Εδώ και αρκετό καιρό περισσεύουν οι κυβερνητικές δηλώσεις και οι ανακοινώσεις του Υπουργείου Εργασίας για τη “μείωση της ανεργίας” και για την “επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων”. Η κυβερνητική προπαγάνδα της ΝΔ τώρα, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ προηγούμενα, μεθοδευμένα, με απόκρυψη ή παραμόρφωση στοιχείων, ήθελε και θέλει, να εκτρέφει στη κοινή γνώμη την εντύπωση πως η πολιτική τους οδηγεί την οικονομική κατάσταση για τους εργαζόμενους προς μια βελτίωση.
Όμως, περιοδικά, βλέπουν το φως και κάποια στοιχεία που έρχονται να διαψεύσουν αυτή την πλασματική εικόνα που πλασάρεται, απεικονίζοντας μια πραγματικότητα διαφορετική. Για παράδειγμα, σε πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ για την ελληνική Οικονομία και Απασχόληση (Ιούνιος 2019), περιλαμβάνονται ιδιαίτερα αποκαλυπτικά στοιχεία, τόσο για τα ποσοστά ανεργίας, όσο και για την επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων στα χρόνια 2010-2018.
Συλλογικές Συμβάσεις
Εργασίας
σε συνεχή υποχώρηση
Ένα από τα κυριότερα συμπεράσματα που προκύπτει από τα αριθμητικά δεδομένα της έκθεσης είναι το μεγάλο μέγεθος μείωσης του αριθμού των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Έτσι, από ένα σύνολο, 306 ΣΣΕ στις οποίες περιλαμβάνονται οι κλαδικές, εθνικές, ομοιεπαγγελματικές, οι επιχειρησιακές και οι τοπικές ομοιοεπαγγελματικές που ήταν σε ισχύ το 2010, σήμερα το 2018 βρίσκονται σε ισχύ μόλις 186 ΣΣΕ. Έχουμε, δηλαδή, μια μείωση της τάξης του 40%!
Ιδιαίτερα, όπως φαίνεται από τα στοιχεία της έκθεσης τα οποία βασίζονται στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, τη μεγαλύτερη μείωση είχαν οι κλαδικές συμβάσεις, οι οποίες από 65 το 2010 και μετά από συνεχείς μειώσεις έφτασαν στις 22 το 2018.Μειώθηκαν δηλαδή κατά 66% ! Ποσοστό που το δίχως άλλο αναμένεται να ανέβει, λαμβάνοντας υπόψη και το νέο πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης της ΝΔ, το οποίο επιφυλάσσει ένα ακόμη σκληρό χτύπημα στις κλαδικές συμβάσεις, με ξεκάθαρη επιδίωξη τον οριστικό αφανισμό τους.
Η μείωση των κλαδικών ΣΣΕ έχει αυξημένη σημασία, γιατί οι κλαδικές ΣΣΕ σε σχέση με τις επιχειρησιακές ή τις τοπικές ομοιοεπαγγελματικές, καλύπτουν πολύ μεγαλύτερες μάζες εργαζόμενων (κλάδους εργαζόμενων). Το ότι σήμερα υπάρχει μόνο το 34% των κλαδικών ΣΣΕ που υπήρχαν το 2010 σημαίνει πως ένας πολύ μεγάλος αριθμός εργαζομένων έχει μείνει χωρίς κλαδική ΣΣΕ και κατ’ επέκταση έχει υποστεί σοβαρή μείωση του μισθού και του μεροκάματου.
Παράλληλα και οι επιχειρησιακές ΣΣΕ έχουν μειωθεί απο 227 το 2010 σε 155 (μείωση κατα 32%), γεγονός που δείχνει ότι σημαντικός αριθμός εργαζόμενων έχει μείνει εντελώς χωρίς καμία ΣΣΕ. Απο την άλλη, ως επακόλουθο της δραματικής μείωσης των κλαδικών / εθνικών ομοιεπαγγελματικών ΣΣΕ, όπως φαίνεται από τα στοιχεία της έκθεσης, οι επιχειρησιακές ΣΣΕ αύξησαν το ποσοστό τους στο σύνολο των ΣΣΕ από 74,18% το 2010 σε 83,33% το 2018, όπως το επιδιώκουν οι εργοδότες, για να μπορούν να ελέγχουν και να καθηλώνουν ευκολότερα τους μισθούς των εργαζομένων.
Επίπλαστη μείωση
της ανεργίας
Όσο κι αν επιχειρείται να εμφανιστούν στοιχεία που ψευδεπίγραφα παρουσιάζουν μείωση της ανεργίας, όταν μάλιστα είναι γνωστό μέσα από τι είδους «μαγειρέματα» αυτά προκύπτουν, από την έκθεση του ΙΝΕ βγαίνουν διαφορετικές διαπιστώσεις για τα ποσοστά ανεργίας.
Ενώ λοιπόν η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως η ανεργία μειώθηκε στο 17% τον Ιούνιο του 2019, σε σχέση με 17,1% τον Μάιο, επικαλούμενη στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat) που δόθηκαν στη δημοσιότητα και πως η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη μείωση του ποσοστού ανεργίας σε σχέση με την περασμένη χρονιά (από 19,2% σε 17%, μεταξύ Ιουνίου 2018 και Ιουνίου 2019), η έκθεση επισημαίνει τα εξής πολύ ενδιαφέροντα δεδομένα:
Συγκεκριμένα, μπορεί μεν τα ποσοστά ανεργίας να δείχνουν μια τάση μείωσης και αποκλιμάκωσής της, από 21,5% το 2017 σε 19,3% το 2018, που αντιστοιχεί σε 881.100 άτομα από 1.000.800 το 2017, ωστόσο, αν χρησιμοποιήσουμε κάποιους εναλλακτικούς δείκτες μέτρησης της ανεργίας, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τους την ύπαρξη “μη ηθελημένης μερικής απασχόλησης” (υποαπασχόληση), που αφορά 234.000 άτομα, καθώς επίσης τους “αποθαρρυμένους” ανέργους, οι οποίοι είναι διαθέσιμοι αλλά δεν αναζητούν εργασία, όπως και το εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό (αυτούς που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι), που είναι 122.000 άτομα, τότε, το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται υψηλότερο κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες από το επίσημο ποσοστό ανεργίας, που αντιστοιχεί σε 25% και 1.237.100 άνεργους. Και είναι ακριβώς εξαιτίας της αύξησης της μερικής απασχόλησης και του γεγονότος ότι αυτό δεν καταμετράται από την κυβέρνηση στον υπολογισμό της ανεργίας, που εμφανίζεται απο τα “επίσημα στοιχεία” σαν η ανεργία να μειώνεται . Φυσικά, μέσα στο ποσοστό ανεργίας δεν προσμετρώνται και όσοι Έλληνες/-ίδες έχουν μεταναστεύσει τα χρόνια των μνημονίων, οι οποίοι υπολογίζονται σε 400.000 άτομα (ένα επιπλέον περίπου 8% ανεργίας που την ανεβάζει στο 33%!) πράγμα που δίνει μια ψεύτικη μείωση της ανεργίας.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον δεδομένο, το οποίο καταγράφεται στην έκθεση, αφορά στο «κόστος απώλειας εργασίας». Πρόκειται για έναν δείκτη, ο οποίος υπολογίζει την απώλεια εισοδήματος ενός εργαζόμενου που μένει άνεργος, δηλαδή το πώς η απόλυση οδηγεί σε σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας ζωής ενός ανέργου. Για να γίνει ο υπολογισμός του «κόστους απώλειας εργασίας» λαμβάνονται υπόψη διάφορες μεταβλητές, όπως η μακροχρόνια ανεργία, η απώλεια εισοδήματος, ο υπολογισμός των επιδομάτων (ανεργίας, ενοικίου, οικογενειακών επιδομάτων) και ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης. Έτσι, το χρηματικό κόστος από την απώλεια μίας θέσης εργασίας για ένα έτος ανήλθε, κατά το 2018, σε 8.126 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία για έναν απολυμένο 40 ετών και με δύο ανήλικα παιδιά.
Όπως επισημαίνεται, το υψηλό κόστος απώλειας εργασίας είναι ένας δείκτης που αποτυπώνει την απουσία κοινωνικής πολιτικής και περιορίζει τη διαπραγματευτική ισχύ της εργασίας και των συνδικάτων στην Ελλάδα, συμβάλλοντας στη χαμηλή συνδικαλιστική τους πυκνότητα.
Άλλα σημαντικά σημεία της έκθεσης αναφέρουν πως σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, του Υπουργείου Εργασίας, μεταξύ 2009 και 2018 οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης υπερδιπλασιάζονται. Όπως επίσης ότι από το 2015 έως το 2018 καταγράφεται σημαντική αύξηση του αριθμού των εργαζομένων με μισθό κάτω των 700 ευρώ, κυρίως λόγω επικράτησης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Συγκεκριμένα, το 2018 ένας στους τέσσερις εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα (25,3%) αμείβονταν με μισθό κάτω των 500 ευρώ. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε 571.000 άτομα, όταν το 2010 ήταν 205.000 ή 11,3%.
Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα πως έχει επέλθει μια ριζική αναδιάρθρωση στο εσωτερικό των δυνάμεων της εργασίας, όπου τα στρώματα που πλήττονται από την οικονομική κρίση και τα μνημόνια καταλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο ειδικό βάρος από την άποψη του μεγέθους στο σύνολο της εργατικής τάξης.