Είναι σίγουρο ότι τα σκάνδαλα «Novartis», «Siemens», Μαρινάκη, Ξεπαπαδέα, Πετσίτη κλπ., που ήρθαν τώρα στο πολιτικό προσκήνιο, μέσα από «καραμπόλες» και αντιθέσεις συμφερόντων και μερίδων της αστικής τάξης, δεν είναι ούτε τα πρώτα ούτε τα τελευταία. Η διαπλοκή, η διαφθορά, οι μίζες, η υποταγή της δικαιοσύνης στην πολιτική εξουσία και η υποταγή της τελευταίας στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, είναι φαινόμενα σύμφυτα με το καπιταλιστικό σύστημα που τα γεννά και που αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου.
Άλλωστε πολύ περισσότερα είναι τα σκάνδαλα αυτά που δεν έρχονται ποτέ στο φως, αφού είναι δεδομένη η διαπλοκή των επιχειρηματιών με στελέχη του κρατικού μηχανισμού. Το Φάρμακο, η Υγεία, έχοντας καταστεί χρυσοφόρα εμπορεύματα, τα εξοπλιστικά προγράμματα, με τις «νόμιμες» και παράνομες μίζες, είναι ακόμη μεγαλύτερα σκάνδαλα. Σκάνδαλο π.χ. είναι το νομοσχέδιο για τον αιγιαλό που, μετά το έγκλημα στο «Μάτι», έρχεται να νομιμοποιήσει παρανομίες και αυθαιρεσίες «πάνω στο κύμα». Διαπλεκόμενα είναι και τα ΜΜΕ, αφού στη δικογραφία της «Novartis» έχει συμπεριληφθεί και έγγραφο του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών των ΗΠΑ, που αναφέρει ότι και «εταιρείες Μέσων Ενημέρωσης χρησιμοποιήθηκαν από τη “Νovartis” για πληρωμή δωροδοκιών και ξέπλυμα χρήματος».
Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι τα σκάνδαλα έρχονται τώρα, προεκλογικά, στο προσκήνιο για να ενισχύσουν την πόλωση και τον κάλπικο δικομματικό καβγά, να αποπροσανατολίσουν και να εγκλωβίσουν το λαό.
Η κυβέρνηση πλειοδοτεί με το σκάνδαλο «Novartis», που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, προτού η υπόθεση τελεσιδικήσει, το χαρακτήρισε «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους» και του οποίου ο σχετικός φάκελος πήρε το δρόμο για τη Βουλή, για να ζητηθεί η άρση ασυλίας για τον πρώην υπουργό του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Λοβέρδο.
Επιπρόσθετα, «εντελώς τυχαία», μετά από πολλά χρόνια, από το 2008, έφτασε στο ακροατήριο το σκάνδαλο «Siemens», με κατηγορούμενους υπουργούς και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, με προφανή στόχο του ΣΥΡΙΖΑ, μέσω της πρότασης Τσίπρα για «Προοδευτική Συμμαχία», να λεηλατήσει κι άλλο – εν όψει εκλογών – το χώρο αυτό.
Στην ίδια κατεύθυνση και το σκάνδαλο της «παράγκας» του ποδοσφαίρου, με στόχο τον εφοπλιστή Μαρινάκη, «άρχοντα» του Πειραιά και ιδιοκτήτη του «Ολυμπιακού» και του προσκείμενου στη ΝΔ συγκροτήματος Λαμπράκη.
Με Ξεπαπαδέα και Πετσίτη απαντάει η ΝΔ, κατηγορώντας την κυβέρνηση για «μεγαλύτερη πολιτική σκευωρία» και με τον Λοβέρδο οργισμένο να μιλάει για «πολιτική αλητεία μιας συμμορίας κακοποιών».
Οι μεν κατηγορούν τους δε για «λάσπη» και «fake news», αλλά η σκανδαλολογία είναι βολική και για τους δυο, για να συγκαλυφθεί η στρατηγική σύμπλευση κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και άλλων αστικών κομμάτων.
Ο λαός όσο πρέπει να μην «τσιμπήσει» στη σκανδαλολογία, άλλο τόσο πρέπει να ζητήσει τη διαλεύκανσή τους και την τιμωρία των υπευθύνων, χωρίς να έχει αυταπάτες για την αστική δικαιοσύνη. Και καμιά εξεταστική δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα και να φέρει την κάθαρση του συστήματος, ανεξάρτητα αν το σύστημα, για την αυτοσυντήρηση και την αξιοπιστία του, μπορεί να στείλει στη φυλακή κραυγαλέες περιπτώσεις σαν αυτές του Τσοχατζόπουλου, του Μαντέλη ή ακόμη και του Παπαντωνίου. Ήδη επίλεκτα στελέχη του πολιτικού προσωπικού φαίνεται να διασώζονται για να αποφευχθεί η συνολική διαπόμπευσή του.
Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σ’ αυτούς που με αφορμή τη «Novartis» καταγγέλλουν το «μεγαλύτερο σκάνδαλο» και εκείνους που διαμαρτύρονται για τη «μεγαλύτερη πολιτική σκευωρία» είναι ψεύτικες και πρέπει ο λαός να τους γυρίσει την πλάτη, να μην εγκλωβιστεί στο δίλημμα : «Για να μην έρθει ο Μητσοτάκης να ψηφίσουμε τον Τσίπρα, ή για να φύγει ο Τσίπρας να ψηφίσουμε τον Μητσοτάκη».
Από την άλλη, οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι δεν μπορούν να μην σχολιάσουν τα σκάνδαλα και να μην εκφράσουν την αηδία και την οργή τους μπροστά στη σαπίλα, τη διαφθορά και τον χορό των εκατομμυρίων, όταν βιώνουν μια διαρκή φτώχεια και με το ζόρι εξασφαλίζουν και τα λίγα ευρώ για να ζήσουν. Και αυτή η πλευρά υποτιμάται από το ΚΚΕ, που ζητάει «ο λαός να γυρίσει την πλάτη στη σκανδαλολογία», όταν ακόμη δεν έχει κάνει την αυτοκριτική του για τη συμμετοχή του – με τη ΝΔ – στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, για τη διαλεύκανση του σκανδάλου Κοσκωτά και την περιβόητη «κάθαρση» του πολιτικού συστήματος, που βέβαια δεν θα μπορούσε να γίνει, και για τις αυταπάτες που τότε καλλιέργησε. Τώρα κατά την προσφιλή του τακτική φθάνει στο άλλο άκρο.