Ηχηρή απάντηση έδωσαν οι εργαζόμενοι στη ΛΑΡΚΟ με τη μαζική συγκέντρωση στην πύλη του εργοστασίου, την Κυριακή 13 Φλεβάρη, απέναντι στα αντεργατικά σχέδια της κυβέρνησης. Είχε προηγηθεί η 24ωρη απεργία στις 10 Φλεβάρη και η συγκέντρωση στο υπουργείο Οικονομικών, όπου συναντήθηκαν με τον Σταϊκούρα και στελέχη της διαχείρισης, χωρίς να πάρουν δεσμεύσεις για τη διασφάλιση της εργασίας τους. Ήδη έχουν προκηρύξει νέα 24ωρη απεργία για τις 26 Φλεβάρη και συλλαλητήριο στο Σύνταγμα στις 12 το μεσημέρι.
Οι εργαζόμενοι διατρανώνουν την αποφασιστικότητά τους να αποτρέψουν τις απολύσεις όλων τους, που προγράφει η κυβέρνηση της ΝΔ και στο ξεσπίτωμά τους από τα σπίτια του οικισμού. Σκοπός των κυβερνητικών μεθοδεύσεων είναι να παραδοθεί η ΛΑΡΚΟ στους «επενδυτές» απαλλαγμένη από τα «βαρίδια», όπως θεωρούνται οι εργαζόμενοι, ώστε να έχουν τα χέρια λυμένα για τη ληστρική εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, χωρίς δεσμεύσεις.
Σε ό,τι αφορά το εργοστάσιο της Λάρυμνας στο οποίο απασχολούνται οι περισσότεροι εργαζόμενοι, η λειτουργία του θεωρείται ασύμφορη για τα μονοπώλια του κλάδου. Απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό του, το ξεπέρασμα περιβαλλοντικών προβλημάτων καθώς και του υψηλού κόστους ενέργειας, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν πληροφορίες ότι μεθοδεύεται το κλείσιμό του είτε από τον επενδυτή είτε ακόμη και από την κυβέρνηση αν δεν καρποφορήσουν οι διαγωνισμοί. Αυτό άλλωστε προβλέπεται στο σχέδιο «εξυγίανσης» της ΛΑΡΚΟ που ψήφισε η κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 2020.
Οι εργαζόμενοι κάνουν λόγο ότι τα τελευταία δύο χρόνια, υπό το καθεστώς της ειδικής διαχείρισης, δεν έχει μπει ούτε «βίδα» στο εργοστάσιο με αποτέλεσμα να καραδοκεί, ανά πάσα στιγμή, ένα ακόμη σοβαρό εργατικό ατύχημα.
Πιέζοντας τις εξελίξεις προς όφελός τους και με τη στήριξη της κυβέρνησης δεδομένη, οι υποψήφιοι «επενδυτές» διαμηνύουν ότι ενδεχομένως να μην υποβάλουν δεσμευτικές προσφορές (προσδιορίζεται αυτό να γίνει τον Μάρτιο) στους διπλούς διαγωνισμούς που τρέχουν παράλληλα.
Ο πρώτος διαγωνισμός τρέχει από το ΤΑΙΠΕΔ και αφορά στα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, που περιλαμβάνει το μεταλλευτικό εργοστάσιο της Λάρυμνας, τα μεταλλεία στη Λάρυμνα και στο Λούτσι καθώς και των μεταλλευτικών δικαιωμάτων. Ο δεύτερος διενεργείται από τον ειδικό διαχειριστή, για την πώληση των μεταλλείων Εύβοιας, Φθιώτιδας, Βοιωτίας και Καστοριάς, των αποθεμάτων και του κινητού εξοπλισμού.
Στους δύο διαγωνισμούς που προκηρύχθηκαν παράλληλα τον Νοέμβριο του 2020 περιλαμβάνεται και η λεγόμενη ρήτρα shoot out (εκατέρωθεν πλειοδοσίας) σύμφωνα με την οποία ο προτιμητέος «επενδυτής» σε κάθε έναν από τους δύο διαγωνισμούς θα έχει το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να πλειοδοτήσει και στον άλλο διαγωνισμό, εφόσον εκπληρώνει τα σχετικά τεχνικά και οικονομικά κριτήρια επιλογής που έχουν καθοριστεί.
Στον διαγωνισμό είχαν εκδηλώσει αρχικά ενδιαφέρον έξι εταιρείες, με τις τρεις να συνεχίζουν ακόμη, αφού έχουν αποχωρήσει οι Trafigura Group, Solway Investment και Tharisa. Παρέμειναν οι εταιρείες Mytilineos, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ σε κοινοπραξία με την AD Holdings και η Commodity & Mining Insight UK, αν και πληροφορίες φέρεται να επιβεβαιώνουν την υπαναχώρηση της τελευταίας.
Κομβικός είναι ο ρόλος της ΕΕ, στο ξεπούλημα της επιχείρησης, με τα συνεχή πρόστιμα που επιβάλλει το ευρωπαϊκό δικαστήριο για δήθεν κρατικές ενισχύσεις. Το πρόσφατο κατʼ αποκοπήν πρόστιμο ύψους 5,5 εκατ. ευρώ και επιπλέον πρόστιμο ύψους 4,368 εκατ. ευρώ ανά εξάμηνο, για όσο διάστημα δεν προχωράει το ξεπούλημα της ΛΑΡΚΟ, ήταν το σήμα επιτάχυνσης των κυβερνητικών αποφάσεων. Το εξοργιστικό των ευρωπαϊκών αποφάσεων είναι ότι αυτές αφορούν εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου, ο οποίος είναι βασικός μέτοχος της επιχείρησης, για δανειοδότησή της. Δάνεια τα οποία η ΛΑΡΚΟ αποπλήρωσε κανονικά και η οποία ουσιαστικά δεν έχει ανταγωνιστή στην χώρα αλλά ούτε και στην ΕΕ, αφού η χώρα μας διαθέτει κοιτάσματα νικελίου και κοβαλτίου (απαραίτητο για την ηλεκτροκίνηση) που μπορούν να καλύψουν το 90% των ευρωπαϊκών αναγκών.
Σύμφωνα με τις έρευνες υπάρχουν άλλα 2 εκατομμύρια τόνοι ενώ η ΛΑΡΚΟ είναι η μοναδική επιχείρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση που παράγει με τα δικά της μεταλλεύματα.
Όπως αναφέρεται σε παλιότερη ανακοίνωση των εργαζομένων (Νοέμβρης 2021) ακόμη και ως παλιοσίδερα να δοθεί στον παλιατζή η σημερινή της αξία ξεπερνά τα 150 εκατομμύρια. Μόνο το βουνό σκόνης πού υπάρχει στο εργοστάσιο της Λάρυμνας περιέχει 35.000 τόνους νικελίου, δηλαδή άμεσα μπορεί να προσφέρει πάνω 700 εκατομμύρια ευρώ (με τις σημερινές τιμές, οι οποίες μέσα στο επόμενο διάστημα σύμφωνα με τα κέντρα Μετάλλου θα διπλασιαστούν).
Η κυβέρνηση της ΝΔ ήταν αυτή, που μαζί με το ΠΑΣΟΚ (σήμερα ΚΙΝΑΛ) ως συγκυβερνήτη το 2013 και κάτω από τις εντολές της ΕΕ, έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο τεμαχισμού της επιχείρησης και ξεπουλήματός της. Κάνει πως ξεχνά ότι με δικές της κυβερνητικές αποφάσεις η ΛΑΡΚΟ επιβαρύνονταν δυσανάλογα για την αγορά ρεύματος από την ΔΕΗ, που είναι και αυτή μέτοχος της επιχείρησης. Πως σε μια νύχτα το 2006 (κυβέρνηση ΝΔ) υπερδιπλασιάστηκαν τα τιμολόγια του ρεύματος για τη ΛΑΡΚΟ την ώρα που γίνονταν χαριστικές ρυθμίσεις για την Αλουμίνιο της Ελλάδας, του Μυτιληναίου, ο οποίος σήμερα θέλει να την αγοράσει.
Έχει το θράσος η κυβέρνηση της ΝΔ να κουνάει το δάκτυλο στους εργαζόμενους για την υπερχρέωση της εταιρείας όταν ήταν οι διορισμένες από δικές της κυβερνήσεις, διοικήσεις Θανάσουλα-Σκρέκα (από το 2004 ως το 2008), από τους τότε υπουργούς της, Αλογοσκούφη και Δούκα, που με την προπώληση (Hedging) νικελίου στις 17.000 δολάρια/τόνο -όταν η τιμή έφτασε ακόμη και τις 53.000 δολάρια/τόνο- έβαλαν μέσα την επιχείρηση 500 εκ. ευρώ. Ή το σπάσιμο των συμβολαίων αυτών όταν η τιμή κατρακύλησε στις 8.000 δολάρια/τόνο δίνοντας ένα ακόμη καίριο χτύπημα στην πολύπαθη εταιρεία. Το κόλπο συντόνιζαν τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά αρπακτικά του εξωτερικού, JP Morgan, Goldman Sachs, Barklays, Hypo, που κερδοσκόπησαν σε βάρος της ΛΑΡΚΟ. Κανένας φυσικά δεν λογοδότησε γι’ αυτό το έγκλημα. Για να μην αναφερθούμε στο πώς μεταφέρθηκε η ΛΑΡΚΟ στο ελληνικό δημόσιο το οποίο φορτώθηκε τα χρέη και τις χαριστικές ρυθμίσεις της περιόδου Μποδοσάκη.
Αλλά ακόμη και την ύστατη στιγμή η κυβέρνηση υπονομεύει τη βιωσιμότητα της επιχείρησης με την κατάπτυστη νομοθετική ρύθμιση, που την έθεσε υπό καθεστώς ειδικής διαχείρισης για την τάχα «σωτηρία» της. Όταν οι τιμές του νικελίου έχουν εκτιναχθεί, με προοπτική νέας ανόδου και η λειτουργία της ΛΑΡΚΟ είναι κερδοφόρα, η κυβέρνηση και ο διαχειριστής την υπολειτουργούν στο 20% των δυνατοτήτων της, βάζοντάς την μέσα εκατομμύρια ευρώ.
Η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ που τώρα ξιφουλκεί απέναντι στα σχέδια της κυβέρνησης ήταν η ίδια, ως κυβέρνηση, που κινήθηκε στην ίδια κατεύθυνση, της αποδοχής των τετελεσμένων της ΕΕ, της τεχνολογικής απαξίωσης και της ιδιωτικοποίησης ως μονόδρομο «σωτηρίας» για τη ΛΑΡΚΟ. Αυτό αποδεικνύει και η επιστολή Τσακαλώτου προς την Ε.Ε. που ήρθε στη δημοσιότητα.
Μένει στα χέρια των εργαζομένων να αγωνιστούν ενωμένοι, μέσα από τα συνδικάτα τους, για να αποτρέψουν τα αντεργατικά κυβερνητικά σχέδια. Φέτος που συμπληρώνονται 45 χρόνια από τη μεγάλη απεργία των 110 ημερών του 1977 (ξεκίνησε στις 27 Γενάρη) πρέπει να δώσουν τον «νυν υπέρ πάντων αγώνα» για την υπεράσπιση του δικαιώματος στη εργασία. Τιμώντας τις αγωνιστικές τους παραδόσεις και το χυμένο αίμα των συνάδελφών τους, που έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα για το μεροκάματο.