Δεν λέει να κοπάσει ο θόρυβος των αποκαλύψεων γύρω από το ζήτημα των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων από τους κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς. Καθημερινά εμφανίζονται και νέα δημοσιεύματα που επεκτείνουν τον κύκλο των παρακολουθήσεων σε σημείο που τελικά έχει δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος και δεν γνωρίζει τελικά ποιος και ποιον παρακολουθεί!
Ανεξάρτητα από το ποια συμφέροντα υπηρετούν οι συνεχιζόμενες αποκαλύψεις και η αξιοποίησή τους, είναι καθαρό ότι η κυβέρνηση είναι βαρύτατα εκτεθειμένη, καθώς και ο ίδιος ο Κυρ. Μητσοτάκης προσωπικά. Παρά τις προσπάθειες να διακωμωδήσει το ζήτημα με αστεία επιχειρήματα, η πίεση που δέχεται είναι μεγάλη αφού και αρκετά κομματικά στελέχη, κυρίως του καραμανλικού χώρου, φαίνεται να κρατάνε αποστάσεις από την επίσημη γραμμή της ΝΔ. Επίσης, ένας μεγάλος επικοινωνιακός όμιλος, όπως αυτός του Μαρινάκη, που διαθέτει τις εφημερίδες το Βήμα, τα Νέα, το κανάλι Μega κλπ, που στήριζε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, τώρα έχει στραφεί εναντίον της και προωθεί τις δυνάμεις της «κεντροαριστεράς», προβάλλοντας μια εναλλακτική κυβερνητική λύση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ- ΚΙΝΑΛ.
Η αντιπολίτευση -πρώτα απ’ όλα ο ΣΥΡΙΖΑ καθώς και το ΠΑΣΟΚ που ο αρχηγός του, Ν. Ανδρουλάκης, είναι από τους παθόντες- προσπαθεί να διατηρήσει το θέμα ψηλά στην ατζέντα της πολιτικής αντιπαράθεσης και, εκ των πραγμάτων, δημιουργείται ένα μέτωπο συνεργασίας με αιχμή την κυβερνητική πολιτική. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις τόσο του Τσίπρα όσο και του Ανδρουλάκη που σχεδόν καθόλου δεν διαφέρουν στο ζήτημα αυτό, ενώ ο Τσίπρας καταθέτει συνεχώς επίκαιρες ερωτήσεις στη Βουλή, καλώντας τον πρωθυπουργό να απαντήσει στα ερωτήματα που θέτει.
Από τη μεριά της, η κυβέρνηση επιχειρεί να δημιουργήσει αντιπερισπασμό για να ξεφύγει από το αδιέξοδο, και κατέθεσε πρόταση νόμου για τη λειτουργία της ΕΥΠ και την υποτιθέμενη διαφάνεια.
Όσο αφορά όμως και το περιεχόμενο του νομοσχεδίου, οι προθέσεις της κυβέρνησης είναι απολύτως σαφείς. Με βάση αυτό θεσμοθετούνται, νομιμοποιούνται και ενισχύονται οι παρακολουθήσεις και η «βελτιστοποίηση της δράσης της ΕΥΠ», για να ανταποκρίνονται στην υπεράσπιση της «εθνικής ασφάλειας». Αυτά βέβαια που ορίζει το νομοσχέδιο ως «λόγους εθνικής ασφάλειας» αφορούν και τη δράση που αμφισβητεί και αντιμάχεται τη βάρβαρη κυβερνητική πολιτική.
Σε ό,τι αφορά την ενημέρωση του παρακολουθούμενου, που είχε παύσει ως δυνατότητα για τις παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας, όπως συνέβη με όλες τις πρόσφατες παρακολουθήσεις, αυτή θα γίνεται με την προϋπόθεση ότι «δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση» και μάλιστα μετά την πάροδο τριών ετών από την παύση της. Και στην περίπτωση όμως που αποφασιστεί να ενημερωθεί ο παρακολουθούμενος, θα του γνωστοποιείται μόνο τυπικά ότι «παρακολουθήθηκε» και για πόσο διάστημα, και όχι για ποιους λόγους. Ουσιαστικά πρόκειται για μια ακόμα προσπάθεια να κουκουλωθούν οι μηχανισμοί των υποκλοπών και παρακολουθήσεων και με τον τρόπο αυτό να παραπεμφθούν τα ζητήματα στις καλένδες.
Με βάση το νομοσχέδιο μπορεί να αίρεται το απόρρητο και να παρακολουθούνται για λόγους «εθνικής ασφάλειας» πολιτικά πρόσωπα όπως ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τα μέλη της κυβέρνησης και οι υφυπουργοί, οι βουλευτές του εθνικού και του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο εθνικό και το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα ανώτατα μονοπρόσωπα όργανα των ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το νομοσχέδιο προβλέπει μία ειδική διαδικασία, την ώρα που το κρατικό δόγμα «ουδείς εξαιρείται των παρακολουθήσεων» επιβεβαιώνεται πανηγυρικά…
Το νομοσχέδιο δημιούργησε νέα αντιπαράθεση αφού όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης εξαπέλυσαν μύδρους εναντίον της κυβέρνησης. Απ’ ό,τι φαίνεται η βρόμικη αυτή ιστορία θα έχει πολύ δρόμο να διανύσει και στο τέλος μάλλον η υπόθεση θα χαθεί στους σκοτεινούς δρόμους των ντόπιων και ξένων κέντρων που λυμαίνονται τη χώρα.