Με τυπικές διαδικασίες στις συνεδριάσεις των Eurogroup και Ecofin (11 και 13/07) εγκρίθηκαν τα «Εθνικά Σχέδια Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» των κυβερνήσεων Αυστρίας, Βελγίου, Δανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Ελλάδας, Ιταλίας, Λετονίας, Λουξεμβούργου, Πορτογαλίας, Σλοβακίας και Ισπανίας, που αφορούν στην τμηματική εκταμίευση των κονδυλίων ύψους 750 δισ. € μέσω του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.
Σε ό,τι αφορά στο γενικό ελληνικό σχέδιο με τον βαρύγδουπο τίτλο «Ελλάδα 2.0», τα χρήματα που θα δοθούν μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης είναι συνολικά 30,5 δισ. € (σε άτοκα δάνεια και επιχορηγήσεις). Θα πρέπει να τονίσουμε πως πρόκειται ουσιαστικά για μία νέα δανειακή Σύμβαση (Μνημόνιο) με στόχο τη μετάβαση στην «πράσινη οικονομία» και την «ψηφιοποίηση» του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, με όλα τα γνωστά προαπαιτούμενα των Μνημονίων. Αυτά περιλαμβάνουν νέες επίπονες αντιλαϊκές «μεταρρυθμίσεις», προκειμένου να παραμεριστεί κάθε εμπόδιο και να στηριχτούν με τον πιο αδυσώπητο τρόπο οι ιδιωτικές «επενδύσεις» της ξένης και ντόπιας ολιγαρχίας. Άλλωστε, ο υπουργός Οικονομικών Χ. Σταϊκούρας δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του σχολιάζοντας ότι: «…πρόκειται για σχέδιο εγχώριας ιδιοκτησίας, με ισχυρό μεταρρυθμιστικό, επενδυτικό και οικονομικό πρόσημο (…) που θα λειτουργήσει και ως μοχλός μετασχηματισμού της οικονομίας και αλλαγής του οικονομικού υποδείγματος της χώρας προς ένα πιο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό, καινοτόμο, δίκαιο, έξυπνο και πράσινο παραγωγικό μοντέλο…». Φυσικά, το νέο «παραγωγικό μοντέλο» αφορά αποκλειστικά και μόνο στον τριτογενή παρασιτικό τομέα των υπηρεσιών, εξοστρακίζοντας για άλλη μία φορά τους ουσιαστικούς παραγωγικούς τομείς της Γεωργίας και της Βιομηχανίας, που συνεχίζουν την πτωτική τους πορεία, προς όφελος των ξένων αγροδιατροφικών μονοπωλίων.
Οι αντιδραστικές «μεταρρυθμίσεις» του νέου Μνημονίου περιλαμβάνουν α) νέους φόρους για τα εργατολαϊκά και αγροτικά νοικοκυριά, β) σημαντικές αλλαγές στη Δικαιοσύνη (φορολογικές διευκολύνσεις στους «επενδυτές», γ) υπεραποσβέσεις (μορφή έκπτωσης σε ποσοστό συνολικά 200% των δαπανών και θα ισχύσουν για τρία χρόνια, για την περίοδο 2021-2023 για δαπάνες που θα αφορούν είτε σε επενδύσεις σε Ενέργεια και ψηφιοποίηση, είτε σε αγορά παγίων, είτε σε πραγματοποίηση άλλου είδους δαπανών που σκοπό έχουν την ενίσχυση της «πράσινης» οικονομίας) για «πράσινες» και ψηφιακές επενδύσεις, δ) άμεσες αδειοδοτήσεις για στρατηγικές επενδύσεις, νομοθεσία για την επιστροφή (sic) των επενδυτικών υπερβάσεων προς το Δημόσιο, ε) συμφωνία με τις διεθνείς τράπεζες για τη διαχείριση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης κ.ά.), στ) ανατροπές στην αγορά εργασίας (άμεση εφαρμογή του πρόσφατου εργασιακού εκτρώματος, «αναδιάρθρωση» του ΟΑΕΔ κ.ά.) αλλά και ζ) στην «υγειονομική περίθαλψη» (sic). Είναι προφανές ότι το νέο Μνημόνιο συνδέεται άρρηκτα με όλη την προηγούμενη μνημονιακή νομοθεσία, αλλά και με τις επιταγές που προστάζει η «ενισχυμένη εποπτεία».
Αυτό σημαίνει ότι το «εργασιακό κόστος» (δηλ. οι μισθοί και τα μεροκάματα) θα πέσει ακόμα πιο κάτω, ο πληθωρισμός (ακρίβεια καταναλωτικών αγαθών) θα εκτοξεύσει το κόστος ζωής, οι κάθε είδους δημόσιες υπηρεσίες (Υγεία, Παιδεία, Πρόνοια) θα γίνονται όλο και πιο δυσπρόσιτες για το λαό, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις και τα «κόκκινα» δάνεια θα πνίγουν τα λαϊκά νοικοκυριά.
Η βιωσιμότητα της οικονομίας -μέσω της φορολογικής επιβάρυνσης, του περιορισμού των δημοσίων δαπανών και της στυγνής απαίτησης εξόφλησης των ληξιπροθέσμων οφειλών- αποτελεί το κύριο μέλημα μίας βυθισμένης στο χρέος κυβέρνησης της δεξιάς.
Με λίγα λόγια, μία περίεργη, αντιφατική πορεία τής μεγαλοαστικής τάξης, που κομπάζει για την «ισχυρή Ελλάδα», τη στιγμή που οι ξένοι δυνάστες δεν της επιτρέπουν να κυβερνήσει ούτε την ανίσχυρη!