Εν μέσω πανδημίας και σε καθεστώς ολικής καραντίνας, η κυβέρνηση άφησε εντελώς ανοχύρωτους τους πρόσφυγες απέναντι στον κορονοϊό. Αφού πρώτα τους καταδίκασε όλο το προηγούμενο διάστημα σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής, στοιβάζοντάς τους σαν σαρδέλες στα κέντρα κράτησης, στη συνέχεια τα όποια μέτρα πήρε για να αντιμετωπίσει την εξάπλωση του νέου ιού στις προσφυγικές δομές δεν αποτέλεσαν τίποτα περισσότερο παρά μόνο μια επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσφυγική δομή στο Κρανίδι, όταν, μετά την ανίχνευση του κορονοϊού σε εργαζόμενη στη δομή αυτή, η κυβέρνηση επέλεξε να διαχειριστεί το πρόβλημα με τη γνωστή συνταγή των αστυνομικών περιορισμών, διενεργώντας μάλιστα το πρώτο τεστ για την ανίχνευση του ιού σε πρόσφυγες πέντε μέρες μετά.
Με την σταδιακή άρση των μέτρων και την πολυδιαφημιζόμενη επιστροφή στην κανονικότητα η κυβέρνηση εντείνει την αντιπροσφυγική της πολιτική. Τελευταίο παράδειγμα αποτελούν οι εικόνες ντροπής μπροστά στην υπηρεσία ασύλου, η λειτουργία της οποίας είχε ανασταλεί τους τελευταίους δύο μήνες εξαιτίας του ξεσπάσματος της πανδημίας στην χώρα μας. Η αναστολή μάλιστα της υπηρεσίας ασύλου για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σήμανε για αρκετούς πρόσφυγες, που είχαν χάσει το δελτίο αίτησης ασύλου και τους είχε χορηγηθεί βεβαίωση δίμηνης διάρκειας, την απώλεια δυνατότητας εργασίας, ενώ για άλλους είχε λήξει το δελτίο και η άδεια διαμονής που το συνοδεύει. Έτσι, με το άνοιγμα της υπηρεσίας στις 18/5 σχηματίστηκαν ουρές εκατοντάδων προσφύγων που ζητούσαν αγωνιωδώς να εξυπηρετηθούν και να ενημερωθούν σχετικά με τα ζητήματά τους, χωρίς να γνωρίζουν μάλιστα τι θα σήμανε γι’ αυτούς ενδεχόμενη καθυστέρηση της υπόθεσής τους. Οι εικόνες που ακολούθησαν με τους πρόσφυγες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και πολλά παιδιά, να στριμώχνονται μπροστά στην υπηρεσία σε ασφυκτικό βαθμό είναι χαρακτηριστικές για τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετωπίζει η κυβέρνηση και το υπουργείο μετανάστευσης.
Η αντιδραστική και ξενοφοβική πολιτική όμως της κυβέρνησης και του υπουργείου εκδηλώθηκε ακόμα μια φορά τα ξημερώματα της προηγούμενης Δευτέρας, όταν αστυνομικοί εισέβαλαν σε κατάληψη στέγασης προσφύγων στα Εξάρχεια. Σε μια εκδήλωση ρατσιστικού και φασιστικού παροξυσμού, κλοτσώντας πόρτες και σημαδεύοντας με όπλο στο κεφάλι τους πρόσφυγες που διέμεναν εκεί, τους προσήγαγαν στο Αλλοδαπών. Δώδεκα κρατήθηκαν προς απέλαση, ενώ οι υπόλοιποι ήταν εφτά οικογένειες προσφύγων. Οι τελευταίοι, αν και αφέθηκαν ελεύθεροι στην πραγματικότητα εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους, αφού ούτε να μείνουν κάπου είχαν, ούτε μέσα για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες διαβίωσής τους, με αποτέλεσμα να περάσουν τη νύχτα τους στην πλατεία των Εξαρχείων. Το περιστατικό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Συνδέεται με το γεγονός ότι τέλη Μαΐου περισσότεροι από 10.000 πρόσφυγες απειλούνται με έξωση από προσφυγικές δομές ή διαμερίσματα και ταυτόχρονη διακοπή της πενιχρής χρηματικής βοήθειας που λαμβάνουν, καθώς τότε συμπληρώνεται ένας μήνας μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ασύλου. Το υπουργείο, σε μια πρωτοφανή επίδειξη ακροδεξιάς και ξενοφοβικής πολιτικής, από τη μια στοιβάζει τους πρόσφυγες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κάτω από άθλιες συνθήκες, ενώ από την άλλη ετοιμάζεται να πετάξει χιλιάδες στο δρόμο χωρίς να τους εξασφαλίσει το παραμικρό μέσο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Μπροστά στη νέα οικονομική κρίση που χτυπά με σφοδρότητα την ελληνική οικονομία, οι πρόσφυγες, οι οποίοι αποτελούν μια από τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, βρίσκονται αντιμέτωποι με φαινόμενα ακόμα μεγαλύτερης εξαθλίωσης. Ο ελληνικός λαός δεν έχει τίποτα να χωρίσει μαζί τους. Αντίθετα, εχθρός του είναι η κυβερνητική πολιτική. Μια πολιτική που από τη μία χτυπά τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών, ενώ από την άλλη ετοιμάζεται να του φορτώσει για ακόμα μια φορά τα σπασμένα μιας νέας κρίσης. Από αυτήν την άποψη, μόνη φιλολαϊκή λύση στο προσφυγικό ζήτημα αποτελεί ο κοινός αγώνας ξένων και ντόπιων για την ανατροπή της ακροδεξιάς και αντιπροσφυγικής πολιτικής και την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων των προσφύγων.