Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται το τέταρτο κύμα της πανδημίας. Η καθημερινή άνοδος του αριθμού των κρουσμάτων, των διασωληνωμένων και των νεκρών είναι ο τραγικός απολογισμός της εγκληματικής πολιτικής διαχείρισης της πανδημίας. Αποκαλυπτικές είναι οι εικόνες που μεταφέρονται από τις εφημερίες των νοσοκομείων, τα οποία πλέον έχουν φτάσει στα όριά τους. Ανεπαρκής αριθμός ΜΕΘ, άνθρωποι διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ, σοβαρές ελλείψεις σε ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, γιατροί και νοσηλευτές στα όρια της κατάρρευσης από τις συνεχόμενες ώρες εργασίας, είναι μόνο ορισμένα από τα περιστατικά που αναδεικνύουν τις συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής στην πανδημία. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση της προέδρου της ΕΙΝΑΠ Μ. Παγώνη για την εφημερία στο νοσοκομείο Γεννηματάς ότι «Είχαμε μια δύσκολη νύχτα, μια πάρα πολύ δύσκολη νύχτα, η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, πήραμε ράντζα δανεικά από τη Σωτηρία», δήλωση αποκαλυπτική για τις τραγικές ελλείψεις των νοσοκομείων εν μέσω πανδημίας.
Όσο και αν η κυβέρνηση προσπαθούσε το τελευταίο διάστημα να παρουσιάσει μια εικόνα κανονικότητας, ότι δήθεν σταδιακά και με όπλο το εμβόλιο βγαίνουμε από την πανδημία, η πραγματικότητα ήρθε να καταρρίψει με πάταγο το κυβερνητικό αφήγημα. Τραγελαφικές δηλώσεις σαν αυτή του υπουργού υγείας Θ. Πλεύρη ότι «…δεν έχει ξεφύγει η κατάσταση…» δεν μπορούν πλέον να κρύψουν την πραγματικότητα. Μπροστά στην έκρηξη των κρουσμάτων, η κυβέρνηση προχώρησε σε νέα μέτρα που στοχεύουν -όπως η ίδια ανακοίνωσε- αυτούς που δεν έχουν εμβολιαστεί. Έτσι, η κυβέρνηση, αντί να ενισχύσει έστω και την ύστατη στιγμή το δημόσιο σύστημα υγείας, ενεργοποιεί για μια ακόμα φορά τον κοινωνικό αυτοματισμό, καλλιεργεί στο λαό την αντίληψη ότι «για όλα φταίνε οι ανεμβολίαστοι» και παίρνει μέτρα που συνιστούν ένα ιδιότυπο λοκντάουν για τους μη εμβολιασμένους, οι οποίοι θα πρέπει να επιδεικνύουν στα περισσότερα καταστήματα και στους περισσότερους χώρους που εισέρχονται το γνωστό πια rapid test, το οποίο ως γνωστόν πληρώνουν οι ίδιοι. Η στάση της κυβέρνησης απέναντι σε όσους δεν έχουν ακόμα εμβολιαστεί αποτυπώνεται γλαφυρά στην εξοργιστική δήλωση του υπουργού ανάπτυξης Α. Γεωργιάδη ο οποίος είπε: «Δε θέλεις να εμβολιαστείς, μη σώσεις» και πως «…ο καθένας έχει την ατομική ευθύνη». Πρόκειται για τη γνωστή θεωρία της ατομικής ευθύνης με την οποία η κυβέρνηση όλη την προηγούμενη περίοδο προσπάθησε και προσπαθεί να πετάξει από πάνω της τις βαρύτατες ευθύνες που έχει για τη διαχείριση της πανδημίας και να τις μεταθέσει στο λαό, επιδιδόμενη σε ένα κανονικό κυνήγι μαγισσών. Πρώτα ήταν οι «ανεύθυνοι» που δεν κάθονταν σπίτι, μετά οι νέοι που πήγαιναν στις πλατείες και τώρα οι «ανεμβολίαστοι» που ενοχοποιούνται για το ξέσπασμα του τέταρτου κύματος.
Την ίδια στιγμή βέβαια που η κυβέρνηση κουνάει το δάχτυλο σε όσους δεν έχουν εμβολιαστεί και τους επιβάλλει νέους περιορισμούς, την ίδια ακριβώς στιγμή αφήνει το λαό να στοιβάζεται στα λεωφορεία και το μετρό, καθιστώντας τα μέσα μαζικής μεταφοράς υγειονομικές βόμβες, αφού δεν πήρε κανένα μέτρο πύκνωσης των δρομολογίων. Ταυτόχρονα στοιβάζει ακόμα και τριάντα μαθητές στις σχολικές αίθουσες κάνοντας τα υγειονομικά πρωτόκολλα λάστιχο και την ίδια στιγμή δεν προσλαμβάνει στα σχολεία ούτε το απαιτούμενο προσωπικό σε καθαριστές και καθαρίστριες. Στην ίδια κατάσταση βρίσκονται και τα πανεπιστήμια, που κατά τα άλλα παρουσίαζε το άνοιγμά τους ως επιστροφή στην κανονικότητα για τους φοιτητές. Ήδη στα τριτοβάθμια ιδρύματα παρουσιάζονται εκατοντάδες κρούσματα, σε ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από υπερπλήρεις αίθουσες και ανεπαρκή καθαρισμό και αερισμό. Το μόνο κονδύλι που δόθηκε στα πανεπιστήμια ήταν αυτό που αφορούσε τους ελέγχους των αποκλεισμών, αφού όσοι φοιτητές δεν έχουν κάνει το εμβόλιο και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές απαιτήσεις των rapid test πετάγονται έξω από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Απέναντι στην παραπάνω κατάσταση, τα στελέχη της κυβέρνησης και ο πρωθυπουργός -στο πλαίσιο της πολιτικής του κοινωνικού αυτοματισμού- δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι «η χώρα δεν θα ξαναπάει σε λοκντάουν για τους ανεμβολίαστους» διότι υπάρχει το εμβόλιο. Για κάθε υγειονομικό ζήτημα επαναλαμβάνουν μονότονα και ανυπόφορα ότι «υπάρχει το εμβόλιο». Έτσι, σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, δεν χρειαζόμαστε περισσότερες ΜΕΘ, νοσοκομεία και ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, συνολικά ενίσχυση του ΕΣΥ, διότι υπάρχει το εμβόλιο. Το εμβόλιο μετατρέπεται στα χέρια της κυβέρνησης από βασικό όπλο απέναντι στην πανδημία, σε μέσο για να δικαιολογήσει την αντιλαϊκή πολιτική που εφάρμοσε στη διαχείριση της πανδημίας, μια πολιτική που τελικά κατέληξε να κόψει πάνω από μισό δισ. ευρώ από την υγεία για το 2021. Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι η διαβεβαίωση των κυβερνητικών στελεχών πως δεν θα πάμε σε λοκντάουν ξανά συνοδεύεται από τοποθετήσεις όπως αυτές του υπουργού εσωτερικών Μ. Βορίδη ότι «ακόμη κι αν η επιτροπή των ειδικών εισηγούνταν γενικό lockdown η κυβέρνηση θα πει όχι, καθότι υπάρχει το εμβόλιο» και πως «…Πλέον η επιτροπή απαντά όταν της τίθενται ερωτήματα…». Στην πραγματικότητα, οι παραπάνω δηλώσεις υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η περιβόητη επιτροπή των εμπειρογνωμόνων δεν ήταν και δεν είναι μια υγειονομική επιτροπή, αλλά ένα πολιτικό όργανο της κυβέρνησης που ανάλογα με την περίσταση το αξιοποίησε κατά το δοκούν για να προωθήσει την αντιλαϊκή πολιτική της.
Κι αν, όσο ο καιρός ήταν καλός και τα κρούσματα και οι διασωληνωμένοι παρέμεναν σε χαμηλά επίπεδα, η κυβέρνηση προχωρούσε σε ανέξοδες τοποθετήσεις που διαβεβαίωναν για το πόσο θωρακισμένο είναι το ΕΣΥ, τώρα, όσο τα κρούσματα ανεβαίνουν με ραγδαίο ρυθμό και η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το ΕΣΥ αποκαλύπτεται μέρα με την ημέρα όλο και περισσότερο, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός αναγκάζονται να παραδεχτούν εμμέσως τις ελλείψεις στο δημόσιο σύστημα υγείας. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις Μητσοτάκη στην κοινοβουλευτική του ομάδα ότι «Θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να προσθέσουμε ανθρώπινους πόρους στο ΕΣΥ», ομολογώντας -εμμέσως πλην σαφώς- ότι τελικά το ΕΣΥ έχει ανάγκη ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. Ο τρόπος όμως με τον οποίο αποφάσισε η κυβέρνηση να καλύψει τις ανάγκες σε έμψυχο δυναμικό είναι αποκαλυπτικός. Την ώρα που τα κενά αποδεικνύονται τεράστια και την ίδια στιγμή που 6.500 υγειονομικοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να προσφέρουν στη μάχη απέναντι στην πανδημία, βρίσκονται σε αναστολή εργασίας, η κυβέρνηση προχωράει στην επίταξη ιδιωτών γιατρών και ταυτόχρονα μετακινεί ειδικότητες από τα νοσοκομεία που εργάζονται, ακόμα και εκτός νομού, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες στις περιοχές που παρατηρούνται ιδιαίτερα υψηλά κρούσματα. Μετατρέπεται έτσι το ΕΣΥ ακόμα περισσότερο σε σύστημα υγείας μίας νόσου. Την ίδια στιγμή κουβέντα δεν λέγεται για επίταξη των ΜΕΘ ιδιωτικών κλινικών. Αντίθετα, το υπουργείο υγείας, ύστερα από τηλεδιάσκεψη του υπουργού Θ. Πλέυρη, έκανε λόγο για επικαιροποίηση των όρων συνεργασίας του ΕΣΥ με τον ιδιωτικό τομέα υγείας, πράγμα που προϊδεάζει ότι οι ΜΕΘ του ιδιωτικού τομέα θα χρυσοπληρωθούν για άλλη μια φορά από τα λεφτά του ελληνικού λαού, όπως και στα πρώτα κύματα της πανδημίας.