Από τη στιγμή που κατατέθηκε προς διαβούλευση το νέο αντεργατικό νομοσχέδιο, αλλά και σε όλη τη διαδικασία προς την ψήφισή του, ο αρμόδιος υπουργός απαντούσε σε σχετικές ερωτήσεις και προέβαινε σε δηλώσεις, άλλοτε εμπαίζοντας τους εργαζόμενους πως τάχα νοιάζεται για την προστασία των δικαιωμάτων τους και άλλοτε με ξέχειλη ωμότητα και κυνισμό ως προς το ποιοι τελικά ωφελούνται από τις διατάξεις του και ποιους τελικά προστατεύει. Δεν υπήρχε αναφορά του στο νομοσχέδιο, που να μη συνοδεύεται από τη φράση: «οι νέες ρυθμίσεις ενδυναμώνουν τη θέση του εργαζομένου, χωρίς όμως να βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.»
Υπερασπιζόμενος το νομοσχέδιό του, ο υπουργός ομολόγησε με έναν άκρατο κυνισμό πως «το νομοσχέδιο αυτό θέλει να αποτυπώσουμε σε χαρτί, πράγματα που ήδη ισχύουν προ πολλού στην αγορά εργασίας και τα οποία μέχρι τώρα γινόντουσαν παράνομα, οδηγώντας τον κόσμο σε “μαύρη” εργασία, στην “μαύρη” οικονομία και την Πολιτεία να κλείνει τα μάτια και να κάνουμε ότι δεν τα βλέπει». Δηλαδή, η εκμετάλλευση των εργαζομένων μέσα από σκληρότερες σχέσεις εργασίας, αν μέχρι τώρα ήταν παράνομες και μη αποδεκτές από την εργατική νομοθεσία τώρα πλέον θα τις κάνει αποδεκτές και θα γίνουν νόμος!
Ο Γεωργιάδης εμφανίστηκε με την προκλητική αλαζονεία που τον χαρακτηρίζει και στη Βουλή κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου από την αρμόδια επιτροπή. Εκεί λοιπόν χωρίς περιστροφές και επικοινωνιακά τερτίπια δήλωσε πως το «νομοσχέδιο δεν συμφωνεί με τον κομμουνισμό», εξηγώντας ότι «βρισκόμαστε σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς», ξεκαθαρίζοντας όσο πιο ωμά ότι μέλημα της κυβέρνησής του δεν είναι η στήριξη των εργαζομένων αλλά των επενδυτών, των μεγαλο-εργοδοτών και των κερδών τους.
Ενώ σε άλλο σημείο μιλώντας για το άρθρο 31, το οποίο προβλέπει ποινές φυλάκισης σε όποιον περιφρουρεί την απεργία απέναντι στην απεργοσπασία, ξεκαθάρισε αναφερόμενους σε απεργιακούς αγώνες, ότι αν δεν χτυπούσαν οι δυνάμεις καταστολής τις απεργίες, «οι επενδυτές θα τα είχαν μαζέψει και θα είχαν φύγει» γι’αυτό «όποιος κλείνει την είσοδο, θα πηγαίνει αυτόφωρο και στον εισαγγελέα»!
Ο Γεωργιάδης δεν παρέλειψε να εκμεταλλευτεί και την απουσία αντιδράσεων των συνδικάτων, για μεγάλο διάστημα, ως επιχείρημα αποδοχής του νομοσχεδίου του. Αξιοποιώντας το ότι η ηγεσία της ΓΣΕΕ, εδώ και δύο μήνες που έχει ανοίξει η συζήτηση, δεν έχει βγάλει ούτε μια ανακοίνωση καταγγελίας, παρά μόνο συμμετέχει στον “διάλογο” και στη διαβούλευση του νομοσχεδίου, εντοπίζοντας μάλιστα θετικά σημεία, φούσκωσε ακόμη περισσότερο τα πανιά της κυβέρνησης και του ίδιου του Γεωργιάδη, που με ύπουλη διαστροφή των πραγμάτων έσπευσε να εμφανίσει παραπλανητικά την υποταγή των συνδικαλιστικών ηγεσιών στο έκτρωμά του σαν “γεγονός ότι δεν εξεγείρονται εργαζόμενοι και το υποστηρίζουν”….