Από τη στιγμή της σύγκρουσης των δύο τρένων στα Τέμπη μέχρι σήμερα έχουμε ακούσει αμέτρητες δηλώσεις και τοποθετήσεις κυβερνώντων, εξοργιστικές και χυδαίες, που στόχο έχουν αφενός τη συγκάλυψη της νεοφιλελεύθερης εγκληματικής πολιτικής που οι ίδιοι εφαρμόζουν, αφετέρου την αξιοποίηση αυτής της τραγωδίας προκειμένου να στοχοποιηθούν για άλλη μία φορά το συνδικαλιστικό κίνημα και οι εργαζόμενοι.
Ο πρωθυπουργός, μπροστά σε αυτή την τραγωδία, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων (σε συνέντευξη που παραχώρησε στις 27/3) στο χρέος το οποίο αισθάνεται «να μετατρέψει την οργή και τον θυμό σε δημιουργικά αισθήματα», λέγοντας ότι πρέπει «Να μάθουμε από τα λάθη μας και ακόμα πιο αποφασισμένοι να προχωρήσουμε, να συγκρουστούμε με αυτό το οποίο αποκαλούμε, εντός ή εκτός εισαγωγικών, βαθύ κράτος».
Πώς εννοεί ο πρωθυπουργός τη σύγκρουση με το «βαθύ κράτος» μάς το περιέγραψε παρακάτω…
«Και να θυμίσω και κάτι ακόμα: ότι η δική μας παράταξη είναι αυτή που ιστορικά συγκρούστηκε με αυτό το οποίο αποκαλούμε “βαθύ κράτος”. Εμείς τα βάλαμε με τις συντεχνίες της Ολυμπιακής, εμείς τα βάλαμε με τις συντεχνίες του ΟΛΠ, όταν κάποιοι, θέλω να θυμίσω, κρεμόντουσαν στα κάγκελα του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς απέναντι στην ιδιωτικοποίηση».
Η σύγκρουση λοιπόν με «το βαθύ κράτος» είναι οι ιδιωτικοποιήσεις και το ξεπούλημα του ΟΛΠ, της Ολυμπιακής, του ΟΣΕ, της ΔΕΗ, των νοσοκομείων κλπ.
Τις συνέπειες της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων ο ελληνικός λαός τις έζησε και τις ζει στο πετσί του. Ανύπαρκτα μέτρα ασφαλείας. Συμβάσεις έργων που ανατέθηκαν σε ιδιώτες, που πληρώθηκαν δύο και τρεις φορές από την τσέπη του ελληνικού λαού, αλλά δεν παραδόθηκαν ποτέ. Ξεπούλημα κρατικού πλούτου και δημόσιας περιουσίας σε εξευτελιστικές τιμές. Υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Εκτίναξη τιμολογίων και εισιτηρίων. Απολύσεις προσωπικού και διάλυση εργασιακών σχέσεων.
Εκεί ακριβώς βρίσκονται και οι αιτίες της τραγωδίας των Τεμπών.
Για αυτό η κυβέρνηση προσπαθεί διακαώς να τινάξει από πάνω της τις εγκληματικές ευθύνες με τις οποίες βαρύνεται για το θάνατο 57 ανθρώπων και να αξιοποιήσει και αυτή την τραγωδία για να στοχοποιήσει τους εργαζόμενους και τους αγώνες τους.
Αυτούς καταδεικνύει ο πρωθυπουργός όταν αναφέρεται στις «συντεχνίες».
«Φταίμε Όλοι. Από κυβερνήσεις και διοικήσεις μέχρι κάποιες συντεχνίες που εμπόδιζαν την αξιολόγηση των εργαζομένων στα τρένα». Αυτή ήταν η χυδαία δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη διάρκεια του υπουργικού συμβουλίου λίγες ημέρες μετά τα Τέμπη.
Δήλωση η οποία στη συνέχεια διανθίστηκε και εμπλουτίστηκε από εντεταλμένους δημοσιογράφους, υπουργούς και κυβερνητικούς εκπροσώπους. Με «κραυγές» για τους «βολεμένους του Δημοσίου που δεν θέλουν να χάσουν τη μονιμότητά τους». Για τους υψηλούς μισθούς των μηχανοδηγών και των σταθμαρχών του ΟΣΕ, αποκρύπτοντας ότι μπορεί να εργάζονται δέκα, δεκαπέντε ή και είκοσι μέρες το μήνα σε νυχτερινές βάρδιες χωρίς ρεπό. Για αυτούς «που ακόμα και σήμερα αρνούνται την αξιολόγηση στο δημόσιο». Διανθίστηκε με δηλώσεις όπως αυτή του Οικονόμου για τη «νοοτροπία του λουφάρω και φεύγω μισή ώρα νωρίτερα από τη βάρδια…» ή για την «επιβεβλημένη ρήξη με λογικές ασυδοσίας και παλαιοσυνδικαλισµού, που επιχειρούν να κρατήσουν το ελληνικό κράτος δέσµιο των χειρότερων εποχών του».
Αυτός ο «παλαιοσυνδικαλισμός» που στις «χειρότερες εποχές του ελληνικού κράτους», κατάφερνε να συσπειρώνει τους εργαζόμενους με πολύ πιο μαζικούς όρους, σε αγώνες ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και το ξεπούλημα, την κατάργηση της μονιμότητας, τις απολύσεις και τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων.
Αυτός ο «παλαιοσυνδικαλισμός» που κατάφερνε να διεκδικεί μέτρα ασφαλείας, αν όχι αρκετά, τουλάχιστον ικανά ώστε να αποτρέπονται τραγωδίες σαν αυτή των Τεμπών.
Αυτός ο «παλαιοσυδικαλισμός» που κατάφερνε να διεκδικεί αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, χωρίς εξοντωτικές κακοπληρωμένες βάρδιες με μπλοκάκια και ολιγόμηνες συμβάσεις.
Με αυτόν τον «παλαιοσυνδικαλισμό» κρίνει επιβεβλημένη την ρήξη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γ. Οικονόμου.
Όσο για το περίφημο «Φταίμε όλοι» του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν το ακούμε πρώτη φορά. Στα χρόνια των μνημονίων χρησιμοποιήθηκε κατά τον ίδιο τρόπο η περίφημη φράση του Θεόδωρου Πάγκαλου «όλοι μαζί τα φάγαμε». Με αυτή τη φράση τότε επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί η ελληνική κοινωνία ως μια κοινωνία πολιτών και κυβερνώντων οι οποίοι είναι όλοι μαζί βουτηγμένοι στη διαφθορά, τη ρεμούλα και τη μίζα. Αυτό ακριβώς το ιδεολόγημα της ατομικής ευθύνης και του «όλοι μαζί τα φάγαμε», στα χρόνια των μνημονίων, έγινε όχημα για το πετσόκομμα των μισθών στο δημόσιο τομέα και κατ’ επέκταση στον ιδιωτικό, για το κούρεμα των συντάξεων, για την κατάργηση εργατικών, συνδικαλιστικών και κοινωνικών κατακτήσεων, για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και τις αποκρατικοποιήσεις ή αλλιώς τις ιδιωτικοποιήσεις, όπως ακριβώς έγινε και με τον ΟΣΕ. Οι ολέθριες συνέπειες αυτής της πολιτικής έχουν αποκαλυφθεί πλέον στα μάτια του ελληνικού λαού, γιατί πολύ απλά τις έζησε στο πετσί του. Το βιοτικό επίπεδο και οι μισθοί κατρακύλησαν, τα χαράτσια και οι φόροι εκτινάχθηκαν, το ξεπούλημα και οι ιδιωτικοποιήσεις οδήγησαν σε υποβάθμιση των πρώην κρατικών δομών και οργανισμών, η «εξυγίανση» και ο «εκσυγχρονισμός» δεν ήρθαν ποτέ.
Αντιθέτως, φτάσαμε το 2023 για να διαπιστώνουμε με τραγικό τρόπο ότι τρένα που τρέχουν με 200 χιλιόμετρα την ώρα κυκλοφορούν με ασύρματους μεταξύ των σταθμαρχείων, χωρίς στοιχειώδη μέτρα ασφάλειας. Φτάσαμε το 2023 να ακούμε δια στόματος υπουργού της κυβέρνησης ότι «δεν θα μπορούσε ο πρωθυπουργός ή ο υπουργός μεταφορών να μας πουν ότι τα τρένα δεν είναι ασφαλή γιατί τότε δεν θα έμπαινε κανείς» και άρα η Hellenic train δεν θα έκοβε εισιτήρια! Φτάσαμε εν έτει 2023 να μας λένε ότι η ασφάλεια και η ζωή εκατοντάδων επιβατών που κινούνται καθημερινά με τρένα, κρέμεται από τους χειρισμούς ενός ανθρώπου!
Ούτε τότε τα είχαμε φάει όλοι μαζί ούτε τώρα ευθυνόμαστε όλοι, πόσο μάλλον οι εργαζόμενοι που εμπόδιζαν -όπως λέει ο πρωθυπουργός- την αξιολόγηση. Αυτοί οι εργαζόμενοι οι οποίοι είχαν στείλει αμέτρητες καταγγελίες, είχαν κάνει εξώδικο, είχαν πραγματοποιήσει απεργίες για την έλλειψη μέτρων ασφαλείας. Αυτοί οι εργαζόμενοι οι οποίοι προειδοποιούσαν για το επερχόμενο δυστύχημα. Αυτοί οι εργαζόμενοι που δούλευαν χωρίς μέτρα ασφαλείας, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι θέτουν ακόμα και την ίδια τους τη ζωή σε κίνδυνο. Αυτοί οι εργαζόμενοι, που μπορεί να εργάζονται σε εξοντωτικές, συνεχόμενες νυχτερινές βάρδιες, πρέπει σύμφωνα με τον πρωθυπουργό να αξιολογηθούν. Από ποιους άραγε; Από αυτούς ακριβώς που ευθύνονταν για την παντελή έλλειψη αυτών των μέτρων. Να αξιολογηθούν από αυτούς που πραγματικά ευθύνονται για το έγκλημα των Τεμπών. Να αξιολογηθούν από αυτούς που ρημάζουν και απαξιώνουν τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδα! Να αξιολογηθούν από αυτούς που μας κόβουν τους μισθούς, μας αφήνουν χωρίς δουλειά, μας αφήνουν χωρίς νοσοκομεία και γιατρούς, χωρίς σχολεία και εκπαιδευτικούς, που ξεπουλάνε τη δική μας περιουσία για να έρχονται μετά οι ιδιώτες και να κερδοφορούν πάνω στις πλάτες μας. Από αυτούς που δεν ντρέπονται να βγαίνουν και να λένε ότι μας αφήνανε να ταξιδεύουμε με τρένα «νεκροφόρες» για να μπορούν να κόβουν εισιτήρια οι ιδιωτικές εταιρείες!
Στην πραγματικότητα, η αξιολόγηση την οποία επιχειρούν να επιβάλουν στο δημόσιο δεν έρχεται να υπηρετήσει τη βελτίωση των δομών και των υπηρεσιών ή τις δίκαιες προσλήψεις, αλλά να μετατραπεί σε μοχλό απολύσεων και καταστρατήγησης εργασιακών δικαιωμάτων.
Η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να αξιοποιήσει τα Τέμπη για να βάλει στο στόχαστρο το «κακό δημόσιο», τον «κακό δημόσιο υπάλληλο» και το συνδικαλιστικό κίνημα
-Το «δημόσιο» πρέπει να συνεχίσει να παρουσιάζεται ως «κακό» γιατί πολύ απλά, η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων πρέπει να συνεχιστεί με αμείωτο ρυθμό. Ήδη προχώρησε η ιδιωτικοποίηση του ογκολογικού νοσοκομείου Παίδων, ενώ ήδη άνοιξαν το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση του νερού.
-Ο «δημόσιος υπάλληλος» πρέπει επίσης να παρουσιάζεται ως «κακός» και οι κατακτήσεις του να μπαίνουν στο στόχαστρο. Για την ακρίβεια, οι κατακτήσεις του δημόσιου υπαλλήλου είναι ακριβώς αυτές που τον καθιστούν «κακό». «Η μόνιμη και σταθερή δουλειά, η σταθερή καταβολή ενός μισθού, τα ένσημα και η σύνταξη επαναπαύουν τον εργαζόμενο του δημοσίου, ρίχνουν την απόδοσή του και την παραγωγικότητά του». Αυτό είναι το κυβερνητικό αφήγημα που με μεγάλη προθυμία αναπαράγουν και οι παπαγάλοι των ΜΜΕ από εποχής μνημονίων έως σήμερα, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι αυτές οι κατακτήσεις πρέπει να ανατραπούν. Με αυτό τον τρόπο στην πραγματικότητα μπαίνει στο στόχαστρο το σύνολο των εργαζομένων και των κατακτήσεών τους σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
-Ο «παλαιοσυνδικαλισμός» και οι συντεχνίες, με άλλα λόγια τα σωματεία και οι αγώνες τους, πρέπει επίσης να παρουσιάζονται ως «κακά», ως «ανάχωμα» στον υποτιθέμενο «εκσυγχρονισμό» τους. Γιατί το συνδικαλιστικό κίνημα, τα σωματεία και η συσπείρωση των εργαζομένων σε αυτά, οι μαζικές διαδικασίες και η απεργία είναι τα μόνα ικανά «όπλα» στα χέρια των εργαζομένων που μπορούν να βάλουν ανάχωμα στην πολιτική της φτώχειας, της ακρίβειας και της καταστολής, της κατάργησης εργασιακών κατακτήσεων και κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι τα μόνα όπλα με τα οποία οι εργαζόμενοι μπορούν να αντιπαλέψουν την εγκληματική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων που υπηρέτησαν όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις.