“Η Ιστορία έγραψε ότι επί των ημερών της Νέας Δημοκρατίας άνοιξε ο δρόμος για τη δίκη της Χρυσής Αυγής”. Με τη φράση αυτή, ανάμεσα σε πολλά άλλα, επέλεξε ο πρωθυπουργός να σχολιάσει το αποτέλεσμα της δίκης της Χρυσής Αυγής. Σε αντίστοιχες δηλώσεις και σχόλια προχώρησαν σε διάφορες φάσεις μετά τη δίκη τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και μια σειρά κοινοβουλευτικά και κυβερνητικά στελέχη της ΝΔ. Αναμφίβολα, για μια παράταξη που καμώνεται πως μιλάει “για όλους τους Έλληνες” και πως υπερασπίζεται την “εθνική ενότητα και ομοψυχία”, η εμμονική σχεδόν αναφορά πως η ΝΔ “τελείωσε” τη Χρυσή Αυγή, αποτελεί το λιγότερο απόδειξη πως η δικαιοσύνη δε λειτουργεί “ανεξάρτητα” και “αμερόληπτα”. Από την άλλη, αποτελεί πρόκληση για το σύνολο του ελληνικού λαού να λέγεται ανερυθρίαστα πως η ΝΔ, η παράταξη της δεξιάς, “είχε καθοριστικό ρόλο στο να κλείσει το κεφάλαιο Χρυσή Αυγή”.
Αποτελεί πρόκληση και προσβολή απέναντι στα δημοκρατικά αισθήματα του λαού μας η προσπάθεια της ΝΔ να καρπωθεί και να καπηλευτεί την απόφαση για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και να την παρουσιάσει ως δική της επιτυχία ενάντια στη φασιστική απειλή. Μαζί με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, το ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και τα δεκανίκια τους, επιχείρησαν να εμφανιστούν ως οι εκφραστές και υπερασπιστές του λεγόμενου “δημοκρατικού τόξου”. Ήταν η αντιδραστική και βάρβαρη αντιλαϊκή πολιτική των μνημονίων, που επέβαλαν ΝΔ – ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ – ΣΥΡΙΖΑ,η οποία έστρωσε το έδαφος, επώασε το αυγό του φιδιού και θέριεψε το νεοναζιστικό τέρας, προσφέροντας ανοχή και στήριξη στην εγκληματική και τρομοκρατική δράση της ΧΑ τα προηγούμενα χρόνια.
Αποτελεί πρόκληση γιατί ήταν η Νέα Δημοκρατία που, τόσο αυτόνομα, όσο και σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και το ακροδεξιό ΛΑΟΣ στην αρχή και με τη ΔΗΜΑΡ μετά, εφάρμοσαν την αντιλαϊκή πολιτική των μνημονίων, η οποία έστρωσε το έδαφος για την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Και έστρωσε το έδαφος αυτό με την απότομη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, με το βίαιο πετσόκομμα μισθών και συντάξεων, με τη συρρίκνωση των λαϊκών εισοδημάτων, με το χτύπημα στην κοινωνική ασφάλιση και με όλα τα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα που απέρρεαν από την πολιτική των μνημονίων. Γιατί μόνο σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης θα μπορούσε να δυναμώσει μία τέτοια αντιδραστική φασιστική φωνή όπως της Χρυσής Αυγής, για να αποτελέσει ανάχωμα στη λαϊκή αγανάκτηση, ένα ανώδυνο κανάλι για να μη συναντηθεί με τις ιδέες και τα οράματα της αριστεράς, με το οργανωμένο εργατικό-λαϊκό κίνημα.
Από την άποψη αυτή, η Νέα Δημοκρατία, που τώρα υποτίθεται πως “πρωτοστατεί” στον αγώνα κατά του φασισμού, όχι μόνο δεν καταπολέμησε, αλλά ιδιαίτερα στην πρώτη φάση ευνόησε την άνοδο της Χρυσής Αυγής, ακριβώς για να χτυπήσει το λαϊκό κίνημα. Και αν η κυβέρνηση Σαμαρά πήγε την υπόθεση στη δικαιοσύνη, αυτό δεν το έκανε καθόλου γιατί είχε αγνά αντιφασιστικά και δημοκρατικά αισθήματα, αλλά αναγκάστηκε να το κάνει κάτω από την πίεση του λαϊκού αντιφαστιστικού κινήματος που απαιτούσε την παραδειγματική τιμωρία των δολοφόνων νεοναζί. Άλλωστε οι συνομιλίες του Μπαλτάκου -δεξιού χεριού του Σαμαρά- με τα στελέχη της Χ.Α., τα ευνοϊκά σχόλια για τους φασίστες και οι χαριεντισμοί στελεχών της ΝΔ με τους χρυσαυγίτες πιστοποιούν ποια πραγματικά ήταν η στάση της ΝΔ απέναντι στη Χρυσή Αυγή.
Η αντιπροσφυγική πολιτική της ΝΔ με το κλείσιμο των προσφύγων στα άθλια στρατόπεδα συγκέντρωσης, με το πνίξιμό τους στο Αιγαίο, με τις ρατσιστικές “επιχειρήσεις-σκούπα” της ΕΛΑΣ στην Αθήνα, με την αντιμεταναστευτική ρητορεία στα ΜΜΕ, ήταν που φούσκωσαν τα πανιά της Χρυσής Αυγής. Ακόμα, δεν μπορεί να ξεχάσει κανείς την αντικομμουνιστική και αντιαριστερή υστερία της κυβέρνησης Σαμαρά, τη θεωρία των δύο άκρων, που τώρα την ανασύρουν ξανά από τα σκονισμένα συρτάρια της αντιλαϊκής τους προπαγάνδας. Αλλά και το κλίμα τρομοκρατίας, την καταστολή των διαδηλώσεων και όλων των λαϊκών κινητοποιήσεων, που δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα φόβου κι τρόμου που χρειαζόταν η Χρυσή Αυγή. Η ΝΔ του Βορίδη (πρώην αρχηγού -μετά το Μιχαλολιάκο- της νεολαίας της ΕΠΕΝ, κόμματος που είχε ιδρύσει ο δικτάτορας Παπαδόπουλος από τη φυλακή), του ακροδεξιού Γεωργιάδη και του Πλεύρη (γιου του φασίστα Κώστα Πλεύρη και αρχηγού του φασιστικού κόμματος “4η Αυγούστου”), πάει πολύ να μιλάει για τον αγώνα ενάντια στο φασισμό. Η πολιτική της ΝΔ ήταν που έθρεψε και δυνάμωσε το ναζιστικό μόρφωμα και αυτό το γνωρίζει καλά ο ελληνικός λαός. Όπως επίσης γνωρίζει καλά την ιστορική διαδρομή της δεξιάς παράταξης, το γεγονός πως οι πολιτικοί πρόγονοι της Νέας Δημοκρατίας και της Χρυσής Αυγής ήταν κοινοί, ήταν οι ταγματασφαλίτες και οι συνεργάτες των κατακτητών, ο μοναρχοφασισμός και οι εγκληματικές φασιστικές αντικομμουνιστικές συμμορίες.
Σήμερα, που η κυβέρνηση της ΝΔ του Μητσοτάκη αξιοποιεί τον κορονοϊό για να χτυπήσει εργατολαϊκές κατακτήσεις και δημοκρατικά δικαιώματα δεκαετιών, στην πραγματικότητα καλλιεργεί τις προϋποθέσεις για την επανεμφάνιση και ενίσχυση ενός αντιδραστικού πολιτικού ρεύματος. Τα χημικά και το ξύλο στις συγκεντρώσεις, ο χουντονόμος για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, η αξιοποίηση του κορονοϊού για την απαγόρευση των συναθροίσεων, ακόμη και της κυκλοφορίας, αποτελούν μέτρα που μετατοπίζουν συνολικά το πολιτικό σκηνικό δεξιότερα. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η μετακίνηση της κυρίαρχης πολιτικής ατζέντας και της δημόσιας συζήτησης προς τα δεξιά. Ακόμη και η άγρια αστυνομική καταστολή στο μεγαλειώδες αντιφασιστικό συλλαλητήριο έξω από το Εφετείο, αποδεικνύει το μένος της κυβέρνησης της δεξιάς, τη “σιδηρά πυγμή” που δείχνει απέναντι στους λαϊκούς αγώνες. Καλλιέργεια μαζικού κλίματος φόβου και τρομοϋστερίας με τον κορονοϊό, αντιμεταναστευτικά και ρατσιστικά κηρύγματα με το προσφυγικό, ενίσχυση του μιλιταρισμού και του εθνικισμού με τα ελληνοτουρκικά… Αυτή είναι η πολιτική της ΝΔ, που θρέφει και αναπαράγει καθημερινά την αντίδραση και τον φασισμό.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση της ΝΔ αξιοποίησε τη δίκη της Χρυσής Αυγής για να ανασύρει την αντιδραστική θεωρία των δύο άκρων. Στη δήλωσή του για τη δίκη, ο Μητσοτάκης τόνισε πως “η Νέα Δημοκρατία πολέμησε ανέκαθεν, σταθερά και παντού τον φασισμό. Κατήγγειλε τον λαϊκισμό που τον ανέθρεψε στις πλατείες του τυφλού μίσους και της βίας.” Με τη φράση αυτή, ο Μητσοτάκης θέλησε να ταυτίσει δηλαδή τους λαϊκούς αντιμνημονιακούς αγώνες με τη φασιστική δράση της Χρυσής Αυγής. Ο στόχος φυσικά δεν είναι άλλος από το να καλλιεργηθεί ένα πολιτικό κλίμα στο οποίο η ΝΔ θα διατηρεί την “ενότητα του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας” απέναντι στις “ακραίες” φωνές. Όμως η αλήθεια είναι πως καθόλου δεν είναι έτσι τα πράγματα, καθώς το ένα άκρο εκφράζεται από την πολιτική της ΝΔ. Με ένα κράμα ακροδεξιάς πολιτικής και νεοφιλελεύθερων οικονομικών μέτρων, η ΝΔ στρώνει τον δρόμο σε φωνές όπως του Βελόπουλου, με τον οποίο έχουν συμπλεύσει μέχρι σήμερα σε μια σειρά ζητήματα.
Το μεγάλο πρόβλημα της ΝΔ, το “αγκάθι¨ είναι το άλλο “άκρο”, η αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης είχε πει πως η Χρυσή Αυγή δεν είναι τίποτα, το πρόβλημα είναι η “αριστερή” τρομοκρατία. Δίπλα σε αυτή, δηλώσεις και άρθρα δημοσιογράφων για τη “σοβαρή Χρυσή Αυγή που θα μπορούσε να αποτελέσει κυβερνητική λύση”, για “τη Χρυσή Αυγή στην οποία οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ επειδή μας επιτρέπει να ασχοληθούμε με τη νομιμοποιημένη βία της αριστεράς, αυτό το καρκίνωμα της μεταπολίτευσης”, και πολλές ακόμη που ενίσχυσαν τη θεωρία των δύο άκρων που τώρα επαναφέρουν. Καθόλου τυχαία δεν είναι η ενασχόληση με τη Μαρφίν και η ανέγερση του μνημείου “για τα θύματα του τυφλού μίσους που γεννάει ο διχασμός”. Ακριβώς αυτού του τύπου οι ενέργειες είναι που πιστοποιούν ότι η κυβέρνηση της ΝΔ, αφού “ξεμπέδερδεψε” με το ένα άκρο, το οποίο βέβαια γεννήθηκε μέσα και και κάτω απ’ τις φτερούγες της, τώρα ήρθε η ώρα να “ξεμπερδεύει” και με το άλλο.
Μπροστά στις αναπόφευκτες αντιδράσεις που έχει προκαλέσει, προκαλεί και θα προκαλέσει η βαθιά αντιλαϊκή δεξιά πολιτική που υπηρετεί, η κυβέρνηση της ΝΔ καλλιεργεί τον κοινωνικό αυτοματισμό και προσπαθεί να χτίσει ένα αντιδημοκρατικό κλίμα “νόμου και τάξης” για να περιορίσει και να καταστείλει του λαϊκούς αγώνες και την εξάπλωση των αριστερών και κομμουνιστικών ιδεών.
Με την τρομοκρατία και τον αντικομμουνισμό, με την καταστολή και το φόβο, όμως, δεν πρόκειται να καταλαγιάσει η λαϊκή οργή. Κανένα κλίμα πολιτικής σταθερότητας δεν μπορεί να στηριχτεί πάνω στις πλάτες ενός λαού που χτυπιέται καθημερινά με αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα.
Στη βάση αυτή, η τάση της λαϊκής αμφισβήτησης συνεχώς θα δυναμώνει και θα ενισχύεται. Θυμίζουμε, λοιπόν, στους όψιμους “αντιφασίστες” της ΝΔ πως, όπου υπάρχει καταπίεση, γεννιέται καθημερινά η αντίσταση…