36 ΕΛΜΕ από όλη τη χώρα (σε σύνολο 86) πήραν μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία την πρώτη εβδομάδα του Νοέμβρη, έπειτα από την υπονόμευση του αγώνα ενάντια στην αξιολόγηση από τις δυνάμεις της ΔΑΚΕ (ΝΔ), ΣΥΝΕΚ (ΣΥΡΙΖΑ) και ΠΕΚ (ΚΙΝΑΛ). Απαίτησαν με κοινή τους επιστολή να δεσμευτεί το ΔΣ της ΟΛΜΕ να πραγματοποιήσει πανελλαδικά νέες Γενικές Συνελεύσεις. Η κίνηση αυτή εκφράζει την απαίτηση της έντονης δυναμικής των εκπαιδευτικών να συνεχίσουν την απεργία – αποχή από την αξιολόγηση των σχολείων.
Αυτή η διάθεση ήδη εκφράζεται μέσα στα σχολεία και τους Συλλόγους Διδασκόντων όπου η εφαρμογή της αξιολόγησης συναντά ακόμα και τώρα σημαντικά εμπόδια και αντιστάσεις, παρά το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί δεν βρίσκονται σε κινητοποίηση και δεν διαθέτουν συνδικαλιστική ομπρέλα. Παρ’ όλα αυτά καταφέρνουν να βάλουν φρένο στην αξιολόγηση, υποχρεώνοντας την ηγεσία του ΥΠΑΙΘ να ανακοινώνει απανωτές παρατάσεις στις προθεσμίες για την υποβολή των αντίστοιχων σχεδίων. Αυτό επιβεβαιώνει πως υπάρχει ισχυρή δυναμική μέσα στον κλάδο παρά τους εκβιασμούς που άσκησε η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ, παρά τις καταδικαστικές αποφάσεις των δικαστηρίων αλλά και την τρομοκρατική προπαγάνδα στην οποία έχουν επιδοθεί οι παρατάξεις των ΣΥΝΕΚ – ΔΑΚΕ – ΠΕΚ εδώ και περισσότερο από ένα μήνα.
Η τριάδα αυτών των δυνάμεων αποτελεί σήμερα το βασικό σημαιοφόρο της κυβερνητικής πολιτικής στην εκπαίδευση. Οι μεν ΔΑΚΕ και ΠΕΚ ανοιχτά δηλώνουν υποστηρικτές της αξιολόγησης. Κι αν για την κυβερνητική παράταξη τα πράγματα είναι προφανή, να τονίσουμε ότι το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ είναι ο κύριος θιασώτης της αξιολόγησης στην εκπαίδευση εδώ και σχεδόν 4 δεκαετίες. Η δε παράταξη των ΣΥΝΕΚ κρύβεται πίσω από τις διαβόητες «κυρώσεις» και τις αποφάσεις των δικαστηρίων για να συγκαλύψει τόσο την υποταγή της απέναντι στην κυβερνητική πολιτική όσο και την ουσιαστική σύμπλευση του ΣΥΡΙΖΑ με τις κυρίαρχες εκπαιδευτικές επιλογές. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση υιοθέτησε όλες τις επιταγές της ΕΕ και του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση, μαζί και την αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών. Ο Γαβρόγλου ήδη από το 2018 επεσήμανε δημόσια πως πρέπει να καλλιεργηθεί «κουλτούρα αξιολόγησης» στους εκπαιδευτικούς, εννοώντας πως πρέπει να αποσπαστεί η συναίνεσή τους.
Έτσι, μπροστά στις Γενικές Συνελεύσεις των ΕΛΜΕ αλλά και την ολομέλεια των προέδρων στις 27/11, οι δυνάμεις αυτές επιδόθηκαν σε μια αδίστακτη επιχείρηση κατατρομοκράτησης του κλάδου και συκοφάντησης της απεργίας – αποχής, επαναλαμβάνοντας τις κυβερνητικές απειλές για διώξεις, πειθαρχικά, ποινές, περικοπές μισθών κλπ. Έφτασαν μάλιστα στο αδιανόητο σημείο να παραγγέλνουν μέσω της ΟΛΜΕ νομικές γνωμοδοτήσεις οι οποίες επιβεβαιώνουν(!) πως θα έρθουν οι εφτά πληγές του Φαραώ εάν οι εκπαιδευτικοί συνεχίσουν την απεργία – αποχή. Η τελευταία πράξη είναι απαράδεκτη όχι μόνο γιατί υπονομεύει και συκοφαντεί την απεργία – αποχή, αλλά και διότι για πρώτη φορά επιβάλλουν μια γραμμή που μετατρέπει την Ομοσπονδία ανοιχτά σε συμπλήρωμα και δεκανίκι της κυβερνητικής πολιτικής και σε αντιπαράθεση με τον ίδιο τον κλάδο που όφειλε να υπηρετεί. Είναι πραγματικά αδιανόητο για ένα σωματείο να υπαγορεύει στα μέλη του πως αν απεργήσουν θα υποστούν ποινές και κυρώσεις, όταν πραγματικά θα όφειλε να μαζικοποιεί, να περιφρουρεί και να θωρακίζει τον αγώνα του κλάδου απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική και την καταστολή.
Οι δυνάμεις αυτές υπηρετούν μια πολιτική που υπονομεύει το συνδικαλιστικό κίνημα και τις συλλογικές του διαδικασίες, συκοφαντεί τους αγώνες και την απεργία, καλλιεργεί την απογοήτευση και την αποστράτευση των εκπαιδευτικών. Δεν είναι τυχαίο ότι εφαρμόζουν αυτή την πολιτική την ίδια περίοδο που η κυβέρνηση εξαπολύει μια μεγάλης έντασης επίθεση στα σωματεία, με το ν. «Χατζηδάκη». Στα λόγια αντιτίθενται -υποτίθεται- στον αντεργατικό νόμο, στην πράξη όμως υποτάσσονται και παραδίδουν αφοπλισμένα τα σωματεία στην κυβερνητική πολιτική σε μια κρίσιμη στιγμή.
Η γενικευμένη αγανάκτηση των εκπαιδευτικών απέναντι όχι μόνο στην αξιολόγηση, αλλά στο σύνολο της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής που χτυπά το Δημόσιο Δωρεάν Σχολείο, που πλήττει το καθολικό δικαίωμα των παιδιών στη μόρφωση, πρέπει να βρει αγωνιστική διέξοδο. Με όχημα τα σωματεία τους οι εκπαιδευτικοί πρέπει να συνεχίσουν και να κλιμακώσουν ακόμα παραπέρα τον αγώνα τους ενάντια στην αντιεκπαιδευτική πολιτική. Παράλληλα το εκπαιδευτικό κίνημα μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό και συνεκτικό κρίκο στην ανάπτυξη ενός πλατιού πανεργατικού – παλλαϊκού μετώπου για την ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής που επιβάλλει άγρια φτώχεια στο λαό, κατερειπώνει τη Δημόσια Υγεία και Παιδεία, αφήνει πίσω της εξαθλίωση, ερείπια, καμένη γη και εκατόμβες νεκρών.