Ο Σολ Νάζερμαν, Γερμανοεβραίος μετανάστης στη μεταπολεμική Αμερική, βιοπορίζεται ως ενεχυροδανειστής στο Μπρούκλιν της 10ετίας του ’60, πραγματοποιώντας σημαντικά έσοδα δια του ξεπλύματος των σκοτεινών δραστηριοτήτων ενός μαύρου γκάγκστερ του γκέτο.
Ο κυνισμός κι η ανυποχώρητη μισανθρωπία του, εδράζονται στη νωπή πάντα μνήμη του Άουσβιτς – όπου έχει χάσει τα παιδιά του, γινόμενος παράλληλα μάρτυρας της βίαιης εκπόρνευσης της γυναίκας του, και στην ενοχή του για το γεγονός ότι ο ίδιος, έχει βγει από κει ζωντανός.
Παρά τη συστηματικά καλλιεργούμενη αδιαφορία του για τα μικρά και μεγάλα δράματα των κοινωνικά απόβλητων που παρελαύνουν καθημερινά από το ενεχυροδανειστήριό του, η αδιόρατη, συστηματική ωστόσο επίδραση μιας μοναχικής χήρας σε αναζήτηση ανθρώπινης επαφής, αλλά και του φλογερού Λατίνου υπαλλήλου του, κυοφορούν ανατροπές.

Οι επανεκδόσεις κλασικών κινηματογραφικών δημιουργιών, είναι πολύτιμες για κάμποσους λόγους. Εν πρώτοις, γιατί μια μεγάλη ταινία δεν χάνει ποτέ το εκτόπισμά της, πολύ περισσότερο αν θίγει διαχρονικά κοινωνικά ζητήματα, αν είναι βαθύτερα πολιτική. Και μια επανέκδοσή της μετά από κάποιες δεκαετίες, μας δίνει τη δυνατότητα ν’ αξιολογήσουμε την αντοχή της στο χρόνο, και να κρίνουμε ωριμότερα το περιεχόμενό της. Αλλά και κάτι ακόμα, όχι απαραίτητα μικρότερης σημασίας: Οι αναπόφευκτες συγκρίσεις με αντίστοιχου περιεχομένου σημερινές δημιουργίες, όπου κατά κανόνα παρεμβάλλονται τελευταίας τεχνολογίας μέσα και βοηθήματα, αποκαλύπτουν σχεδόν πάντα ότι η μεγάλη Τέχνη, δεν έχει ανάγκη από εξωραϊστικά τερτίπια για ν’ απασχολήσει τη σκέψη, να συγκινήσει και να επηρεάσει, ευτυχώς για όλους· πριν απ’ όλα για τους αποδέκτες της.

Ο Σίντνεϊ Λιούμετ, συγκαταλέγεται μεταξύ των πρωτοπόρων αμερικανών δημιουργών της 10ετίας του ’70, όταν η επίδραση της αντιμακαρθικής ηχούς, όπως και του αντιπολεμικού και σε δεύτερο πλάνο αντισυστημικού κινήματος των αμερικάνικων πανεπιστημίων του ’68, καρποφορεί με εντυπωσιακά αποτελέσματα στον τομέα του κινηματογράφου.
Στον “Ενεχυροδανειστή”, τη δεύ­­τερη μόλις ταινία του μετά το αξιοσημείωτο ντεμπούτο του στους ‘12 Ενόρκους’, ο εβραϊκής καταγωγής Λιούμετ, θέτει επί τάπητος το Ολοκαύτωμα, συνδέοντάς το με δημιουργική τόλμη με τα κοινωνικά ζητήματα που φλέγουν την μεταπολεμική Αμερική των εντεινόμενων ανισοτήτων.

Ο Λιούμετ καταφέρνει να μετατοπίσει πειστικά τον τόνο από το υπαρξιακό πεδίο στο κοινωνικό, υπογραμμίζοντας το κυρίαρχο κατ’ αυτόν ζήτημα: την καθοριστική διάσταση της συνύπαρξης, την προτεραιότητα του συλλογικού έναντι του ατομικού.
Ο Νάζερμαν έχει επιλέξει την αποχώρηση από τον κόσμο των ζωντανών, η κοινωνική πραγματικότητα ωστόσο επιβάλλεται ερήμην του, υποχρεώνοντάς τον να αντιμετωπίσει τη ζωή του και τη ζωή, ως μέρος ενός πάσχοντος συνόλου.
Με μια νευρική, αεικίνητη κά­μερα που ζουμάρει όταν και όσο πρέπει στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών του, ο Λιούμετ κινηματογραφεί με τον ίδιο ρεαλισμό κι ενδιαφέρον τη μεταμεσονύκτια ζω­ή στα ‘καταγώγια’ της τζαζ, και τον φρενήρη, ισοπεδωτικό συχνά ρυθμό των δρόμων της αμερικάνικης καπιταλιστικής μη­τρόπολης, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις μεγάλες πολιτικές ταινίες του της 10ετίας του ’70:

‘Σέρπικο’ (1973), με την αξέχαστη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ‘Σκυλίσια μέρα’ (1975) με τον Αλ Πατσίνο σ’ έναν από τους συνταρακτικότερους ρό­λους της καριέρας του, ‘Δίκτυο’ (1976), την πιο ρηξικέλευθη ως σήμερα κινηματογραφική επισκόπηση του κόσμου της τηλεόρασης και των μίντια.
Σε παλιότερη συνέντευξή του, είχε να πει κάμποσα για τον Μίκη και τη συνεργασία τους στο ‘Σέρπικο’: «Έχω μεγάλη αγάπη για αυτόν. Είναι σαγηνευτικός άνθρωπος […], κι αγαπούσε πολύ τις ταινίες. […] Εγώ δεν ήθελα μουσική στην ταινία μου. Ο Ντίνο (Ντε Λαουρέντις, παραγωγός) ήταν αυτός που ήθελε μουσική, και ήξερα πως αν δεν έκανα κάτι γι’ αυτό, θα την πήγαινε στην Ιταλία να τη δώσει στον Νίνο Ρότα για να γράψει μουσική-χαλί. Βρέθηκα κατά τύχη μπρος στο γεγονός ότι ένας υπέροχος συνθέτης ονόματι (Μίκης) Θεοδωράκης, ένας Έλληνας συνθέτης, είχε μόλις βγει από τη φυλακή […] Βρεθήκαμε στο Παρίσι, 24 ώρες αφότου είχε αποφυλακιστεί, και του είπα την αλήθεια: “Μίκη πιστεύω πως η ταινία δεν χρειάζεται μουσική αλλά τρομοκρατούμαι στην ιδέα πως αν δεν βάλω θα το κάνει ο Ντίνο.” […] Είδαμε μαζί την ταινία και μου είπε: “Έχεις δίκιο, δεν χρειάζεται να βάλεις μουσική…, αλλά…” (και πειράζαμε ο ένας τον άλλον, ήταν γοητευτικός). Έβγαλε από την τσέπη του μια κασέτα και είπε “πριν κάμποσα χρόνια έγραψα αυτό· πιστεύω πως θα ταιριάζει τέλεια στην ταινία”. […] Αλλά επειδή θα έφευγε σε μια περιοδεία με την μπάντα του, αναθέσαμε στον Μπομπ Τζέιμς την ενορχήστρωση, και ο Ντίνο πήγαινε στον Μίκη και του έπαιζε τη μουσική για να κάνει τις διορθώσεις. […] Και όπως γνωρίζετε, σε όλη την ταινία υπάρχουν περίπου 14 λεπτά μουσική».
Από τα σημαντικά ατού της ταινίας, η ατμοσφαιρική μουσική – όχι του Μίκη εδώ, αλλά του Κουίνσι Τζόουνς.

Θέμις