“Γύρω – γύρω όλοι και στη μέση ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας” είναι το σκληρό διπλωματικό παιχνίδι, που παίζεται αυτή την περίοδο, σχετικά με την εξέλιξη και διαχείριση της πανδημίας.
Νέο πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας αποτέλεσε η πρώτη στα ιστορικά χρονικά τηλεδιάσκεψη των 194 χωρών του οργανισμού σχετικά με την διεθνή απάντηση στην πανδημία.
Ο Τραμπ, με οργισμένη τετρασέλιδη επιστολή προς τον επικεφαλής του Π.Ο.Υ. κατηγόρησε τον οργανισμό ότι είναι μια “μαριονέτα της Κίνας” και απείλησε ότι θα περικόψει στο 1/10 (40 εκ. δολάρια) τη χρηματοδότηση, ενώ υπονόησε ότι εξετάζει ακόμη και την συμμετοχή της χώρας του, εάν ο Π.Ο.Υ. δεν “δεσμευτεί για ουσιαστικές βελτιώσεις εντός των επόμενων 30 ημερών”.
Αν και δεν διευκρίνισε τις αλλαγές που επιδιώκει, είπε ότι “ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός για την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας είναι εάν μπορεί πραγματικά να επιδείξει ανεξαρτησία από την Κίνα”.
Η επιστολή Τραμπ, ο οποίος δεν συμμετείχε στην τηλεδιάσκεψη, ήταν απάντηση στην ηγετική παρουσία του Κινέζου Προέδρου Σι Τζινπινγκ ο οποίος ανακοίνωσε στην αρχή του φόρουμ ότι το Πεκίνο θα δωρίσει 2 δισ. δολάρια για την καταπολέμηση του ιού και ότι θα στείλει γιατρούς και ιατρικά εφόδια στην Αφρική και σε άλλες χώρες στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Η χρηματοδότηση αυτή -η οποία θα είναι για 2 χρόνια- είναι πολλαπλάσια από αυτή που έδιναν οι ΗΠΑ στον οργανισμό (400 εκ. δολάρια το χρόνο) πριν ο Τραμπ την διακόψει.
Αξιωματούχοι της αμερικάνικης κυβέρνησης κατήγγειλαν την κίνηση αυτή ως απόπειρα επηρεασμού του οργανισμού, για την έρευνα σχετικά με τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης από την Κίνα.
Ο Αμερικανός ΥπΕξ Πομπέο, μια μέρα μετά, χαρακτήρισε το ποσό αυτό ως “πενιχρό” συγκρινόμενο με τους χιλιάδες Αμερικανούς νεκρούς, τους εκατομμύρια ανέργους και την οικονομική ζημιά που μπορεί να φτάσει τα 9 τρισ. δολάρια.
Ο Τραμπ ανεβάζοντας περαιτέρω τους τόνους, με μια πρωτοφανή δήλωση κατηγόρησε το Πεκίνο για “ανικανότητα” που προκάλεσε μια “παγκόσμια μαζική δολοφονία”.
Επίσης οι ΗΠΑ κατηγόρησαν την Κίνα ότι προσπάθησε να υποκλέψει την αμερικανική έρευνα για την παρασκευή εμβολίου και ο Τραμπ απείλησε να διακόψει κάθε σχέση με το Πεκίνο.
Οι ΗΠΑ απέρριψαν ακόμη τη διατύπωση που υπήρχε σε σχετικό ψήφισμα του Π.Ο.Υ., για τα δικαιώματα των φτωχών χωρών να αγνοούν τις πατέντες ευρεσιτεχνίας προκειμένου να αποκτήσουν φτηνή πρόσβαση σε εμβόλιο ή θεραπεία για τον ιό.
Πέραν των άλλων, Αμερικανοί αναλυτές, με προεξάρχοντα το διαβόητο Χ. Κίσιγνγκερ, προτρέπουν την Ουάσινγκτον να παίξει το χαρτί των Ρώσων ενάντια στους Κινέζους, ώστε να “σπάσουν” τη συμμαχία των δύο χωρών, φέρνοντας ως παράδειγμα (από την ανάποδη) το άνοιγμα του Νίξον προς την Κίνα, τη δεκαετία του 1970. Χαρακτηρίζουν δε την Κίνα ως τη μεγαλύτερη απειλή, για τις ΗΠΑ, τον 21ο αιώνα.
Αντίθετα με την εμπρηστική ρητορική των ΗΠΑ, ο Σι Τζινπιγκ υπεραμύνθηκε της παγκόσμιας συνεργασίας, θέτοντας ως διεθνή προτεραιότητα την καταπολέμηση της πανδημίας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Τόνισε δε με έμφαση ότι “η ανάπτυξη και η προσφορά εμβολίου στην Κίνα όταν είναι διαθέσιμο, θα γίνει παγκόσμιο κοινό αγαθό”. Είναι σαφές ότι η Κίνα επενδύει στον λεγόμενο “δρόμο του μεταξιού” με άξονα την υγεία για να διευρύνει την πολιτική της επιρροή και παρουσία, ιδιαίτερα στις χώρες του τρίτου κόσμου, εκμεταλλευόμενη την σαφή αδυναμία των ΗΠΑ στην παρούσα φάση.
Ο Σι υπεραμύνθηκε των κατηγοριών που εκτοξεύουν οι ΗΠΑ και δήλωσε ότι είναι υπέρ μια διεθνούς έρευνας για τον κορονοϊό, αφού όμως τεθεί πρώτα υπό έλεγχο η πανδημία.
Η Ουάσινγκτον από τη μεριά της επενδύει στην όξυνση των σχέσεων των δύο χωρών και παίζει ακόμη και το χαρτί της Ταϊβάν που αγγίζει ευαίσθητες χορδές εθνικής κυριαρχίας της Κίνας. Με αφορμή μια κατηγορία των ΗΠΑ προς τον Π.Ο.Υ., ότι αγνόησε προειδοποίηση της Ταϊβάν για τη σοβαρότητα του κορονοϊού, κάτι που διαψεύδει ο οργανισμός, ζήτησαν “να καλέσει την Ταϊβάν” στην Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας, παρά τις αντιδράσεις της Κίνας.
Η Ταϊβάν αποκλείστηκε το 2016 από τον Π.Ο.Υ., στον οποίο είχε καθεστώς παρατηρητή, όταν ανήλθε στην προεδρία η Τσάι Ινγκ-Ουέν, η οποία αρνείται να δεχθεί ότι το νησί ανήκει στην Κίνα.
Το Πεκίνο αντέδρασε σκληρά υποστηρίζοντας ότι ο Αμερικανός πρόεδρος αμαυρώνει το όνομα και το κύρος της Κίνας, αποφεύγοντας τις αμερικανικές ευθύνες στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας κατηγόρησε τον Τραμπ ότι προσπάθησε να “ρίξει λάσπη στην Κίνα” και “να διαπραγματευτεί τις διεθνείς υποχρεώσεις του προς τον Π.Ο.Υ.”.
Ακόμη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφρασε τη στήριξή της στον Π.Ο.Υ ύστερα από τις απειλές Τραμπ. «Είναι η στιγμή που πρέπει να επιδείξουμε αλληλεγγύη και όχι να εκτοξεύουμε κατηγορίες ούτε να υπονομεύουμε την πολυμερή συνεργασία», δήλωσε εκπρόσωπος της Κομισιόν.
Παρά την όξυνση, η τηλεδιάσκεψη κατέληξε σε ομόφωνο ψήφισμα (με την ψήφο και των ΗΠΑ) που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Ένωση για λογαριασμό τουλάχιστον 100 χωρών, ανάμεσα στις οποίες η Αυστραλία, η Κίνα και η Ιαπωνία.
★★★
Ο “κινεζικός” πολιτικός ιός ο οποίος εξαπλώνεται ταχύτατα στις ΗΠΑ, αφού Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί πλειοδοτούν σε αντικινεζική ρητορεία, πέρασε και στην ευρωπαϊκή πλευρά.
Ο γνωστός και μη εξαιρετέος Μάνφρεντ Βέμπερ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, ζήτησε τη δωδεκάμηνη απαγόρευση των εξαγορών από Κινέζους επενδυτές ευρωπαϊκών εταιρειών, που έχουν πληγεί από την πανδημία, σαλπίζοντας ισχυρό μήνυμα προστατευτισμού για τα ευρωπαϊκά και δη για τα γερμανικά μονοπώλια.
“Η Ε.Ε. πρέπει να αντιδράσει με συντονισμένο τρόπο και να βάλει τέλος σε αυτό το κινεζικό ταξίδι για ψώνια” τόνισε χαρακτηριστικά στοχεύοντας στην ειδική σύνοδο κορυφής ΕΕ – Κίνας, που έχει προγραμματιστεί για τον Σεπτέμβριο.
Το Βερολίνο αποφάσισε πρόσφατα να θεσπίσει αυστηρότερους κανόνες προστασίας για τις γερμανικές εταιρείες από επιθετικές κινήσεις εξαγοράς από χώρες-μη μέλη της ΕΕ. Οι δηλώσεις Βέμπερ δείχνουν πως επιδιώκει να στοιχηθούν το σύνολο των χωρών της ΕΕ σε αυτή τη θέση, εξασφαλίζοντας τα γερμανικά συμφέροντα, ενόψει του διευρυμένου κινεζικού ενδιαφέροντος για επενδύσεις στα δίκτυα τηλεφωνίας 5G, σε ηλεκτρικά και ενεργειακά δίκτυα και άλλες ευρωπαϊκές βασικές υποδομές.
★★★
Στα πλαίσια αυτά εντείνεται και ο ανταγωνισμός μεταξύ των πολυεθνικών και τα παζάρια τους με τις κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών στην κούρσα για την ανακάλυψη του εμβολίου.
Μετά την απόπειρα εξαγοράς της γερμανικής CUREVAC από τον Τραμπ, που σκάλωσε προς το παρόν συναντώντας την ισχυρή αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης, η γαλλική φαρμακευτική SANOFI “αποκάλυψε” ξαφνικά πως “οι ΗΠΑ έχουν το δικαίωμα να προπαραγγείλουν (εμβόλιο για τον κορονοϊό) επειδή έχουν επενδύσει για να αναλάβουν τον κίνδυνο”.
Ο διευθύνων σύμβουλος του κολοσσού Χάντσον παραπέμπει σε σχετική συμφωνία για επιδότηση ύψους 28 δισ. από την αμερικανική BARDA ήδη από τον περασμένο Φλεβάρη. Το υπουργείο υγείας των ΗΠΑ (το οποίο κατά τα λοιπά δε γνώριζε τίποτα για πιθανή πανδημία) επενδύει ιλιγγιώδη ποσά σε αντίστοιχες έρευνες με αντάλλαγμα την πολυπόθητη εξασφάλιση της παραγωγής, κατασκευής και πώλησης “ελπιδοφόρων εμβολίων” στη χώρα, προκειμένου να αποφύγει την εξάρτηση από “αθέμιτους ανταγωνιστές” (διάβαζε Κίνα, από την οποία προέρχεται το 90% των αντιβιοτικών και των δραστικών ουσιών φαρμάκων που εισάγονται στην Αμερική).
Σύμφωνα ωστόσο με τους εκπροσώπους της SANOFI “η εταιρεία διεξάγει επί του παρόντος πολύ εποικοδομητικές συνομιλίες και με την ΕΕ και με τη γαλλική και γερμανική κυβέρνηση για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης εμβολίων”.
Στα εν λόγω “εποικοδομητικά μέτρα” που εξετάζει η κομισιόν συμπεριλαμβάνεται και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός.
Στα πλαίσια αυτά (και ενώ το κινέζικο μεγαθήριο της SINOVAC BIOTECH δηλώνει έτοιμο από τα τέλη Απρίλη για την παραγωγή 100 εκατομμυρίων δόσεων ετησίως για την αντιμετώπιση του κορονοϊού), πριν δύο εβδομάδες η Κομισιόν συγκέντρωσε 7,4 δισ. ευρώ στη “διάσκεψη δωρητών” για τη χρηματοδότηση της “παγκόσμιας αναζήτησης εμβολίου”.