Στο φόντο της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή, εξελίσσονται και οι αντιθέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας διαμορφώνοντας μια ολοένα και πιο επικίνδυνη πορεία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις για τον στρατηγικό έλεγχο της ΝΑ Μεσογείου και των Βαλκανίων, προσλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις η σύγκρουσή τους για την εκμετάλλευση των θαλάσσιων ενεργειακών πηγών και την ανάπτυξη ενεργειακών δικτύων τροφοδοσίας της Ευρώπης. Διαψεύδονται έτσι οι φρούδες ελπίδες, ότι ο υποθαλάσσιος πλούτος της Μεσογείου θα αποτελούσε εργαλείο συνεργασίας και σταθερότητας. Αντίθετα, το σύγχρονο Ελντοράντο του «μαύρου χρυσού» σε συνδυασμό και με τον έλεγχο των προσφυγικών ροών αποτελούν μοχλό αμφισβήτησης των συνόρων της Ελλάδας από την Τουρκία.
Στα πλαίσια αυτά οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και οι υπερπτήσεις τουρκικών αεροπλάνων, ακόμα και οπλισμένων, πάνω από ελληνικά νησιά πολλαπλασιάζονται. Παράλληλα, με τις αλλεπάλληλες NAVTEX, δεσμεύονται τεράστιες θαλάσσιες περιοχές για ναυτικές ασκήσεις ή για σεισμογραφικές έρευνες του «Μπαρμπαρός», που βρίσκεται από καιρό στην περιοχή, συνοδευόμενο από δυο «υποστηρικτικά» πλοία. Την ίδια περίοδο, δυτικά και ανατολικά της Κύπρου βρίσκονται τα δύο γεωτρύπανα «Φατίχ» και «Γιαβούζ», ενώ πρόσφατα με τη συνδρομή και τέταρτου πλοίου, του ερευνητικού «Ορούτς Ρέις», καταπατούν την κυριαρχία της Κύπρου, σε μια προσπάθεια της Άγκυρας να επιβάλει με την πολεμική απειλή τις απαιτήσεις της σε βάρος Ελλάδας και Κύπρου.
Οι κλιμακούμενες προκλητικές ενέργειες καλύπτονται από τη μόνιμο πια επωδό των Τούρκων αξιωματούχων, που επανέλαβε πρόσφατα και ο Ερντογάν, ότι «κανένα σχέδιο που αγνοεί την Τουρκία ή την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (όπως αποκαλούν τα κατεχόμενα) δε μπορεί να πραγματοποιηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο».
Στο μεταξύ το μισό Αιγαίο Πέλαγος και η θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Κρήτης περιλαμβάνονται επίσημα στις άμεσες τουρκικές επιθυμίες για τα όρια της «γαλάζιας πατρίδας», που προωθεί η κυβέρνηση Ερντογάν. Φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στον επίσημο ιστότοπο της προεδρίας εικονίζει τον Ερντογάν να υπογράφει το βιβλίο επισκεπτών κατά την τελετή αποφοίτησης αξιωματικών στο Πανεπιστήμιο Εθνικής Άμυνας στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στο φόντο εμφανίζεται μεγάλος χάρτης όπου αποτυπώνονται οι φιλοδοξίες τις Άγκυρας. Στο χάρτη υλοποιούνται οι διακηρύξεις για την αναθεώρηση της Συμφωνίας της Λοζάνης και τη θαλάσσια έκταση των «συνόρων της καρδιάς» του Ερντογάν.
Ξεκαθαρίζεται ότι η «γαλάζια πατρίδα», 462.000 τετραγωνικών χιλιόμετρων, ενσωματώνει το θαλάσσιο χώρο γύρω από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, τμήμα των Κυκλάδων και καταλήγει ανατολικά της Κρήτης. Ταυτόχρονα, στο χάρτη αγνοούνται τα κυπριακά κυριαρχικά δικαιώματα και εξαφανίζεται το Καστελόριζο προκειμένου να επεκταθεί η Τουρκική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) μέχρι να συναντήσει την Αιγυπτιακή.
Η απάντηση του Υπουργού Εξωτερικών, Δένδια, κινήθηκε στις τετριμμένες καθησυχαστικές θέσεις των ελληνικών κυβερνήσεων με αναφορά στον απομονωτισμό της Άγκυρας και την επίκληση του διεθνούς δικαίου, ξεχνώντας το γεγονός ότι η Τουρκία παραμένει στο ΝΑΤΟ και μάλιστα μένει σταθερή στις επιλογές της, όπως πρόσφατα με την υπόθεση της προμήθειας των ρωσικών S-400, ενώ αξιοποιώντας τα οικονομικά και γεωπολιτικά της μεγέθη αναπτύσσει δεσμούς με τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα. Αψευδής μάρτυρας της υποτιθέμενης τουρκικής απομόνωσης, η συνέχιση της 45χρονης στρατιωτικής κατοχής του Βόρειου τμήματος της Κύπρου, που σταδιακά νομιμοποιείται, με την ανοχή και υποστήριξη των πολλών άσπονδων φίλων της Ελλάδας.
Την επικίνδυνη κατάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επιχειρεί να εκτονώσει με κατευναστικές παραινέσεις, ο Κ. Σημίτης σε πρόσφατο άρθρο του στα «ΝΕΑ», ο οποίος αφού διαπιστώνει ότι «μια αντιπαράθεση Τουρκίας και Ελλάδας είναι στο άμεσο μέλλον πιθανή», επαναφέρει στο προσκήνιο την ενδοτική γραμμή που ακολουθούν διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις. Επιχειρώντας να δικαιώσει τις υποτελείς ευχαριστίες του προς τις ΗΠΑ για την παρέμβασή τους το βράδυ των Ιμίων συμβουλεύει: «…Ο δρόμος που πρότεινε η Συμφωνία του Ελσίνκι είναι η ενδεδειγμένη τόσο για να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύρραξη όσο και για να αποδείξει ότι επιθυμούμε την ειρήνη. Η Ελλάδα να προτείνει την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για να επιλυθεί το θέμα των ορίων της υφαλοκρηπίδας Ελλάδας και Τουρκίας». Δηλαδή προτείνει οι δυνάμεις, που συντηρούν και υποδαυλίζουν τις διενέξεις ανάμεσα στις χώρες και τους λαούς, να αναλάβουν την δίκαιη και ειρηνική διευθέτηση των προβλημάτων. Παρεμφερείς απόψεις με εκείνες που διατύπωσε στις αρχές της χρονιάς ο Κοτζιάς στο «Φόρουμ των Δελφών», που υποστήριξε ότι δεν πρέπει να είμαστε μονοχοφάηδες, αλλά να έχει και η Τουρκία έσοδα από τον ενεργειακό πλούτο, ανοίγοντας το δρόμο για μελλοντική «συνεκμετάλλευση». Θυμίζουμε ότι το 1997, ένα χρόνο μετά τα Ίμια, στην Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ που έγινε στην Μαδρίτη, η Ελλάδα αναγνώρισε «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο και το 1999, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, στο Ελσίνκι, υπογράφει κείμενο στο οποίο αναγνωρίζονται «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα επιχειρεί να θωρακιστεί «εξαγοράζοντας» ουσιαστικά την εύνοια των ξένων προστατών της, με τα εξοπλιστικά να βρίσκονται ψηλά τόσο στην αναμενόμενη επίσκεψη του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Πομπέο, στην Ελλάδα, στις αρχές Οκτώβρη, όσο και στην πρόσφατη επίσκεψη του Μητσοτάκη στο Παρίσι και τη συνάντηση που είχε με τον Γάλλο πρόεδρο, Μακρόν, κατά την οποία φαίνεται να συμφωνήθηκε η προμήθεια (σε βάθος χρόνων) δύο γαλλικών φρεγατών αλλά και τη συντήρηση ή εκσυγχρονισμό των αμυντικών συστημάτων της Ελλάδας.
Στην ίδια κατεύθυνση της ενίσχυσης των συμφερόντων της Τουρκικής πλουτοκρατίας και της απόσπασης του μέγιστου δυνατού μεριδίου από τη λεία των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής, η Άγκυρα ρυθμίζει τη στρόφιγγα των προσφυγικών ροών, στέλνοντας ηχηρά μηνύματα προς την Αθήνα και την Ευρώπη.
Την ώρα που ο Τούρκος πρόεδρος «προβλέπει» επικείμενο νέο κύμα προσφύγων από τη Συρία προς την Τουρκία εξαιτίας των γεγονότων στην Ιντλίμπ, πολλαπλασιάζονται οι αφίξεις Σύρων προσφύγων στα νησιά, οι οποίοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη μετά τις απειλές της τουρκικής κυβέρνησης για απέλαση. Αποτέλεσμα να επανέρχεται η κατάσταση στο 2012, με πάνω από 500 αφίξεις στη Μυτιλήνη, γεγονός που υποχρέωσε την Αθήνα στην άμεση σύγκληση του ΚΥΣΕΑ προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις, που παραπέμπουν το θέμα στη γνωστή «εταιρική αλληλεγγύη» των Βρυξελλών.
Κύπρος: Μεθοδεύσεις επίσπευσης διχοτομικών εξελίξεων σε συνθήκες πολεμικών απειλών
Στις συνθήκες της αυξανόμενης έντασης ανάμεσα σε Αθήνα, Άγκυρα και Λευκωσία εντείνονται και οι δρομολογημένες διαδικασίες επανέναρξης των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Οι δύο πλευρές με τη στήριξη και ισχυρών συμμάχων ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ, κινούνται στη γνωστή κοινή διακήρυξη του Φλεβάρη του 2014 για τα «δύο συνιστώντα κράτη», δηλαδή στην ντε φάκτο διχοτόμηση, ώστε να προχωρήσουν οι νέες διαπραγματεύσεις στην Ελβετία όπως το 2017 και την επανεκκίνηση μια πενταμερούς συνάντησης με τη συμμετοχή και των εγγυητριών δυνάμεων, υπό την εποπτεία του ΟΗΕ. Αυτές τις μέρες η Ειδική Απεσταλμένη του ΓΓ του ΟΗΕ, Λουτ, στο πλαίσιο της προσπάθειας για συνομολόγηση των όρων αναφοράς, δηλαδή του πλαισίου των διαπραγματεύσεων, έχει συνεχείς διαβουλεύσεις στη Λευκωσία με Αναστασιάδη και Ακιντζί. Ωστόσο το κλίμα δεν είναι ευνοϊκό τόσο γιατί η πλευρά του ψευδοκράτους θέτει επίμονα το ζήτημα της μοιρασιάς των υδρογονανθράκων σαν προϋπόθεση για να προχωρήσει η διαδικασία, αλλά και γιατί επιβαρύνεται από τις κλιμακούμενες τουρκικές απειλές.
Δεν είναι τυχαίες και οι εμπρηστικές αναφορές του Ερντογάν κατά την τελευταία συνάντησή του με τον «πρωθυπουργό» Ερσίν Τατάρ, ο οποίος συνοδευόμενος από τον «υπουργό Εξωτερικών» Κουντρέτ Οζερσάι κλήθηκαν στην Άγκυρα για οδηγίες. Ο Τούρκος πρόεδρος αναφέρθηκε και στον «Αττίλα» του 1974, που είχε δήθεν «ειρηνευτικό χαρακτήρα». Στο ίδιο μοτίβο και ο πρωθυπουργός του ψευδοκράτους, που δήλωσε ότι «η Τουρκία θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει μονομερώς στην Κύπρο σε περίπτωση συμφωνίας» και ότι «οι Τουρκοκύπριοι δεν θα δέχονταν ποτέ άλλους εγγυητικούς μηχανισμούς». Λίγο αργότερα ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας, Ακάρ, αναφερόμενος με έπαρση στην εισβολή και κατοχή του 1974, υποστήριξε: «Είμαστε στο ίδιο σημείο που βρισκόμασταν και το 1974 στην Κύπρο. Ο,τι χρειάστηκε να γίνει εκείνη τη μέρα, κανείς να μην αμφιβάλει ότι δεν θα γίνει το ίδιο σε παρόμοια κατάσταση σήμερα» και πρόσθεσε ότι «δεν θα υποχωρήσουμε ποτέ από τα δικαιώματα και τα συμφέροντά μας εδώ, δεν θα κάνουμε βήμα πίσω, το έχουμε δηλώσει σε όλο τον κόσμο. Κανείς να μη δοκιμάσει τη δύναμη και την ισχύ μας, κανείς να μην κάνει λάθος λογαριασμούς».