Η 21η Μάη αποτύπωσε στην κάλπη μία δεξιά μετατόπιση που συντελέστηκε στο πολιτικό σκηνικό της χώρας τα προηγούμενα χρόνια. Η Νέα Δημοκρατία, εφαρμόζοντας στην τετραετή θητεία της μια από τις πιο αντιδραστικές και αντιλαϊκές πολιτικές, όχι απλά δεν πληρώνει το τίμημα αλλά βγαίνει αλώβητη. Αν σε αυτό προστεθούν τα ποσοστά όλων των ακροδεξιών συνδυασμών που εμφανίστηκαν στις φετινές εκλογές, έχουμε μία αύξηση των ποσοστών της δεξιάς και ακροδεξιάς πτέρυγας. Αυτό το αποτέλεσμα, όπως και η συνολικότερη άνοδος των δεξιών, ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων στην Ευρώπη, δεν μπορεί παρά να προβληματίζει κάθε προοδευτικό και αριστερό άνθρωπο. Χωρίς κανένα ίχνος απελπισίας ή μοιρολατρίας. Με τη συνείδηση ότι η κάλπη δεν διαμορφώνει ούτε καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά τις αποτυπώνει στη δοσμένη στιγμή.
Η συντηρητική στροφή που αποτυπώθηκε την 21η Μάη δεν αφορά απλά την ψήφο ενός τμήματος του ελληνικού λαού, αλλά τη συνολικότερη δεξιά μετατόπιση όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων.
Η κάλπη της 21ης Μάη αποτυπώνει πρώτα από όλα τη συστράτευση του ΣΥΡΙΖΑ με τη δεξιά πολιτική τής ΝΔ σε όλα τα βασικά πολιτικά ζητήματα, υιοθετώντας μάλιστα μία ολοένα και πιο δεξιά ρητορική. Αυτό το τίμημα πλήρωσε στις φετινές εκλογές. Από τον «διαβολικά καλό Τραμπ» επί διακυβέρνησής του, μέχρι την «αναγκαιότητα ύπαρξης του φράχτη του Έβρου», και από τις δηλώσεις της Τσαπανίδου για την «πολιτική των επενδύσεων η οποία έχει συνέχεια», μέχρι τις δηλώσεις Τσίπρα «ότι δεν υπάρχει καμία ευνομούμενη κοινωνίας στην οποία να μην γίνονται πλειστηριασμοί», στην πραγματικότητα έχουμε μία ολοένα και πιο νεοφιλελεύθερη ρητορική. Δεν είναι όμως μόνο η ρητορική. Στη διάρκεια της διακυβέρνησής του ο ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε ότι αποτελεί άλλο ένα δεκανίκι του συστήματος και της άρχουσας τάξης. Υποκλίθηκε σε όλες τις μνημονιακές δεσμεύσεις και τους ξένους δυνάστες. Ψήφισε και εφάρμοσε το τρίτο μνημόνιο, ψήφισε ως αντιπολίτευση το 50% των αντιδραστικών νόμων που κατέθεσε η ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, εφαρμόζοντας μία αντιλαϊκή μνημονιακή πολιτική στο όνομα της αριστεράς, δικαίωσε τελικά την πολιτική της δεξιάς προσπαθώντας να πείσει ότι «δεν γίνεται αλλιώς» και αυτή ήταν η μεγαλύτερη προσφορά του στους δυνάστες του λαού και του τόπου. Η απογοήτευση και η αποστράτευση από το ΣΥΡΙΖΑ δεν οδήγησαν σε ριζοσπαστικοποίηση αλλά στην ενίσχυση τελικά της δεξιάς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε στο πλευρό της Νέας Δημοκρατίας σε μία από τις πιο κρίσιμες πολιτικές περιόδους των τελευταίων ετών, στην περίοδο της πανδημίας. Αποδέχτηκε και συντήρησε όλο το κυβερνητικό αφήγημα, καταλήγοντας να στηρίζει όλα τα μέτρα καταστολής. Δεν είπε κουβέντα για τα πρόστιμα, δεν είπε κουβέντα για την υποχρεωτικότητα και τις αναστολές, δεν είπε κουβέντα για τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας και τις απαγορεύσεις διαδηλώσεων και συναθροίσεων. Αντιθέτως, τα αποδέχτηκε ως μία κανονικότητα, ως μέτρα τα οποία προστατεύουν την υγεία μας, ψελλίζοντας απλά ορισμένες κουβέντες για τα νοσοκομεία και για τα φαινόμενα άγριων ξυλοδαρμών.
Η δεξιά μετόπιση, βέβαια, δεν αφορά μόνο το ΣΥΡΙΖΑ. Αφορά και το ΜέΡΑ25 και βέβαια αφορά και το ΚΚΕ.
Η κάλπη της 21ης Μάη αποτύπωσε τον εξαμερικανισμό της πολιτικής κουλτούρας, που θέλει τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων να παρελαύνουν από τα πρωινάδικα. Με το ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθεί τη ΝΔ κατά γράμμα στα lifestyle πρότυπα και τον ευτελισμό του πολιτικού λόγου και της πολιτικής αντιπαράθεσης και το ΚΚΕ να καταλήγει και αυτό να στέλνει τον Κουτσούμπα στην πρωινή εκπομπή της Ναταλίας Γερμανού.
Η 21η Μάη αποτύπωσε τη συστράτευση όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων με το αφήγημα της εθνικής ομοψυχίας μπροστά στην επέτειο της marfin. Από το ΠΑΣΟΚ και το ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και το ΚΚΕ παρέλασαν όλοι από την φιέστα που έστησε η ΝΔ για να ξεπλύνει τους πραγματικούς αυτουργούς των θυμάτων της marfin και κατέθεσαν λουλούδια σε μία πλακέτα που γράφει για «το τέλος της εποχής του διχασμού», καταδεικνύοντας ως αυτουργούς τής marfin το ίδιο το λαϊκό εργατικό κίνημα.
Αποτύπωσε το μαύρο πέπλο του φόβου και της τρομοκρατίας που έσπειραν οι ισχυροί του πλανήτη και η ντόπια άρχουσα τάξη αξιοποιώντας πολιτικά το υγειονομικό πρόβλημα της πανδημίας, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να θέτει σε λειτουργία μηχανισμούς πρωτοφανούς καταστολής.
Αποτύπωσε την αφομοίωση από το σύνολο σχεδόν των κοινοβουλευτικών κομμάτων, αλλά και αριστερών οργανώσεων του ρεύματος «μετά θα λογαριαστούμε», μίας κακώς νοούμενης «υπεύθυνης στάσης», μίας κακώς νοούμενης «ατομικής και συλλογικής ευθύνης», όπως ακριβώς νοηματοδοτήθηκαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα επιστημονικά επιτελεία της άρχουσας τάξης. Η «υπεύθυνη στάση» του Μητσοτάκη ήθελε τον κόσμο μακριά από τις μαζικές διαδηλώσεις και τους δρόμους. Αυτή την «υπεύθυνη στάση» δεν τη τήρησε μόνο το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜέΡΑ25, αλλά ακόμα και το ΚΚΕ που κήρυξε αποχή από τις μαζικές διαδηλώσεις στο όνομα της προστασίας της δημόσιας υγείας, δικαιώνοντας τελικά την πολιτική των απαγορεύσεων. Ενώ η κακώς νοούμενη ατομική και συλλογική ευθύνη ταυτίστηκε με τον εμβολιασμό για να καταλήξει να πυροδοτήσει έναν πρωτοφανή κοινωνικό αυτοματισμό, διχάζοντας την κοινωνία σε δύο στρατόπεδα για να μείνει τελικά στο απυρόβλητο η εγκληματική διαχείριση της Νέας Δημοκρατίας.
Αποτύπωσε το «δημόσιο λιθοβολισμό» που δέχτηκαν τα πρώτα κρούσματα, υπό το κλίμα του φόβου και της υστερίας.
Αποτύπωσε την εκκωφαντική σιωπή του συνδικαλιστικού κινήματος μπροστά στις χιλιάδες αναστολές ανεμβολίαστων υγειονομικών, μπροστά στις απολύσεις που έγιναν στον ιδιωτικό τομέα αλλά και συνολικά μπροστά στους αποκλεισμούς και τα τιμωρητικά μέτρα και πρόστιμα που επιβλήθηκαν στους ανεμβολίαστους. Σιωπή για την οποία ευθύνονται οι συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΜΕ αλλά και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που από κοινού τελικά έβαλαν το ζήτημα της υποχρεωτικότητας στην άκρη ψελλίζοντας στην καλύτερη περίπτωση λόγια συμπαράστασης.
Αποτύπωσε την αποδυνάμωση και τον εκφυλισμό συνολικά του συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος. Την χρόνια υπονόμευσή του από τις ίδιες τις συνδικαλιστικές του ηγεσίες. Την αποσυσπείρωση των εργαζομένων από τα σωματεία, τις συλλογικές διαδικασίες και τους μαζικούς φορείς. Την παντελή σιωπή των κυρίαρχων συνδικαλιστικών δυνάμεων της ΝΔ του ΠΑΣΟΚ αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά σε όλες τις κρίσιμες επιθέσεις που δέχτηκαν οι εργαζόμενοι. Τη σιωπή μπροστά στους αντιλαϊκούς προϋπολογισμούς που πετσόκοβαν δαπάνες για την υγεία, την πρόνοια και την παιδεία. Τη σιωπή την οποία επιχείρησαν να επιβάλουν αυτές οι δυνάμεις μπροστά στον αντιδραστικό νόμο Χατζηδάκη, που ανέτρεψε κατακτήσεις δεκαετιών, χτυπώντας το 8ωρο και την απεργία.
Αποτύπωσε όμως και μία άλλη πλευρά η κάλπη της 21ης Μάη. Την ύπαρξη ενός κρίσιμου τμήματος της κοινωνίας που επιμένει να στέλνει και με την ψήφο του αγωνιστικό μήνυμα αντίστασης.
Το αποτέλεσμα της 21ης Μάη δεν μπορεί να οδηγεί σε καμία απελπισία και καμία μοιρολατρία. Δεν μπορεί να οδηγεί στην αναπαραγωγή των ίδιων διλημμάτων, των εκβιασμών του μικρότερου κακού και των εκλογικών αυταπατών που στο τέλος της ημέρας δεν ενισχύουν κανέναν άλλον παρά μόνο την άρχουσα τάξη και την δεξιά πολιτική, όπως ακριβώς συνέβη και τώρα.
Αυτό που προβάλλει ως αναγκαίο σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι η εξωκοινοβουλευτική πάλη στο δρόμο της ανασυγκρότησης του εργατικού συνδικαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Αυτό που προβάλλει ως αναγκαίο σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι η οργάνωση και η συσπείρωση στο σωματείο, στο δρόμο του απεργιακού πανεργατικού αγώνα. Καμία κάλπη δεν μπορεί να φέρει σωτηρία από τους αντιλαϊκούς και αντεργατικούς σχεδιασμούς.
Μακριά από κάλπικα διλήμματα και εκλογικές αυταπάτες, να στρέψουμε το βλέμμα σταθερά στον παράγοντα που μπορεί πραγματικά να βάλει φραγμό και να ανατρέψει τη βάρβαρη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΝΔ, στο λαϊκό εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα και στην οργανωμένη πάλη.