική δουλειά από πάνω μέχρι κάτω δεν βελτιώθηκε και δεν αντιστοιχήθηκε με τις στρατηγικές μας επεξεργασίες».
Ώστε λοιπόν, όχι σε επιμέρους τομείς αλλά γενικά στο «καθοριστικής σημασίας» ζήτημα της ιδεολογικής δουλειάς τους, ως ένα μεγάλο βαθμό η καθοδηγητική δουλειά από πάνω μέχρι κάτω δεν αντιστοιχήθηκε με τις στρατηγικές τους επεξεργασίες!
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι πως, μ’ αυτά που διακινούν οι θέσεις τους, δεν είναι δυνατό και δεν μπορούν «να εξαλείψουν τις συγχύσεις». Αντίθετα οι αλληλογρονθοκοπούμενες αυτές θέσεις, άλλοτε δηλαδή (με άλλα λόγια) «αριστερές» και σεκταριστικές και άλλοτε ανοιχτά δεξιές-ρεφορμιστικές που εκδηλώνονται «ως ένα μεγάλο βαθμό» γενικά στην καθοδηγητική τους δουλειά από πάνω μέχρι κάτω, είναι οι ίδιες ακριβώς που καλλιεργούν τη σύγχυση και αναπαράγουν συνεπώς (άθελά τους;) τα ίδια αδιέξοδα της γραμμής τους κι όταν ο καιρός είναι ζεστός κι όταν είναι κρύος.
Στην ουσία οι θέσεις τους επιβεβαιώνουν ότι η καλλιέργεια κοινοβουλευτικών αυταπατών, τυπικό γνώρισμα της οππορτουνιστικής-ρεβιζιονιστικής πολιτικής, εξακολουθεί αδιάλειπτα να διαποτίζει το ΚΚΕ και σήμερα. Η ηγεσία του ΚΚΕ διαιωνίζει ανοιχτά ή λαθραία «τη λογική της αστικής διαχείρισης» και τις ψευδαισθήσεις για «σοσιαλισμούς» εντός του καπιταλισμού. Την ίδια στιγμή, σαν «αριστερό» υποκατάστατο και σαν αποπληρωμή για τα δεξιά αμαρτήματα του παρελθόντος, εξακολουθούν να προβάλλουν σε πρώτο πλάνο τις απαράλλακτα επιζήμιες θεωρίες του τροτσκισμού, κανοναρχώντας την «υπερπήδηση» του παρόντος και καταλήγοντας σε αυτοπεριχαράκωση και απόσπαση από τις πλατιές λαϊκές μάζες. Φαντάζονται ότι μπορούν να εκφράσουν «πρωτοποριακά» τις ανάγκες τους, συνδυάζοντας στη δράση τους με διαφορετική δοσολογία τον μικροαστικό ριζοσπαστισμό και τον μικροαστικό φιλελευθερισμό. Με εντυπωσιοθηρικά σόου και διάφορες θορυβώδεις παραστάσεις, που επιτείνουν στην ουσία την απομαζικοποίηση και αποτελούν αυθεντική «λογική της ανάθεσης» (από τους ίδιους στον εαυτό τους και στον περίγυρό τους) ενώ την ίδια στιγμή καλλιεργούν και διαδίδουν την ηττοπαθή ψευτοεπαναστατική ιδέα τους ότι οι λαϊκοί αγώνες δεν μπορούν να πετύχουν άξιες λόγου κατακτήσεις σήμερα.
Οι Θέσεις τους επιμένουν να μουρμουρίζουν αποκαρδιωτικά ότι: «εξακολουθεί να κυριαρχεί μαζικά στους εργαζόμενους, σε λαϊκά στρώματα, η λογική της «ανάθεσης», της μοιρολατρίας και του φόβου και όχι της άμεσης δικής τους συμμετοχής στο κίνημα».
Δεν βλέπουμε ωστόσο, προς το παρόν τουλάχιστον, να ελεεινολογούν άμεσα τον κόσμο και να αποδίδουν τις δικές τους ευθύνες στις λαϊκές μάζες που δεν αγωνίζονται και δεν …«διορθώνουν την ψήφο» τους(!) όσο κι αν υποδόρια αυτή η ιδέα εξακολουθεί να διαχέεται και να κυκλοφορεί στις γραμμές τους. Επαναλαμβάνουν τις «διευκρινίσεις» τους για το τι είναι και τι δεν είναι το ΠΑΜΕ και ποιος είναι ο ρόλος και η σχέση του με τα «ταξικά» συνδικάτα (που ελέγχει) και εκείνα που δεν ελέγχει και αν μπορεί να δώσει η ταξική πάλη κάποιες κατακτήσεις πάνω σε άμεσες λαϊκές διεκδικήσεις και αιτήματα.
Παραμένουν νωπές ακόμα οι διακηρύξεις τους πως πλέον «έχει περάσει» ο καιρός που μπορούσε στον καπιταλισμό να υπάρχουν δικαιώματα και κατακτήσεις(!) πως στα χρόνια που ζούμε οι λαϊκοί αγώνες δεν μπορούν να έχουν αποτελέσματα. Οι τωρινές θέσεις τους κάνουν πράγματι προσπάθειες κάποιας επιδιόρθωσης στην επιδερμίδα, αλλά τα υπόλοιπα τ’ αφήνουν αδιόρθωτα ως το μεδούλι:
«Πρέπει να συνειδητοποιηθεί συνολικά ότι έχει ειδικές απαιτήσεις η πάλη μέσα στον καπιταλισμό και μάλιστα σε συνθήκες συνολικής αντεπανάστασης και υποχώρησης του κινήματος, όπου δεν είναι ρεαλιστικό να ανατραπούν οι στρατηγικές επιλογές του καπιταλισμού χωρίς να έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις επαναστατικής κατάστασης.
Ταυτόχρονα, χωρίς μοιρολατρία, οφείλουμε να δείχνουμε ότι η ορμητική άνοδος της ταξικής πάλης μπορεί να φέρει σε δυσκολία το σύστημα, άρα το εργατικό κίνημα να καθυστερεί ή να αποτρέπει αντιλαϊκές επιλογές, να κερδίζει και κάτι, ως μικρό βήμα για την άνοδο της ταξικής πάλης, μέχρι τη συνολικότερη αντεπίθεση. Η στρατηγική μας, συνεπώς, αφορά και την καθημερινότητα, την πάλη για διάφορα άμεσα ζητήματα…».
Όπως καταλαβαίνει κανείς από τα παραπάνω, όταν έχουμε ορμητική άνοδο της ταξικής πάλης, το εργατικό κίνημα μπορεί να κερδίζει και «κάτι»(!) ως μικρό βήμα για την άνοδο της ταξικής πάλης, «μέχρι τη συνολικότερη αντεπίθεση». Συνεπώς η «στρατηγική» αφορά και την καθημερινότητα(!), την πάλη δηλαδή -όπως εξηγούν στη συνέχεια- «για διάφορα άμεσα ζητήματα, έχοντας θέσει τις καθοδηγητικές μας απαιτήσεις σε αυτά».
Προς το παρόν βέβαια παρατηρούν απολογιστικά ότι, στην περίοδο που διανύουμε, στο συνδικαλιστικό κίνημα «δημιουργούνται κάποιες προϋποθέσεις ανόδου του κινήματος, αλλά και κίνδυνοι μεγαλύτερου από ό,τι μέχρι σήμερα συνολικού πισωγυρίσματος»! Είναι αλήθεια πώς πράγματι «κάτι» προσπαθούν να αλλάξουν…
Αλλά πελαγοδρομώντας με πυξίδα αδιόρθωτη στα νερά της ίδιας αδιέξοδης πολιτικής, ζήτημα είναι αν μπορούν να αποφύγουν ένα νέο ναυάγιο, όπως κατά μία έκφραση του Λένιν: «ένας άνθρωπος δεν μπορεί να σηκώσει ο ίδιος τον εαυτό του τραβώντας τον απ’ τα μαλλιά».