Στη μνήμη εκατοντάδων χιλιάδων ανώνυμων αγωνιστών του αριστερού και κομουνιστικού κινήματος.
Η Αντιγόνη Τσαπαλιάρη Τσαμούταλη ήταν μία απ’ αυτούς. Πέθανε στις 19 Αυγούστου στο Γηροκομείο Ικαρίας.
Η Αντιγόνη από παιδί σχεδόν πήρε μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα. Νεαρή κοπέλα πήγε πρόσφυγας στη Μέση Ανατολή. Εκεί, όπως και χιλιάδες άλλοι κλεισμένοι στα προσφυγικά στρατόπεδα, έδειξε με τη στάση της πόσο συνειδητοποιημένη ήταν σε σχέση με το ρόλο των Άγγλων που τα συνδιοικούσαν μαζί με έλληνες αξιωματικούς. Δύο φορές ξυλοφόρτωσε Άγγλο αξιωματικό. Στην επιστροφή παντρεύτηκε τον σύντροφο της Τσαμούταλη ο οποίος στη συνέχεια του αγώνα για λευτεριά, έφτασε με το ΔΣΕ πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία. Πίσω η Αντιγόνη με ένα μωρό, την έπιασαν οι συνεργάτες των Γερμανών που κυβερνούσαν τον τόπο. 5 χρόνια φυλακές, εξορίες (Αβέρωφ, Χίο, Τρίκερι). Στο γυρισμό δούλευε αγωγιάτης για να ζήσει με το παιδί της. Μετά από 20 χρόνια κατάφερε να πάει στην Πολωνία να βρει τον άντρα της, μαζί με το γιο της. Γύρισε στο νησί μετά από 40 χρόνια, ο άντρας της πέθανε, εκείνη πήγε στο Γηροκομείο. Εκεί έδινε τους τελευταίους αγώνες της ζωής της. Μέλος της επιτροπής στήριξης για να μην κλείσει το Γηροκομείο, ήταν πάντα έτοιμη με το μπαστούνι της να επιτεθεί σε όποιον τολμούσε να πάρει από κει η εκείνην ή όποια άλλη γιαγιά η παππού, από όλους όσοι είχαν μείνει εκεί όταν η μητρόπολη απέλυσε τους εργαζόμενους. Σαν κομουνίστρια γνώριζε πολύ καλά ότι οι ηλικιωμένοι έχουν δικαίωμα σε δημόσια πρόνοια, ότι αυτή η ευθύνη είναι της πολιτείας και όχι των γυναικών που χρόνια την ασκούν σε κάθε σπίτι. Ότι οι γυναίκες έχουν δικαίωμα στην εργασία και την οικονομική ανεξαρτησία. Έτσι έζησε, έτσι αγωνίστηκε.
Στην κηδεία της τη θυμήθηκαν οι «σύντροφοι» που όλα τα χρόνια έλεγαν πως δεν υπάρχει και ούτε την επισκέφτηκαν ποτέ όσο ζούσε στο Γηροκομείο.
Από την επιτροπή στήριξης του Γηροκομείου, στην κηδεία της ειπώθηκαν και τα παρακάτω:
Μικρό παιδί στη φτώχεια και την πείνα έζησα δυο πολέμους στη σειρά το φασισμό, τη φυλακή, την εξορία μάτωνα χρόνια για ζωή και λευτεριά.
Κι ύστερα πρόσφυγας και μετανάστης και φτυσμένος στα κάτεργα του κόσμου ναυαγός, από τον τόπο μου έξω πεταμένος με μιαν ελπίδα έμαθα να ζω
Κάποτε θα γυρίσω δεν μπορεί… δεν μένουν έτσι οι καιροί, όλο γυρνάνε
αχ! Να πατήσω στη γεννήτρα γη άραγε νάναι όπως τη θυμάμαι;
Ελπίζοντας ασπρίσαν τα μαλλιά μου είπα πως όνειρο θα μείνει ο γυρισμός
μα να! Είμαι εδώ τι θαύμα! Γη δικιά μου το χώμα να πατήσω κι ας χαθώ.
Και τώρα; Καταχείμωνο η ψυχή μας το σώμα μας μπαλάκι στα σκυλιά βάρος μας λένε έγινε η ζωή μας εδώ κι εκεί μας διώχνουν σαν σακιά.
Σηκώνουμε το βλέμμα σ’ όλους τούτους που γίναν βουλευτές και υπουργοί δήμαρχοι, γραμματείς και φαρισαίοι εδώ… πεθαίνουμε… από πίκρα και ντροπή.
Πεθαίνω αφανής και ξεχασμένη μαζί μου σέρνω μνήμη τραγική πιο κι απ’ της εξορίας μου τα χρόνια να με ποδοπατάτε όλοι μαζί.
Και θυμάμαι στα δεκάξι μου τα χρόνια μες σε στρατόπεδα της Μες Ανατολής αψήφησα τον τρόμο και τα βόλια σήκωσα τη γροθιά μου στο ληστή. Έγραφα με τα άγουρά μου χρόνια στις εξορίες και τις φυλακές κομμουνιστής τι πάει να πει και τώρα πνιγήκατε σε νόμους και γραφές.
Τότε σηκώναμε σε ματωμένους ώμους, σακατεμένοι σκοτωμένοι και νεκροί του δίκιου κουβαλούσαμε τους νόμουςστα χέρια μας την ίδια τη ζωή
Τι σχέση έχετε εσείς μ’ εμάς και πόση Με μια γενιά που ήταν όρθιοι κι οι νεκροί να πολεμά με νύχια και με δόντια για λευτεριά δικαιοσύνη και τιμή;
Από τον τάφο μέσα σας φωνάζω μην στέκεστε κιοτήδες και δειλοί αν είναι να μιλάτε στ’ όνομά μας αντισταθείτε σ’ ότι θάβει τη ζωή.
19 Σεπτέμβρη 2019
Κατερίνα Πετράκη