Ύστερα από πολλά επεισόδια πολεμικών αντιπαρατάξεων και διπλωματικών εναγκαλισμών στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο περιθώριο των εργασιών της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, κάτω από την υψηλή Ευρωατλαντική εποπτεία. Παρά τις κλειστές θύρες και φειδωλές ανακοινώσεις των δυο πλευρών, σε αποθέωση της μυστικής διπλωματίας, των μηδενικών αποτελεσμάτων και της κατάφωρης προσβολής της κουρελιασμένης ενημέρωσης μέσω επιγραμματικών τουίτερ, οι δυο πλευρές συμφώνησαν ότι διαφωνούν με «θετική ατζέντα» συνέχισης των διμερών επαφών, σηματοδοτώντας τη νομιμοποίηση των διαφορών και το γενικευμένο γκριζάρισμα του Αιγαίου και όχι μόνο.
«Έσπασε ο πάγος» ήταν το πρώτο σχόλιο των ειδήσεων μετά τη συνάντηση. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της 45λεπτης συζήτησης, η κυβέρνηση της ΝΔ μίλησε για «θετικό κλίμα» και για συμφωνία των δύο πλευρών να αφήσουν πίσω τις εντάσεις του 2020, «παρά τις πολύ μεγάλες διαφορές σε μία σειρά ζητημάτων, με κυριότερο αυτό της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, όμως αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και στο πλαίσιο συζητήσεων όπως οι διερευνητικές επαφές, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και οι πολιτικές διαβουλεύσεις». Ξεφεύγοντας από τη λεγόμενη εθνική γραμμή και σε αντίθεση με τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, που δεν συνομιλούν με πειρατές, ο Μητσοτάκης την παραμονή της συνάντησης, στο πνεύμα του Ελσίνκι και της Μαδρίτης, που αναγνώριζαν τουρκικά συμφέροντα στο Αιγαίο, ανοίγοντας το δρόμο της συνδιαχείρισης του Αιγαίου, υποστήριξε σε συνέντευξή του, ότι: «Έχουμε μεγάλες διαφορές με την Τουρκία και η πιο σημαντική διαφορά μας είναι το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μας… πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να διαχειριστούμε τις διαφορές μας χωρίς να καταφύγουμε σε κλιμάκωση της έντασης και αποφεύγοντας αυτό που συνέβη το περασμένο καλοκαίρι», ενώ σε προσαρμογή στο ΝΑΤΟικό πλαίσιο, που επιτάσσει την αγκύρωση της Τουρκίας στη Δύση αποσπώντας την από την ρωσική επιρροή, θύμισε ότι «είμαστε και οι δύο μέλη της Συμμαχίας. Και βεβαίως, όταν έχουμε διαφορές – ως μέλη της Συμμαχίας – αυτές οι διαφορές (…) θα πρέπει να επιλύονται με ειρηνικό τρόπο, γιατί αν δεν επιλύονται με τέτοιο τρόπο και επιλέγεται η αύξηση της έντασης, αυτό βεβαίως είναι κάτι που δεν είναι καλό για τη Συμμαχία στο σύνολό της».
Την ώρα που οι Τουρκικές ακταιωροί «επακουμβούσαν», στα νερά της Λέσβου, με αντίστοιχες Ελληνικές για την προώθηση και παρεμπόδιση των «εργαλειοποιημένων» προσφύγων, η κυβέρνηση συμπέραινε από τις τοποθετήσεις του Τούρκου Προέδρου ότι υπάρχει «πεδίο συνεννόησης» στο Προσφυγικό, λέγοντας ότι θα ήταν μία κίνηση καλής θέλησης να δεχθεί η Τουρκία να πάρει πίσω τους 1.450 μετανάστες, των οποίων η αίτηση ασύλου έχει απορριφθεί τελεσίδικα.
Απ’ τη μεριά του ο Ταγίπ Ερντογάν που καμώνεται τελευταία το περιστέρι, επιδιώκοντας την προσέγγιση με την διακυβέρνηση Μπάιντεν, είχε σπεύσει πριν από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ να μιλήσει για «συνεργασία με την Ελλάδα» και «ειρηνική επίλυση των διαφορών» καθώς «η ενεργοποίηση των διαύλων διαλόγου μεταξύ ημών και του γείτονα και συμμάχου μας, της Ελλάδας, εξυπηρετεί τη σταθερότητα και την ευημερία της περιοχής μας, όπως και τη λύση διμερών ζητημάτων». Επίσης στη συνέντευξή του μετά τη συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο Ερντογάν σημείωσε ότι «αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τον μηχανισμό διαλόγου και να κάνουμε πιθανά βήματα για μια θετική ατζέντα. Του είπα ότι δεν υπάρχει λόγος να μπαίνουν τρίτοι ανάμεσα μας», προκειμένου να περιορίσει τις διαφορές σε διμερείς και να αναμετρηθεί σε τοπικό επίπεδο με την Ελλάδα, παρακάμπτοντας τις πιέσεις των ισχυρών «συμμάχων» του. «Συμμερίζομαι απόλυτα την άποψή του ότι θα πρέπει στο Αιγαίο και σε άλλες περιοχές να κυριαρχήσει η ειρήνη και να αποφευχθεί κάθε ένταση» είπε απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τον Μητσοτάκη και συμπλήρωσε πως «ένα ένα να αρχίσουμε να καθαρίζουμε το τραπέζι. Αυτό το τραπέζι δεν πρέπει να είναι τραπέζι προβλημάτων, αλλά λύσεων».
Αυτά λέγονταν ενώ εξακολουθεί να σκιάζει το Αιγαίο η πολεμική απειλή του Casus belli για το ελληνικό δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και ενώ, κατά την τουρκική ερμηνεία του διεθνούς δικαίου, ο Τσαβούσογλου μιλούσε, λίγο πριν από τη συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη, για «μαξιμαλιστική προσέγγιση» της Ελλάδας στο Αιγαίο.
Πρέπει να σημειωθεί ότι καμιά αναφορά δεν υπήρξε για το Κυπριακό κατά τη διμερή ελληνοτουρκική συνάντηση και συνολικά το ΝΑΤΟ δεν επέδειξε καμιά ευαισθησία για τη νέα επέκταση του Αττίλα στην Αμμόχωστο και την προσβολή Ελληνικής και Κυπριακής ΑΟΖ από «συμμαχικές» κανονιοφόρους. Όμως το Κυπριακό τέθηκε, για ξεκάρφωμα, από τον Μητσοτάκη στη συνάντηση με τον Βρετανό ομόλογό του, Τζόνσον, με τον οποίο συζήτησαν επίσης για τα Ελληνοτουρκικά. Ωστόσο κυρίαχο θέμα αποτέλεσε η άρση των εμποδίων λόγω κορονοϊού στις επισκέψεις Βρετανών τουριστών.
Ο Μητσοτάκης συναντήθηκε και με τον πρωθυπουργό της Αλβανίας, Ράμα. Συνομίλησαν για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις και την «ευρωπαϊκή πορεία» των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων. Ανακοινώθηκε ότι, μετά και τις εκλογές στην Αλβανία, οι δύο κυβερνήσεις «είναι έτοιμες να επιταχύνουν τις διαπραγματεύσεις για τη συνομολόγηση συνυποσχετικού για την παραπομπή της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών τους στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης».
Στο μεταξύ, προβάλλοντας το κόμμα του σαν καταλληλότερο διαχειριστή των σχέσεων της χώρας με το πλέγμα των υψηλών προστατών της, ο Τσίπρας, εξωραΐζοντας την επικίνδυνες Αμερικανονατοϊκές εξελίξεις, σε συνέντευξή του στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του «Star» άσκησε κριτική στον Μητσοτάκη ότι «δεν έχει πρόθεση να αξιοποιήσει το μομέντουμ, όπου η Τουρκία βρίσκεται στριμωγμένη από τις οικονομικές εξελίξεις στο εσωτερικό της και από την αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ» στην κατεύθυνση παραπομπής της ελληνοτουρκικής διαφοράς στη Χάγη, προοπτική για την οποία θα στήριζε την κυβέρνηση.