Μετά τις διπλές εκλογές του καλοκαιριού, έχει φουντώσει η συζήτηση σχετικά με τη λεγόμενη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας μας. Τα εκλογικά αποτελέσματα, της νίκης της ΝΔ και της καταβαράθρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν τα βασικά γεγονότα, που πάνω τους οικοδομείται η αντίληψη που λέει ότι η κοινωνία μας συντηρητικοποιήθηκε, ανοίγοντας το δρόμο στη μετατόπιση των ευθυνών προς τον κόσμο που «δεν καταλαβαίνει». Προς τον κόσμο, που «τι άλλο πια πρέπει να πάθει, για να μάθει», όταν καίγεται, όταν πνίγεται, όταν φτωχαίνει.
Γλαφυρά το αποτύπωσε ο γνωστός για τις προοδευτικές ευαισθησίες του μουσικός Αλκίνοος Ιωαννίδης σε πρόσφατη συναυλία του μετά τις καταστροφικές πλημμύρες:
«…Έρχομαι από τη λάσπη. Από τους πνιγμένους ανθρώπους, τα πνιγμένα ζώα, τα πεσμένα δέντρα… Έρχομαι από τη χώρα που ξαναψηφίζουν, δεκαετίες τώρα, όσους μας ρημάζουν…» για να συναντηθεί με τα γνωστά -πράγματι συντηρητικά!- κλισέ πως «ο Έλληνας δεν αλλάζει», πως «πάντα έτσι θα είναι» και πως «ο κόσμος δεν παίρνει χαμπάρι», που λέγονται και ξαναλέγονται.
Το βασικό κέντρο της πρόσφατης εκπομπής της θεωρίας της συντηρητικοποίησης του λαού, αποτέλεσε ο κομματικός χώρος του ΣΥΡΙΖΑ και ο πολιτικός του περίγυρος μετά τον εκλογικό του καταποντισμό. Τα εκλογικά αποτελέσματα του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, αποτέλεσαν την άξια τιμωρία μιας ηγεσίας και μιας πολιτικής κατεύθυνσης που καπηλεύτηκε τους αντιμνημονιακούς αγώνες του λαού και τους αγώνες της αριστεράς, που εξαπάτησε και διέψευσε τις λαϊκές αγωνίες και προσμονές και καλλιέργησε τη μοιρολατρία και την παθητική αποδοχή της βάρβαρης πολιτικής των μνημονίων και της υποτέλειας στους ξένους δυνάστες.
Η εκλογική ενίσχυση τη δεξιάς και της ακροδεξιάς πέρα από τη στήριξη των κυρίαρχων κύκλων και μέσων, πρέπει να αναζητηθεί πρώτα και κύρια στη στήριξη που πρόσφερε η κυβερνητική και αντιπολιτευτική δεξιά πολιτική που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλη τη δεκαετία που πέρασε και στην παταγώδη διάψευση των λαϊκών προσδοκιών.
Η κλαψωδία και τα αναφιλητά των κύκλων του ΣΥΡΙΖΑ και το ανάθεμα που ρίχνει στο λαό, κουνώντας το δάχτυλο, κατηγορώντας τον για τη συντηρητικοποίησή του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το προκάλυμμα που θέλει να σκεπάσει τις ευθύνες αυτής της ηγεσίας και αυτής της πολιτικής.
Και το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αντίληψης, που μετατοπίζει τις ευθύνες προς το λαό που «δεν καταλαβαίνει», δεν είναι άλλο παρά η εδραίωση μιας πραγματικά συντηρητικής αντίληψης ματαιότητας πως τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει και πως οι αγώνες δεν μπορούν να κερδίζουν.
Ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρωτοτύπησε στην επίρριψη των ευθυνών προς το λαό
Προηγήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και οι δυνάμεις του ΚΚΕ, όταν το 2012 η Παπαρήγα κουνούσε και αυτή το δάκτυλο, λέγοντας στο λαό «να διορθώσει την ψήφο του», μετά τις εκλογές του Μαΐου και «να αναλάβει τις ευθύνες του»! Μόνο που λαός στις εκλογές του Ιουνίου του 12 που ακολούθησαν έκοψε το 50% από τη δύναμη του ΚΚΕ, τροφοδοτώντας και θεριεύοντας -από τις δυνάμεις του- τη διάχυση μιας ολότελα ξένης και εχθρικής προς το κομμουνιστικό κίνημα άποψης που καταλήγει πως «ο λαός ευθύνεται για το χάλι του!»
Η αντίληψη τη συντηρητικοποίησης έρχεται να ταυτίσει λαθραία την εκλογική στάση με την πολιτική στάση, (αλλά και με την κοινωνική) των λαϊκών δυνάμεων, εξάγοντας εσφαλμένα συμπεράσματα. Οι αστικές κυβερνήσεις και το αστικό σύστημα κάνουν τις εκλογές όποτε θέλουν, επιβάλλουν τα εκλογικά συστήματα που θέλουν, θέτουν ψεύτικα διλήμματα, εκβιάζουν και τάζουν, εξαγοράζουν και τρομοκρατούν, αραδιάζουν τόνους με ψέματα, δαπανούν πακτωλό χρημάτων και -χάρη και στη στήριξη των κυρίαρχων μέσων- υφαρπάζουν την ψήφο νοθεύοντας με έμμεσους και, αν χρειαστεί, και με άμεσους τρόπους την πολιτική στάση της κοινωνίας. Τα αποτελέσματα των εκλογών αποτελούν μέρος της πολιτικής στάσης αλλά δεν ταυτίζονται με αυτή, ούτε και σηματοδοτούν ιδεολογικοπολιτική ταύτιση των ψηφοφόρων ιδιαίτερα στις μέρες μας που ένας ιδεολογικοπολιτικός χυλός έχει εξαπλωθεί στην κοινωνία.
Η ΝΔ κυβερνάει σήμερα, μετά τις εκλογές του Ιουλίου, χωρίς να έχει καταγράψει ούτε μια ψήφο παραπάνω από τις εκλογές του Ιουνίου και ούτε μια ψήφο παραπάνω από τις εκλογές του 2019. Το αντίθετο! Και κυβερνάει η ΝΔ μετά τις εκλογές, που κατέγραψαν νέο άπλωμα της αποχής που με βάση τα επίσημα στοιχεία κινήθηκε άνω του 45%. Τα κομματικά δε ακροατήρια των συγκεντρώσεών της στις πρόσφατες εκλογές ήταν ισχνά και άνευρα, μακριά από τις μεγάλες συγκεντρώσεις και τον όποιο παλμό του παρελθόντος, ακροατήρια που συναθροίστηκαν σε μικρές πλατείες και σε εσωτερικούς χώρους. Και με τίποτε δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί βάσιμα ότι η λαϊκή μάζα των ψηφοφόρων της κυβέρνησης ταυτίζεται με τις κεντρικές νεοφιλελεύθερες επιλογές της για την ιδιωτικοποίηση των πάντων, για τη συρρίκνωση του δημόσιου συστήματος υγείας και την ενίσχυση του ιδιωτικού, για την ενίσχυση της ιδιωτικής παιδείας και το ξεχαρβάλωμα της δημόσιας. Ούτε μπορεί κάποιος να ισχυριστεί βάσιμα, ότι η λαϊκή ψηφοφορική βάση στηρίζει ιδεολογικά την επίσης νεοφιλελεύθερη πολιτική της κρατικής εγκατάλειψης σε όλες της σφαίρες της κοινωνικής προστασίας.
Η θεωρία της συντηρητικοποίησης αποτελεί βολικό ανάχωμα και βολική δικαιολογία σε όλο το σώμα του ρεφορμισμού, από το ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το ΚΚΕ και μέχρι τις κεφαλές του συνδικαλιστικού κινήματος, για να επιρρίπτονται στον κόσμο οι ευθύνες, που δεν τραβάει στους αγώνες, στις απεργίες, στις πολιτικές και συνδικαλιστικές διεργασίες και κινητοποιήσεις.
Δικαιολογία και πρόσχημα που θέλει να σκεπάσει τις δικές τους παραλυτικές ευθύνες της απραξίας και αφωνίας, διαστρέφοντας παράλληλα την πραγματική εικόνα της κίνησης των λαϊκών δυνάμεων. Που όταν βρίσκονται οι κατάλληλες προϋποθέσεις τραβούν το δρόμο των κινητοποιήσεων σε μικρούς και μεγάλους μαζικούς αγώνες. Όπως έγινε στην περίοδο της πανδημίας, όπου έσπασαν οι φασιστικές κυβερνητικές απαγορεύσεις, παρά τη στάση τού «μετά θα λογαριαστούμε» που υιοθέτησαν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες. Όπως έγινε με τις κινητοποιήσεις μετά τη Νέα Σμύρνη ενάντια στον κυβερνητικό αυταρχισμό ή με τη μεγαλειώδη κινητοποίηση για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, αλλά και με τους αγώνες των φοιτητών ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία, με τους αγώνες των υγειονομικών για τη στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας, των εκπαιδευτικών ενάντια στην αξιολόγηση, των καλλιτεχνών. Όπως έγινε με τις απεργίες ένα χρόνο πριν ενάντια στην ακρίβεια που όμως ποτέ δεν κλιμακώθηκαν, παρά τις κούφιες και ανέξοδες εξαγγελίες των συνδικαλιστικών ηγεσιών της ΓΣΕΕ και του ΠΑΜΕ. Όπως έγινε με τις μεγάλες απεργίες ενάντια στο έγκλημα των Τεμπών και τη συγκάλυψή του, που πάλι οι ίδιες ηγεσίες έκλεισαν άρον άρον μπροστά στις εκλογικές τους επιδιώξεις.
Αυτό δεν αποτελεί το ημερολόγιο ενός λαού που συντηρητικοποιείται και που «δεν τραβάει», αλλά σίγουρα από την άλλη υπογραμμίζει την πελώρια έλλειψη του πολιτικού φορέα και των συνδικαλιστικών ηγεσιών που θα εκφράσουν τις υπαρκτές διαθέσεις που υπάρχουν και γεννιούνται, και που θα δώσουν αγωνιστική πνοή, οργάνωση και προοπτική.
Βολική και ταυτόχρονα φτηνή δικαιολογία που θέλει να σκεπάσει τις μεγάλες ευθύνες των ρεφορμιστικών ψευτοαριστερών κομμάτων για την αποδιοργάνωση και το χτύπημα του κομμουνιστικού και συνδικαλιστικού κινήματος.
Δικαιολογία που όχι μόνο κουκουλώνει τις ευθύνες των ηγεσιών και της πολιτικής τους, αλλά διαστρέφει και όλη την προηγούμενη ιστορία, μια ιστορία γεμάτη με αγώνες που δείχνουν το πραγματικό ανάστημα του ελληνικού λαού. Για όσα χρόνια η χώρα μας διέθετε ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα, ο λασός μας έγραψε τις πιο λαμπρές σελίδες των πιο σκληρών αγώνων, ξεδίπλωσε σελίδες μιας άφταστης αλληλεγγύης, κέρδισε μεγάλες κατακτήσεις, πάλεψε αιματηρά ενάντια στο σύστημα της εκμετάλλευσης και της ξένης εξάρτησης, ενάντια στο φασισμό και την υποδούλωση.
Η επικράτηση του ρεβιζιονισμού και η μετατροπή του κομμουνιστικού κόμματος σε κόμμα του συμβιβασμού και της συνδιαλλαγής με το αστικό σύστημα, σε κόμμα προσαρμοσμένο στα αστικά πλαίσια, σήμανε και την πολύχρονη υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος και όλου του λαϊκού κινήματος.
Η κυριαρχία του ρεφορμισμού στο αριστερό κίνημα σήμανε και την πολύχρονη ιδεολογική και πολιτική του διάβρωση και τη μετατροπή των φορέων του σε κόμματα που μετατοπίστηκαν από το πεδίο των αγώνων και της ταξικής πάλης μονόπλευρα και αποκλειστικά στο πεδίο της εκλογικής αντιπαράθεσης και των κοινοβουλευτικών αυταπατών.
Ο λαός σε αδρές γραμμές παραμένει ίδιος, ανεξάρτητα από μεταβολές και διαφοροποιήσεις που αναμφισβήτητα υπάρχουν και συντελούνται στο φάσμα της κοινωνικής ζωής, υπό την επίδραση οικονομικών και επιστημονικών, τεχνολογικών και πολιτιστικών εξελίξεων. Ο λαός στα βασικά του γνωρίσματα παραμένει ο ίδιος καθώς γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα στις ίδιες συνθήκες που καθορίζει το DNA της κοινωνίας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της ξένης εξάρτησης και της ιμπεριαλιστικής θηριωδίας.
Αυτό είναι το βασικό πλαίσιο, αυτό είναι το έδαφος που πάνω του ζει και παλεύει ο ελληνικός λαός και για να το αλλάξει με τους αγώνες του χρειάζεται απαρέγκλιτα την ύπαρξη ενός αυθεντικού επαναστατικού, κομμουνιστικού φορέα.
Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα αντλεί την προέλευση της πολύχρονης διαδρομής του από τον αγώνα ενάντια στην διαβρωτική επίδραση του ρεβιζιονισμού και ο αμετάθετος στόχος της πάλης του είναι η ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και η ανασύσταση ενός κόμματος πραγματικά κομμουνιστικού που εκτός των άλλων δεν θα μεταθέτει, όπως και κανένα κομμουνιστικό κόμμα στο παρελθόν δεν μετέθεσε, τις ευθύνες στο λαό, αλλά θα αναλάβει τις δικές του, για την οργάνωση του λαού και τη χάραξη μιας πολιτικής μαζικής κινητοποίησής του, για τη λύτρωση από τα δεσμά του.