Για «θολό τοπίο χωρίς να δίνεται η δυνατότητα στο υπουργείο να συζητηθούν και να δοθούν γραπτές οι απαντήσεις», χαρακτήρισε ο υπουργός Α.Α. & Τ. Στ. Αραχωβίτης τη στάση των ξεσηκωμένων αγροτών, να μην έχουν ακόμα απαντήσει στην πρόσκλησή του για «διάλογο». Βεβαίως αν κρίνουμε από τους «διαλόγους» των τελευταίων είκοσι, εικοσιπέντε χρόνων, δεν μπορεί παρά να αμφιβάλουμε για τις προθέσεις της κυβέρνησης ακόμα και να συζητήσει και να δώσει «γραπτές απαντήσεις» στα χρονίζοντα αγροτικά προβλήματα. Και τούτο γιατί για όλες τις αστικές κυβερνήσεις, το κοινοτικό καθεστώς θεωρείται δεδομένο και άρα δεν υπάρχει καμία δυνατότητα τροποποίησης της ΚΑΠ. Από την άλλη πλευρά η (μετα)μνημονιακή πολιτική είναι κι αυτή δεδομένη κάτω από τη βαριά σκιά της «ενισχυμένης εποπτείας». Τι απομένει λοιπόν να λυθεί από τα αιτήματα της αγροτιάς; Σχεδόν τίποτα, ή κάποια επουσιώδη που δεν αλλάζουν ούτε κατ’ ελάχιστο τους όρους παραγωγής. Όταν λοιπόν ο υπουργός κάνει λόγο για «συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, στις οποίες βρίσκεται η χώρα», αυτές ακριβώς τις δύο παραμέτρους εξάρτησης εννοεί και επομένως κάθε συζήτηση καταντά χωρίς καμία σημασία. Βεβαιότατα και τα γνωστά ψίχουλα θα δοθούν. Όμως, το επίδικο δεν είναι τα ψίχουλα των «ευεργετικών μέτρων», με τα οποία εμπαίζουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις την αγροτιά, ροκανίζοντας σιγά-σιγά το χρόνο επιβίωσης των φτωχομεσαίων νοικοκυριών. Και η ίδια η ξεσηκωμένη αγροτιά δεν κάνει λόγο για ημίμετρα, αλλά για σταθερά μακροπρόθεσμα μέτρα που θα δημιουργήσουν τη δυνατότητα στη μεγάλη μάζα της αγροτιάς να παραμείνει στη γη της και να παράγει τόσα αγροτικά προϊόντα ώστε να σταματήσει η αιμορραγία των εισαγωγών ομοειδών προϊόντων που μπορούν με καλύτερους ποιοτικά όρους να παράγονται στη χώρα μας.
Κι ας δούμε πιο συγκεκριμένα το ζήτημα των αγροτικών αιτημάτων.
Μπορεί η κυβέρνηση να λύσει:
Τον καθορισμό κατώτερων εγγυημένων τιμών για τα γεωργικά/κτηνοτροφικά προϊόντα, που να καλύπτουν το κόστος παραγωγής;
Τις περικοπές στις κοινοτικές επιδοτήσεις/ενισχύσεις και τη σύνδεση των ενισχύσεων με την παραγωγή, καθώς και την κατάργηση όλων των άμεσων και έμμεσων περιορισμών της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής που επιβάλλει η ΚΑΠ;
Την άρση των αποκλεισμών από τα προγράμματα βιολογικής καλλιέργειας, νιτρορύπανσης, κ.α., της ΚΑΠ για τη φτωχομεσαία αγροτιά;
Τον έλεγχο και τις πειθαρχικές διώξεις στην κερδοσκοπία εμπόρων και βιομηχάνων;
Την αύξηση των αγροτικών συντάξεων και μείωση των ορίων συνταξιοδότησης στα 60 για τους αγρότες και στα 55 για τις αγρότισσες;
Μπορεί να λύσει:
Τη μείωση του κόστους παραγωγής, με αφορολόγητο πετρέλαιο, φτηνό ηλεκτρικό ρεύμα και αρδευτικό νερό, κατάργηση του ΦΠΑ στα αγροτικά μέσα και εφόδια;
Την κατάσχεση πρώτης, δεύτερης κατοικίας, χωραφιού, για δάνεια που βρίσκονται στο «κόκκινο», συνολικής αντικειμενικής αξίας μέχρι 300.000 €;
Την κατάργηση των παραβόλων για αρδευτικές γεωτρήσεις, δηλώσεις ΟΣΔΕ, πιστοποίηση ψεκαστικών κ.ά., νομιμοποίηση σταβλικών εγκαταστάσεων, ηλεκτρονική σήμανση ζώων κ.ά., κατασκευή των αναγκαίων έργων υποδομής;
Την παραμονή του ΕΛΓΑ ως κρατικού φορέα που θα καλύπτει και θα αποζημιώνει άμεσα το 100% της ζημιάς απ’ όλες τις αιτίες καταστροφής σε φυτική και ζωική παραγωγή;
Τη στήριξη του αγροτικού εισοδήματος, λόγω των εξευτελιστικών τιμών που επιβάλλουν οι εμποροβιομήχανοι, επικαλούμενοι την ανταγωνιστικότητα. Επιπλέον στήριξη λόγω των ανεξέλεγκτων συνθηκών (π.χ. κυρώσεις Ε.Ε. στη Ρωσία);
Η στεγνή απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο όχι.
Κι αυτό γιατί η πολιτική της κυβέρνησης εκπορεύεται από το καθεστώς της εξάρτησης από τα ξένα ιμπεριαλιστικά κέντρα Ε.Ε. και ΗΠΑ, και άρα είναι σχεδόν προκαθορισμένες και οι «λύσεις» που θα δοθούν, με δεδομένη και την προεκλογική περίοδο που διανύουμε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Ακόμα πιο σοβαρό είναι το ζήτημα της ποινικοποίησης των αγώνων, μετά τη δίωξη και τη χωρίς προανάκριση παραπομπή δέκα συνδικαλιστών αγροτών στα δικαστήρια.
Εδώ οι κυβερνητικές κλάψες και οι υπουργικές δηλώσεις ότι «ο τρόπος λειτουργίας της δικαιοσύνης μας προβληματίζει μεν, ωστόσο δεν μπορούμε και δεν είναι θεσμικά σωστό να επέμβουμε στις αποφάσεις και τις κινήσεις της», εμπεριέχουν κάτι το βρώμικο και υποκριτικό, τη στιγμή που όλοι γνωρίζουμε για το διάτρητο καθεστώς που επικρατεί στο χώρο της Δικαιοσύνης. Το να κάνουν τους ανήξερους, είναι το άκρον άωτον του κυνισμού και της αναλγησίας. Αφού με την ολέθρια αντιλαϊκή πολιτική τους οδήγησαν τη χώρα στις ανεξέλεγκτες εισαγωγές και τους αγρότες στη φτώχεια και στην εγκατάλειψη της αγροτικής δραστηριότητας, τώρα έρχονται να τους βγάλουν και παράνομους. Άλλωστε την ίδια «ανήξερη» στάση τήρησαν, όταν πριν είκοσι μέρες τα εκπαιδευτικά συλλαλητήρια πνίγηκαν στα δακρυγόνα. Όλοι γνωρίζουν ότι οι αυταρχικοί κατασταλτικοί και δικαστικοί μηχανισμοί του αστικού κράτους με πλήρη γνώση της κυβέρνησης, βρίσκονται πάντα σε ετοιμότητα όταν ο λαός διεκδικεί το δίκιο του. Το ίδιο και η πυροδότηση του «κοινωνικού αυτοματισμού».
Ας μην το ξεχνάμε κι αυτό.
Ιωσήφ Σταυρίδης,
μέλος της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ, γεωπόνος
1 Φλεβάρη 2019