Η κατάσταση στον Περσικό Κόλπο είναι και πάλι τεταμένη με την παρουσία αμερικανικών πολεμικών δυνάμεων στην περιοχή. Το Ιράν παραμένει σε επιφυλακή και πραγματοποιεί διαδοχικά ναυτικά, αεροπορικά και χερσαία γυμνάσια προετοιμασίας για κάθε ενδεχόμενο, ιδιαίτερα μετά τις προσπάθειες του Μάικ Πομπέο, ακόμη και τις τελευταίες ημέρες της υπουργίας του, να συνδέσει την ιρανική κυβέρνηση με την «Αλ Κάιντα». Η επιμονή του Πομπέο δεν είναι τυχαία, καθώς αφήνει παρακαταθήκη στην κυβέρνηση Μπάιντεν, είτε να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό «χαρτί», είτε ως αφορμή ακόμη και για μια ριψοκίνδυνη αμερικανική επίθεση εναντίον του Ιράν, δεδομένου ότι ο εκάστοτε Αμερικανός Πρόεδρος μπορεί να εξαπολύσει επίθεση στο εξωτερικό -για λόγους απειλής από τρομοκρατία- δίχως έγκριση του Κογκρέσου βάσει της προ 20ετίας «λευκής επιταγής» που είχε δώσει η Γερουσία μετά το χτύπημα στους δίδυμους πύργους στη Νέα Υόρκη.
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος και της συμφωνίας του 2015 αναμένεται να έρθει στο προσκήνιο, καθώς ο Μπάιντεν έχει δηλώσει πως προτίθεται να ξαναδεί τη συμφωνία, μετά την αποχώρηση της χώρας του το 2018 με απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει τίποτα, αφού στην Ουάσιγκτον ασκούνται πιέσεις για συνέχιση της σκληρής πολιτικής Τράμπ – Ισραήλ έναντι του Ιράν. Μέχρι και ο γνωστός Κίσινγκερ επιστρατεύτηκε γι’ αυτό.
Η παλιά καραβάνα της αμερικανικής διπλωματίας, ο 97χρονος πρώην υπουργός Εξωτερικών και σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, προέτρεψε για τη μη επαναφορά των ΗΠΑ στη συμφωνία. Μιλώντας στο «Ινστιτούτο Πολιτικής του Εβραϊκού Λαού» επέκρινε τη συμφωνία του 2015 εξηγώντας πως «είναι διάτρητη λόγω των πολλών προθεσμιών που είναι θέμα χρόνου να εκπνεύσουν». Τόνισε πως «δεν εξασφαλίζει τίποτε άλλο παρά να φέρει τα πυρηνικά όπλα σε όλη τη Μέση Ανατολή». Πρόσθεσε πως δημιουργεί «μια λανθάνουσα ένταση που αργά ή γρήγορα θα ξεσπάσει» και κατηγόρησε την ιρανική ηγεσία για «ιμπεριαλιστική πολιτική». Κάλεσε έτσι τη νέα κυβέρνηση Μπάιντεν να μην εγκαταλείψει τις λεγόμενες «συμφωνίες του Αβραάμ» που οδήγησαν στην ομαλοποίηση των σχέσεων του Ισραήλ με Εμιράτα, Μπαχρέιν, Μαρόκο και Σουδάν, τονίζοντας πως επιτεύχθηκαν επειδή αραβικές και μουσουλμανικές χώρες συνειδητοποίησαν ότι «τα εθνικά τους συμφέροντα ξεπερνούν τα ιδεολογικά». Κάλεσε τους Παλαιστίνιους να σταματήσουν να θέτουν μαξιμαλιστικούς στόχους και να επικεντρώσουν τις προσπάθειες σε «προσωρινά επιτεύγματα», τονίζοντας ότι ο ίδιος ποτέ δεν ήταν υπέρ μιας «μονοκόμματης» λύσης για όλη τη Μέση Ανατολή.
Σε αυτή τη γραμμή Κίσινγκερ κινήθηκε την τελευταία τετραετία η αμερικανική εξωτερική πολιτική για το Ιράν, αλλά και για τη Μέση Ανατολή. Παρά την διακηρυγμένη μετατόπιση των προτεραιοτήτων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού πρός την αντιπαράθεση με την Κίνα και τη Ρωσία, οι δύο αυτές ανταγωνιστικές δυνάμεις, προωθούνται δυναμικά στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Έχοντας εξασφαλίσει το Ιράν ως βασικό τους προγεφύρωμα, έχουν αναπτύξει τα τελευταία χρόνια ισχυρούς οικονομικούς, και όχι μόνο, δεσμούς με μια σειρά χώρες του αραβικού κόσμου, βασικούς διαχρονικούς συμμάχους των ΗΠΑ.
Ως αντίβαρο σε αυτό, οι ΗΠΑ προώθησαν τις λεγόμενες «συμφωνίες του Αβραάμ», δηλαδή την αποκατάσταση σχέσεων του Ισραήλ με μια σειρά Αραβικές χώρες (Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Ομάν, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κατάρ, Μαρόκο, Σουδάν), δίνοντας πισώπλατη μαχαιριά στην πάγια στήριξη των χωρών αυτών στο Παλαιστινιακό ζήτημα. Ακολούθησε η αποκατάσταση των σχέσεων των μοναρχιών του Κόλπου και της Αιγύπτου με το Κατάρ, το οποίο έχει προσεγγίσει το Ιράν και προωθεί ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα στην κυβέρνηση Μπάιντεν και την Τεχεράνη. Διαμορφώνεται έτσι ένα μέτωπο ΗΠΑ-Ισραήλ και Αραβικών χωρών ενάντια στο Ιράν, υπηρετώντας τον ευρύτερο ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό στην ευαίσθητη αυτή περιοχή.
Είναι φανερό, ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική όχι μόνο δεν πρόκειται να μετατοπιστεί από τους βασικούς της άξονες, αλλά θα γίνει ακόμα πιο επιθετική, προκειμένου να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ο αμερικανοΝΑΤΟικός σχεδιασμός ξεδιπλώνεται αδιάλειπτα πάνω στις ίδιες ράγες και πυροδοτεί επικίνδυνες εντάσεις, που συνυπάρχουν με πρόσκαιρες ιμπεριαλιστικές διευθετήσεις και συμβιβασμούς, σε βάρος των λαών.