Η μαζική κάθοδος εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στους δρόμους όλης της χώρας αποτύπωσε το αίσθημα οργής για το κρατικό έγκλημα των Τεμπών και για την πρωτοφανή επιχείρηση συγκάλυψης που εκτυλίσσεται εδώ και δύο χρόνια μπροστά στα μάτια ολόκληρης της κοινωνίας. Αποτέλεσε ένα πολιτικό γεγονός το οποίο αναμφισβήτητα τράνταξε την κυβέρνηση της ΝΔ. Αυτός ο μαζικός και κοινός βηματισμός στο δρόμο, επέβαλε αλλαγή ύφους των κατά τα άλλα θρασύτατων και αλαζόνων υπουργών και κυβερνητικών εκπροσώπων. Ανάγκασε τον πρωθυπουργό να βγει σε συνέντευξη για να μας πείσει ότι δεν ήξερε και ότι παραπλανήθηκε. Επέβαλε αλλαγή ύφους και ρητορικής στη συστημική δημοσιογραφία η οποία έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην αναστροφή της πραγματικότητας και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, συμβάλλοντας τα μέγιστα στο έγκλημα της συγκάλυψης.

Γιατί αν σήμερα οι δημοσιογράφοι των κυρίαρχων ΜΜΕ μιλάνε για έγκλημα και όχι για δυστύχημα και αν σήμερα βγάζουν στο φως της δημοσιότητας ντοκουμέντα για την εξαφάνιση του βιολογικού υλικού και για τις εντολές μπαζώματος, δεν είναι επειδή σήμερα τα ανακάλυψαν. Βρίσκονται θαμμένα αυτά τα ντοκουμέντα στα συρτάρια τους πολλούς μήνες τώρα και επιλέγουν να τα αποκρύπτουν και να συγκαλύπτουν τους κυβερνώντες, γιατί αυτός άλλωστε είναι και ο ρόλος τους. Το κρατικό χρήμα, με το οποίο διαχρονικά μπουκώνονται τα κανάλια και ιδιαίτερα σε στιγμές κρίσης, έχει ακριβώς αυτό το σκοπό, τη συγκάλυψη και φίμωση, τον αποπροσανατολισμό και την αναστροφή της αλήθειας, ώστε η κυβερνητική πολιτική να ασκείται αναίμακτα στις πλάτες -και στην προκειμένη περίπτωση με το αίμα- του λαού.

Σήμερα λοιπόν η «έγκριτη» δημοσιογραφία του τόπου παριστάνει λίγο πολύ ότι αγανακτεί μπροστά στις αποκαλύψεις που η ίδια μέχρι χτες συγκάλυπτε, ξεστομίζοντας μάλιστα τη μία χυδαιότητα μετά την άλλη.

Από τους πρώτους, ο Παύλος Τσίμας που δεν ντράπηκε μόλις λίγο μετά το τραγικό έγκλημα να βγει σε τηλεοπτική εκπομπή της Σίας Κοσιώνη για να πει στην ελληνική κοινωνία ότι ο θάνατος 57 ανθρώπων δεν πήγε και τόσο χαμένος διότι «… μπορεί να αποτελέσει τομή ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει επιτέλους ξανά σιδηρόδρομο που να λειτουργεί καλά…» , για να πάρει στη συνέχεια τη σκυτάλη ο Άρης Πορτοσάλτε σε άλλο πάνελ και να μιλήσει για την «αναγκαία θυσία» που θα μας πάει παραπέρα, λέγοντας ότι έτσι «θα προχωρήσουμε».

Σε άλλο πάνελ η παρουσιάστρια Μαρία Σαράφογλου εγκαλούσε τους συνδικαλιστές του ΟΣΕ διότι δεν ενημέρωσαν τα κανάλια για τις εγκληματικές ελλείψεις της τηλεδιοίκησης και της φωτοσήμανσης, παρά το γεγονός ότι ήταν οι μόνοι που είχαν ενημερώσει το αρμόδιο υπουργείο με καταγγελίες και εξώδικα, προειδοποιώντας μάλιστα για κίνδυνο δυστυχημάτων.

Παραδίπλα, σε άλλο πάνελ η Ιωάννα Μάνδρου αγανακτισμένη κατήγγειλε ως αδιανόητη την απεργία των μηχανοδηγών, δηλαδή των εργαζομένων οι οποίοι καθημερινά μπαίνουν στα τρένα θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους. Αυτούς, λοιπόν, τους εργαζόμενους η Ι. Μάνδρου και οι «συνάδελφοί» της τους κατήγγειλαν διότι τόλμησαν να πραγματοποιήσουν απεργία κατά τη διάρκεια του εθνικού πένθους, που κήρυξε ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση, δηλαδή οι υπαίτιοι αυτού του εγκλήματος, απαιτώντας μάλιστα ένα βουβό και «ανώδυνο» πένθος.

Η Τατιάνα Στεφανίδου, ο Νίκος Ευαγγελάτος και ο Γιάννης Πρετεντέρης σε άλλα πάνελ, έστηναν το προφίλ του «μοιραίου» σταθμάρχη με τα «λευκά μαλλιά», σε μία προσπάθεια να εμπεδωθεί το κυβερνητικό αφήγημα που απέδιδε το έγκλημα αυτό σε ανθρώπινο λάθος και παρά το γεγονός ότι όλοι όσοι εργάζονται στον ΟΣΕ κατήγγειλαν ότι, αν λειτουργούσε έστω και ένα από τα αυτοματοποιημένα συστήματα, η σύγκρουση θα είχε αποφευχθεί.

Λίγο μετά, στα τέλη Μαρτίου του 2023, ενώ έχουν μεσολαβήσει μαζικές διαδηλώσεις και εν μέσω καταγγελιών των συγγενών των θυμάτων για συγκάλυψη, για μπάζωμα και για παράνομο φορτίο της εμπορικής στο οποίο οφείλεται η έκρηξη και η φωτιά, ο πρωθυπουργός παραχωρεί συνέντευξη σε έναν άλλο «έγκριτο» δημοσιογράφο, το Σταύρο Θεοδωράκη. Η συνέντευξη έχει ως στόχο το ξέπλυμα όλων των ευθυνών της κυβέρνησης. Εκεί ο πρωθυπουργός παρουσιάζει τις καταγγελίες των συγγενών ως θεωρίες συνωμοσίας και δηλώνει κατηγορηματικά ότι η εμπορική αμαξοστοιχία δεν μετέφερε τίποτα παράνομο.

Ο Σ. Θεοδωράκης τον επιβεβαιώνει, χρησιμοποιώντας μάλιστα ως επιχείρημα μία δική του δημοσιογραφική έρευνα, με βάσει την οποία η φωτιά προήλθε από τα έλαια σιλικόνης.

Τον Απρίλη του 2024 ο πρωθυπουργός παραχωρεί συνέντευξη στους δημοσιογράφους Παπαδάκη και Αναστασοπούλου, όπου και εκεί του δίνεται άπλετος χώρος και χρόνος να μιλάει για θεωρίες συνωμοσίας και να καταγγέλλει οποιονδήποτε αμφισβητεί το κυβερνητικό αφήγημα, όπως ακριβώς έκανε και τον Ιούνη του 2024 σε συνέντευξη με το Νίκο Χατζηνικολάου.

Στον ίδιο δημοσιογράφο δίνει συνέντευξη στον real fm το Νοέμβριο του 2023 ο Άδωνις Γεωργιάδης κάνοντας τη χυδαία δήλωση ότι τα Τέμπη δεν αφορούν κανέναν στην Ελλάδα. Ο Νίκος Χατζηνικολάου δεν ενοχλείται και ούτε βέβαια νιώθει την ανάγκη να παρέμβει με οποιονδήποτε τρόπο.

Στην πραγματικότητα κανένας από την αφρόκρεμα της ελληνικής δημοσιογραφίας δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να αγανακτήσει με τις εγκληματικές ευθύνες της κυβερνητικής πολιτικής. Άλλωστε η δημοσιογραφική αφρόκρεμα δεν λειτουργεί ούτε με το συναίσθημα ούτε με κανέναν κώδικα δεοντολογίας, αλλά με αυστηρές εντολές των καναλαρχών. Για αυτό και κανείς δεν «σκέφτηκε» να εγκαλέσει τον πρωθυπουργό για τα εγκαίνια της τηλεδιοίκησης που είχαν προγραμματιστεί μία μέρα μετά από την τραγωδία των Τεμπών. Πριν ακόμα από την τηλεδιοίκηση κανένας δεν σκέφτηκε να εγκαλέσει την κυβέρνηση και τον αρμόδιο υπουργό για την έλλειψη φωτοσήμανσης και για την τραγική μείωση του προσωπικού ως αποτέλεσμα της ιδιωτικοποίησης των τρένων. Κανείς δεν αγανάκτησε με την ασυδοσία της Hellenic train που επέβαλλε να ανεβοκατεβαίνουν τα τρένα με ταχύτητες που απαιτούν πλήρως αυτοματοποιημένα συστήματα και όχι βέβαια ασύρματους μεταξύ σταθμαρχείων, ούτε βέβαια με την κυβέρνηση η οποία γνώριζε και επέτρεπε στην εταιρεία να λειτουργεί με αυτόν τον ασύδοτο τρόπο, θέτοντας σε κίνδυνο την ζωή των επιβατών και των εργαζομένων.

Αφού λοιπόν επιχείρησαν να απαλλάξουν την κυβέρνηση από τις βαρύτατες εγκληματικές ευθύνες για την τραγική διάλυση του σιδηρόδρομου, αφού φρόντισαν να μείνει όσο γίνεται στο απυρόβλητο και η εταιρεία, στη συνέχεια επιδόθηκαν στη διάδοση fake news προκειμένου να στηρίξουν την κυβέρνηση στην προσπάθεια αυτής της προκλητικής συγκάλυψης.

Τα πάνελ που είναι έτοιμα να αποκαλύψουν ακόμα και την πιο άχρηστη λεπτομέρεια μίας δολοφονίας, να πάρουν συνεντεύξεις από τη γειτονιά, να ψάξουν όλους τους συγγενείς και να παρουσιάσουν βιογραφικό και φωτογραφικό υλικό, φορολογικές δηλώσεις και ακίνητη περιουσία, όλων των εμπλεκόμενων, ξαφνικά δεν είχαν πρόσβαση σε καμία πληροφορία. Κανείς, πέραν των συγγενών και των δικηγόρων και πραγματογνωμόνων που οι συγγενείς όρισαν, δεν γνώριζε για το τι είναι παράνομο και τι όχι. Κανένας δημοσιογράφος των μεγάλων συστημικών μέσων δεν «ήξερε» και ίσως ακόμη να μην «γνωρίζει» αν η αλλοίωση του τόπου ενός εγκλήματος είναι παράνομη. Κανένας δημοσιογράφος δεν μπορεί να ερευνήσει ποιοι έδωσαν την εντολή ξεμπαζώματος και μπαζώματος του χώρου. Κανένας δημοσιο­γράφος μέχρι χτες δεν μπορούσε να α­ξιολογήσει αν οι έρευνες και τα πορίσματα από τη μεριά των συγγενών έχουν σχέση με την αλήθεια. Κανένας δημοσιογράφος δεν μπορεί να ερευνήσει ποιοι ήταν υπεύθυνοι για το βιντεοσκοπικό υλικό που διαγράφηκε από τον ΟΣΕ.

Δεν γνωρίζουν τίποτα και δεν ερευνούν τίποτα για ένα από τα μεγαλύτερα κρατικά εγκλήματα κατά το οποίο μάλιστα προκύπτει και ένα σκάνδαλο λαθρεμπορίου καυσίμων με την εμπλοκή της κυβέρνησης. Και όταν αναγκάζονται, σε στιγμές πίεσης, να παραστήσουν έστω για λίγο τους δημοσιογράφους και επιχειρούν να φανεί ότι «στριμώχνουν» τους υπεύθυνους -και στην προκειμένη περίπτωση τον πρωθυπουργό- αρκούνται σε απαντήσεις όπως αυτή που συχνά ακούμε διά στόματος πρωθυπουργού που λέει ότι «είναι προσβλητικό να θεωρεί κάποιος ότι κάναμε συγκάλυψη».

Αυτοί που βγαίνουν έξω από τα ρούχα τους με τους απεργούς, με τις διαδηλώσεις, με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις απεργίες, με οποιαδήποτε συλλογική δράση επιχειρεί να βάλει ανάχωμα σε αυτή την εγκληματική πολιτική, είναι αυτοί που υ­ποκλίνονται μπροστά στους μοναδικούς υπεύθυνους αυτού του εγκλήματος.

Με θλιβερό τρόπο όλοι αυτοί οι έγκριτοι δημοσιογραφίσκοι -υπάλληλοι των αφεντικών τους- φρόντισαν, δύο χρόνια τώρα, να προστατεύσουν την κυβέρνησή τους από την απόδοση πολιτικών και ποινικών ευθυνών. Γιατί αν σε όλα αυτά τα συστημικά μέσα ασκούνταν έστω και στο ελάχιστο πραγματική δημοσιογραφία, οι κυβερνώντες δεν θα μπορούσαν να «σταθούν» ούτε λεπτό σε τηλεοπτικό πάνελ, όχι μόνο για το έγκλημα των Τεμπών και τον τραγικό θάνατο των 57 συνανθρώπων μας, αλλά συνολικά για την εγκληματική πολιτική που χρόνια τώρα ασκούν, σε όλους του τομείς και σε βάρος της επιβίωσης και της ζωής ενός ολόκληρου λαού.