Στις 24 Αυγούστου ο πόλεμος που ξεκίνησε με τη στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία συμπλήρωσε τους 6 μήνες χωρίς τίποτα να δείχνει ότι μπορεί σύντομα να οδηγηθεί σε κάποιο τέλος. Το αντίθετο. Καθώς η ημερομηνία αυτή συνέπεσε με τα 31 χρόνια απόσπασης της Ουκρανίας από την άλλοτε ενιαία ΕΣΣΔ και θεωρείται ως «η ημέρα ανεξαρτησίας» της Ουκρανίας, ο Ζελένσκυ φρόντισε να επενδύσει τον «γιορτασμό» της με ηχηρές δηλώσεις ότι «δεν ορίζει» ως «τέλος του πολέμου την ειρήνη» αλλά «τη νίκη» και «δεν επιδιώκει να συνεννοηθεί με τους τρομοκράτες» αλλά έχει ως στόχο «την ανακατάληψη με όλα τα μέσα της Κριμαίας», «την απελευθέρωση και των 25 ουκρανικών περιφερειών, χωρίς καμία παραχώρηση ή συμβιβασμό».
Ανεξάρτητα από το αν η ρητορική του Ζελένσκυ ανταποκρίνεται στο μέχρι τώρα αποτέλεσμα του πολέμου στα πεδία των μαχών της Ουκρανίας, το βέβαιο είναι ότι αυτή αποτελεί το ηχείο των επιδιώξεων της Δύσης που -με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα στους πρώτους μήνες της ρώσικης εισβολής-, με πρωτοστατούσες τις ΗΠΑ, έχει έκτοτε βάλει στην άκρη τη διπλωματία και τις διαπραγματεύσεις ως μέσα αντιμετώπισης της Ουκρανικής κρίσης και στηρίζει την παράταση του πολέμου με τη Ρωσία σε βάθος χρόνου, με ό,τι επιπλέον καταστροφικές συνέπειες μπορεί να σημαίνει αυτό, όπως η τελευταία εξαιρετικά επικίνδυνη που εκτυλίσσεται γύρω από τον πυρηνικό σταθμό της Ζαπορίζια.
Απέναντι σε αυτές τις δυτικές ιαχές που εκτόξευσε ο Ζελένσκυ, η απάντηση της Ρωσίας ήταν πολλαπλή, άμεση και συγκεκριμένη. Με τον Πούτιν να υπογράφει διάταγμα άμεσης αύξησης του αριθμού των ρώσικων ενόπλων δυνάμεων κατά 137.000 στρατιώτες, με τις ρώσικες ένοπλες δυνάμεις να ανακοινώνουν την έναρξη της μαζικής παραγωγής υπερηχητικών πυραύλων «Zircon», με την εκκίνηση προετοιμασιών για δημοψηφίσματα ένταξης κατεχόμενων ουκρανικών εδαφών (Χερσώνα, Ζαπορίζια, Ντονέτσκ, Λουγκάνσκ, περιοχές στο Χάρκοβο) στη Ρωσία και με τον αντιπρόεδρο του συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας Ντμ. Μεντβέντεφ να «σκληραίνει» την πολιτική τοποθέτηση της Ρωσίας, δηλώνοντας πως «η αποκήρυξη της ένταξης της Ουκρανίας στη βορειοατλαντική συμμαχία είναι τώρα ζωτικής σημασίας, αλλά δεν είναι πλέον επαρκής για να αποκατασταθεί η ειρήνη».Με άλλα λόγια άφησε να εννοηθεί πως η Ρωσία δεν σκοπεύει βάλει τέλος στη στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία ακόμα κι αν το Κίεβο δηλώσει ότι δεν πρόκειται να μπει στο ΝΑΤΟ.
Οι προθέσεις της Δύσης, όπως τις διατύπωσαν ο γγ του ΝΑΤΟ και οι Ευρωπαίοι ηγέτες στα μηνύματά τους για την «ημέρα ανεξαρτησίας» της Ουκρανίας, να συνεχίσουν «για όσο καιρό χρειαστεί» την πολεμική στήριξη της Ουκρανίας με σκοπό να μεγεθύνουν την φθορά της Ρωσίας, αποτυπώνονται και στις νέες εξαγγελίες της για αύξηση των πακέτων στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο. Εξαγγελίες που, καθώς συνοδεύονται και από δηλώσεις πως το είδος και ο σύγχρονος εξοπλισμός που περιέχουν τα νέα πακέτα προορίζονται για «απελευθέρωση ουκρανικών εδαφών», προοιωνίζονται μια νέα φάση έντασης του πολέμου στην Ουκρανία.
Σε αυτήν την κατεύθυνση πρωτοστατούν οι ΗΠΑ, όπως δείχνει και το μέγεθος της στρατιωτικής στήριξης που δίνουν στο Ζελένσκυ. Τις τελευταίες εβδομάδες ανακοίνωσαν καινούργιο πακέτο στρατιωτικής στήριξης των Ουκρανικών δυνάμεων ύψους 3 δισ. δολαρίων, το οποίο ανεβάζει τη συνολική αμερικάνικη στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο, από τότε που ανέλαβε την προεδρία ο Τζο Μπάιντεν, στο ύψος των 13,5 δισ.
Τον ίδιο δρόμο ακολουθούν και κυβερνήσεις της ΕΕ, όμως με αρκετά μικρότερα πακέτα και ασθμαίνοντα ρυθμό (π.χ. Η Γερμανία μιλά για 500 εκ. ευρώ μακροπρόθεσμη στρατιωτική βοήθεια). Σε σχέση με αυτό είναι αξιοσημείωτες οι πληροφορίες που ήλθαν στο φως της δημοσιότητας, πως η ευρωπαϊκή στρατιωτική βοήθεια στο Κίεβο παρουσιάζει πτωτική τάση ήδη από τα τέλη Απριλίου και πως δεν συμβαδίζει πλέον με την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ προς την Ουκρανία. Σε έκθεση που παρουσίασε η ευρωπαϊκή έκδοση του αμερικανικού ειδησεογραφικού οργανισμού Politico αναφέρεται ότι τον Ιούλιο δεν υπογράφηκε καμία διμερής συμφωνία για στρατιωτικούς εξοπλισμούς ανάμεσα στις έξι μεγάλες χώρες της ηπείρου και την Ουκρανία και ότι αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής. Μελέτη του Ινστιτούτου Κίελ δείχνει τις μεγάλες δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηπείρου να απομακρύνονται από την άμεση στήριξη προς το Κίεβο. Αναφορές από την τελευταία συνάντηση που είχαν οι δυτικοί σύμμαχοι στη Κοπεγχάγη για συγκέντρωση ποσών στρατιωτικής βοήθειας προς το Ζελένσκυ αναφέρουν πως οι δεσμεύσεις που δόθηκαν δεν ξεπέρασαν τα 1,5 δισ. ευρώ, ποσό που χαρακτηρίστηκε πενιχρό σε σχέση με ό,τι συγκεντρώθηκε στις προηγούμενες συναντήσεις.
Έτσι παρατηρείται οι ουκρανικές δυνάμεις να προαναγγέλλουν μεγάλη αντεπίθεση, την ίδια ώρα που η ευρωπαϊκή πολεμική βοήθεια μειώνεται και αυτό γίνεται ακόμα και από ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Βρετανία κι η Πολωνία, που υπερακοντίζουν στην στρατιωτική αντιπαράθεση με τη Ρωσία.
Η δημοσιοποίηση αυτών των πληροφοριών, από το μεγάλο αμερικάνικο δημοσιογραφικό πρακτορείο στην Ευρώπη, μπορεί να αποτελεί και έναν τρόπο αμερικάνικης πίεσης προς τα κράτη της ΕΕ να αυξήσουν τη στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία, κάτι που απηχεί και τις σκοπεύσεις των ΗΠΑ με μοχλό την Ουκρανική κρίση να ευθυγραμμίσουν στα σχέδιά τους την ΕΕ. Ωστόσο, ταυτόχρονα αποκαλύπτουν και μια αντιφατική και διαφοροποιημένη εικόνα όσον αφορά την εξέλιξη της στήριξης της Δύσης στο Κίεβο.
Η αντιφατική αυτή εικόνα ενισχύεται από εξίσου αντιφατικές δηλώσεις ηγετικών δυνάμεων της ΕΕ, πρώτα απ’ όλα της Γερμανίας που, από τη μια, διαβεβαιώνει ότι θα στηρίξει την Ουκρανία «επί χρόνια στον πόλεμο κατά της Ρωσίας αν χρειαστεί» και η υπουργός Εξωτερικών της Μπέρμποκ δηλώνει πως υπερασπίζει την διεκδίκηση της Ουκρανίας για τη Χερσόνησο της Κριμαίας, από την άλλη, ωστόσο, η ίδια διαμηνύει πως «η παράδοση όπλων παραμένει για τη Γερμανία «λεπτή γραμμή», λόγω των ελλείψεων της ίδιας της Bundeswehr» προσθέτοντας, με νόημα, πως «δεν γνωρίζουμε αν η Ουκρανία θα κερδίσει τον πόλεμο. Η πραγματικότητα είναι σκληρή».Στο ίδιο μήκος κύματος κι η υπουργός Άμυνας της Γερμανίας Κρ. Λάμπρεχτ επανέλαβε πως υπάρχουν «μικρά περιθώρια» να σταλούν και άλλα όπλα από τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις…
Όλα αυτά τα αντιφατικά έχουν προκαλέσει και το δημόσιο σχολιασμό πως «οι υποσχέσεις δε σημαίνουν τίποτα για το πεδίο της μάχης». Κάνουν, επίσης, φανερές τις δυσκολίες που έχει δημιουργήσει στα ευρωπαϊκά κράτη η αντιπαράθεσή τους με τη Ρωσία. Οι διαφοροποιήσεις που έχει προκαλέσει στο εσωτερικό της ΕΕ είναι εμφανείς, με χαρακτηριστική αυτή της Ουγγαρίας που, αν και ανήκει και στο ΝΑΤΟ, δεν έχει συμφωνήσει να συνεργασθεί με τους δυτικούς συμμάχους στην παροχή στρατιωτικής στήριξης στο Κίεβο, τηρεί διαφορετική στάση όσον άφορα το ενεργειακό απέναντι στη Ρωσία και ο πρωθυπουργός της Ορμπαν διατυμπανίζει πως «κυρώσεις και παροχή όπλων δεν οδηγούν σε αποτελέσματα» προκαλώντας επικρίσεις των αμερικανών πως «η Ουγγαρία γεννά ανησυχίες στο δυτικό μέτωπο της Ουκρανίας».
Οι ευρωπαϊκές δυσκολίες μεγεθύνονται όσο η αντιπαράθεση με τη Ρωσία παρατείνεται και έχουν εκδηλωθεί πιο έντονα στο άλλο σκέλος αυτής της αντιπαράθεσης, στο σκέλος του οικονομικού πολέμου, όπου ο ρυθμός και το μέγεθος των οικονομικών κυρώσεων από πλευράς της Δύσης σε βάρος της Ρωσίας έχουν περιορισθεί και επιβραδυνθεί σημαντικά καθώς τα ανταποδοτικά χτυπήματα της Ρωσίας με όπλο τη μείωση ή και τις διακοπές της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης έχουν προκαλέσει μεγάλη οικονομική πίεση στην τελευταία.
Αυτό φάνηκε και στην τελευταία συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, όπου το μέτρο που εισηγήθηκαν ορισμένες χώρες (όπως η Πολωνία, η Τσεχία και η Εσθονία) για καθολική απαγόρευση χορήγησης βίζας για την είσοδο Ρώσων πολιτών στην ΕΕ δεν προχώρησε λόγω αντίθεσης κρατών όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστρία και περιορίστηκε σε αναστολή της συμφωνίας διευκολύνσεων θεωρήσεων εισόδου Ρώσων πολιτών. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι στο πλαίσιο αυτής της συνάντησης ακούστηκαν φωνές όπως του υπουργού Εξωτερικών του Λουξεμβούργου που αντιτάχθηκε στις χωρίς τέλος κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία λέγοντας ότι «προσπαθούμε να βεβαιωθούμε αν οι ήδη υιοθετημένες κυρώσεις εφαρμόζονται. Δεν μπορείς συνεχώς να επιβάλεις κυρώσεις, κυρώσεις, κυρώσεις. Σε κάποιο σημείο χρειάζεσαι να σκεφτείς πως θα επιστρέψεις πίσω στο δρόμο της διπλωματίας».
Μέσα σε αυτό το κλίμα ο πόλεμος στην Ουκρανία οδηγείται σε μια απροσδιόριστου χρόνου παράταση, με όλο και πιο σύγχρονα όπλα να συσσωρεύονται στα πεδία της μάχης και με την στρατιωτική αντιπαράθεση να παίρνει πιο επικίνδυνες τροπές, όπως συμβαίνει τώρα στο πυρηνικό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενεργείας Ζαπορίζια. Ο πυρηνικός σταθμός, καθώς έχει καταληφθεί από τις ρωσικές δυνάμεις, έχει γίνει στρατιωτικός στόχος εγκυμονώντας κινδύνους ενός μεγάλου πυρηνικού ατυχήματος ή διαρροής ραδιενέργειας. Η επικινδυνότητα της κατάστασης επί μέρες οδήγησε στην εγκατάσταση στην περιοχή, εν μέσω βομβαρδισμών, κλιμακίου της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας, με την αντιπαράθεση και τις αλληλοκατηγορίες μεταξύ της ρωσικής και ουκρανικής πλευράς, ωστόσο, να συνεχίζονται και να εντείνουν τις διεθνείς ανησυχίες.