Κάποιες αναγκαίες υπενθυμίσεις
Οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις, όλα αυτά τα μέτρα στέρησης ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, που στο όνομα της πανδημίας εδώ και πάνω από ένα χρόνο επιβλήθηκαν στον ελληνικό λαό, δεν είχαν και δεν μπορούν να έχουν υγειονομικό περιεχόμενο. Αν και η πολιτική των «περιοριστικών μέτρων» εφαρμόστηκε -σε διαφορετικό βαθμό- στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, στην Ελλάδα είναι βέβαιο ότι οι απαγορεύσεις και η αστυνομοκρατία, ο πυρήνας της πολιτικής του λεγόμενου lockdown ξεπέρασαν κάθε όριο σε σκληρότητα και διάρκεια.
Το αν η επιβολή ενός αυταρχικού και αντιδημοκρατικού πλαισίου, που έφτασε ακόμα και στη γενική απαγόρευση κυκλοφορίας «μετά την 6η απογευματινή», μπορεί ως υγειονομικό μέτρο να αφορά την καταπολέμηση ενός ιού, απαντήθηκε από τις ίδιες τις εξελίξεις. Αν οι ιοί και οι πανδημίες αντιμετωπίζονταν με αστυνομικά μέτρα, τότε είναι βέβαιο ότι στην Ελλάδα, όπου στην πραγματικότητα ισχύουν από την εμφάνιση του ιού με υφέσεις και εξάρσεις πρωτόγνωρες απαγορεύσεις, το πρόβλημα θα είχε λυθεί. Αντί αυτού όμως, ένα χρόνο μετά, η ολέθρια κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με την πανδημία αποτελεί μια καθαρή απάντηση σε όσους είχαν από την αρχή αυταπάτες για τους πραγματικούς στόχους και τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής.
Η πολιτική της στέρησης των δημοκρατικών ελευθεριών, του αυταρχισμού και της ακροδεξιού τύπου αστυνομοκρατίας, που με πρόσχημα την πανδημία κατάφεραν σε ελάχιστο χρόνο να επιβάλουν, αποτελεί πάγιο πόθο της δεξιάς και υπηρετεί τους πλέον σκοτεινούς σχεδιασμούς των αντιδραστικών κύκλων της κυρίαρχης τάξης. Το αντιδραστικό καθεστώς που η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί εδώ και 13 μήνες να εδραιώσει έχει στόχο την ανεμπόδιστη εφαρμογή μιας βαθιά αντιλαϊκής πολιτικής που μέσα σε αυτό το διάστημα μετράει εκατοντάδες νόμους που φέρνουν τεκτονικές ανατροπές σε κάθε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Έχει σαφή στόχο την προετοιμασία του συστήματος για τις αναπόφευκτες κοινωνικές εκρήξεις που κυοφορούν οι νέες συνθήκες. Και είναι βέβαιο ότι, ένα χρόνο μετά την εφαρμογή όλων αυτών των απαγορεύσεων, έχει διαμορφωθεί μια πρωτοφανής κατάσταση που στόχο έχει την εμπέδωση της αστυνομοκρατίας, αλλά και της «ατομικής ευθύνης» που σταθερά καταλογίζεται σε όσους δεν τηρούν τους περιορισμούς.
Για τη διαμόρφωση της παρούσας κατάστασης, αν από την μια υπάρχει η κύρια ευθύνη της βούλησης της κυβέρνησης της δεξιάς για την επιβολή ενός αντιδραστικού πλαισίου, από την άλλη υπάρχει η ευθύνη της ανοχής, της αποδοχής έως και της στήριξης σε αυτά τα μέτρα, με την οποία παρουσιάστηκαν οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης εντός, αλλά και εκτός του κοινοβουλίου. Γιατί είναι βέβαιο ότι, αν η κυβέρνηση δεν εξασφάλιζε αυτή τη στάση από το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, τα πράγματα δεν θα έφταναν εδώ που έφτασαν. Και σε ό,τι αφορά τις απαγορεύσεις, την αστυνομοκρατία και την καταστολή, αλλά και σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους τομείς στους οποίους ο ελληνικός λαός μετρά έναν ολέθριο απολογισμό.
Αποδοχή, προσαρμογή
και τελικά στήριξη της κυβερνητικής πολιτικής
Από την πρώτη στιγμή που εξαγγέλθηκαν τα μέτρα απαγορεύσεων και στέρησης πολιτικών ελευθεριών, τα κοινοβουλευτικά κόμματα ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25 έστρωσαν το χαλί υποδοχής και δικαιολόγησής τους. Ενώ το κράτος της δεξιάς εξαπέλυε την πιο σφοδρή μεταπολιτευτικά επίθεση σε κάθε τι που ορίζεται ως δημοκρατικό και συνδικαλιστικό δικαίωμα, βρήκε συμμάχους σε όλο το πολιτικό φάσμα, με τις δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά να αναλαμβάνουν σίγουρα ξεχωριστή ευθύνη. Πρόκειται για μια πολιτική που αποτέλεσε ένα ακόμη επεισόδιο στη σειρά της «εθνικής ομοψυχίας» και ενότητας, που προσφέρεται στον Μητσοτάκη από τα ελληνοτουρκικά μέχρι το μεταναστευτικό.
Είτε λόγω στη αφόρητης πίεσης που ασκήθηκε από το σύστημα, είτε ακόμα χειρότερα επειδή πραγματικά πίστεψαν ότι οι απαγορεύσεις μπορούν να έχουν υγειονομικό χαρακτήρα, όλα τα κόμματα του κοινοβουλίου πρόσφεραν επί ένα χρόνο την προσαρμογή τους και τη στήριξη σε αυτή την ολέθρια πολιτική. Έτσι την ώρα που η δεξιά του Μητσοτάκη απαγόρευε για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά το δικαίωμα στη συνάθροιση και τη διαμαρτυρία, κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 επιδόθηκαν σε ασκήσεις συμμόρφωσης!
Και τα τρία αυτά κόμματα έδωσαν πιστοποιητικά στην αστική νομιμότητα σε κάθε αγωνιστικό σκίρτημα κύρια των υγειονομικών, τους πρώτους μήνες της καραντίνας του ’20. Ξεχωριστή σίγουρα στιγμή αποτέλεσε η περσινή Πρωτομαγιά (2020). Αν και η κυβέρνηση της ΝΔ διατηρούσε τα απαγορευτικά μέτρα, με μοναδικό στόχο να αποτρέψει τη συμμετοχή του κόσμου στις κινητοποιήσεις, παρά το ότι ήταν ολοφάνερη η προσπάθεια να εγκαινιαστεί η απαγόρευση μιας τόσο ισχυρού συμβολισμού κινητοποιήσης, η «αριστερά» του κοινοβουλίου και όχι μόνο, συμμορφούμενη πλήρως με τις υποδείξεις δεν έκανε κανένα δημόσιο κάλεσμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανακοινώνοντας ότι «Φέτος η 1η του Μάη είναι διαφορετική. Δεν θα επιτρέψουμε να οδηγήσουν τα όνειρά μας στο περιθώριο…» προχώρησε σε συμβολικές εκδηλώσεις μνήμης καταθέτοντας στεφάνια στην Καισαριανή και αλλού, «με όλα τα μέτρα προστασίας», ενώ για τον ίδιο σκοπό κυκλοφόρησε και «αγωνιστικό» βίντεο. Το ΚΚΕ στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, πραγματοποίησε μυστικά οργανωμένη, συμβολική εκδήλωση στο Σύνταγμα, με αυστηρά μέτρα και πειθαρχία για την οποία πήρε τα εύσημα ακόμη και από τους «ταξικούς αντιπάλους».Με τον ίδιο τρόπο «τίμησε» την Πρωτομαγιά και το ΜέΡΑ25, όπου με μια φλογερή ανακοίνωση του Τομέα Εργασίας & Συνδικαλισμού ανακοίνωσε ότι «θα συμμετέχει στις πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις με αντιπροσωπεία μελών του, σύμφωνα με τα μέτρα ασφάλειας και προστασίας…». Οι εκδηλώσεις βέβαια στις οποίες θα συμμετείχε δεν ανακοινώθηκαν ποτέ. Σε όλες τις περιπτώσεις, το μήνυμα ήταν μια σαφής δήλωση αποδοχής των απαγορεύσεων και της πολιτικής που ακολουθούσε η ΝΔ στο όνομα της πανδημίας. Και αν και δεν κοινοποιήθηκε, δεν χρειάζεται να έχει κάποιος μαντικές ικανότητες για να καταλάβει την προσυνεννόηση που υπήρχε με τις αρχές.
Μετά και την αδράνεια της θερινής περιόδου, η πολιτική αυτών των κομμάτων ήταν υπονομευτική σε κάθε προσπάθεια για αγωνιστικές αποφάσεις. Το δεύτερο lock down και οι νέες απαγορεύσεις που μπήκαν σε ισχύ από τον Οκτώβρη έτυχαν της ίδιας υποδοχής από αυτά τα κόμματα, που μέχρι τότε ούτε μια φράση δεν ξεστόμιζαν για την καταγγελία αυτών των μέτρων. Στο συνδικαλιστικό κίνημα, οι δυνάμεις και τα μέλη τους πρόβαλλαν σταθερά τη γραμμή της προσαρμογής και, πραγματοποιώντας μυστικά οργανωμένους συμβολικούς ακτιβισμούς, εναντιώνονταν σε κάθε δημόσιο κάλεσμα. Τα όσα ακολούθησαν στην επέτειο του Πολυτεχνείου υπήρξαν αποκαλυπτικά. Μπροστά στην επιβολή ενός χουντονόμου και τη νέα προκλητική απαγόρευση των εκδηλώσεων της επετείου, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25 επί της ουσίας σιώπησαν. Κάθε πρόταση για κάλεσμα συγκεντρώσεων απαντήθηκε αρνητικά από όλες τις δυνάμεις αυτών των κομμάτων και ειδικά στο συνδικαλιστικό κίνημα. Έμειναν στη γραμμή των συμβολικών εκδηλώσεων με λιγότερο ή περισσότερο θεαματικούς ακτιβισμούς. Μόνο κάτω από την πίεση των συγκεντρώσεων που κάλεσαν οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και κάποιοι συνδικαλιστικοί φορείς στους οποίους είχαν ισχυρή παρουσία, αλλά και των δεδομένων που δημιουργήθηκαν, θυμήθηκαν να βγουν και να καταγγείλουν τις απαγορεύσεις ή και υποχρεώθηκαν, όπως το ΚΚΕ, να προχωρήσουν σε νέο -μυστικά οργανωμένο πάντα- ακτιβισμό.
Με το χτύπημα των συγκεντρώσεων του Πολυτεχνείου η κυβέρνηση έστειλε ένα μήνυμα μηδενικής ανοχής. Όμως τα επόμενα αγωνιστικά ραντεβού είχαν ήδη οριστεί και κύρια η απεργία της ΑΔΕΔΥ και των Εργατικών Κέντρων για τις 26 Νοέμβρη. Σίγουρα, δεδομένων των δυνάμεων που διαθέτει το ΚΚΕ στο σ.κ., οι ευθύνες με τις οποίες βαρύνεται είναι τεράστιες. Για μία ακόμη φορά μπροστά στην ενεργοποίηση ενός χουντονόμου που απαγόρευε όλες τις συγκεντρώσεις, το ΚΚΕ πειθαρχώντας συνέχισε στη γραμμή των μυστικά οργανωμένων ακτιβισμών. Απαντώντας αρνητικά σε κάθε πρόταση για διοργάνωση συγκεντρώσεων -που προέρχονταν κύρια από δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς- παρά τον πολύ μεγάλο αριθμό Ε.Κ., ομοσπονδιών και σωματείων που ελέγχει, έμεινε στη γραμμή των …μυστικών συμβολικών δράσεων. Στη γραμμή, δηλαδή, της προσαρμογής, της αποδοχής των απαγορεύσεων και τελικά της στήριξης αυτής της ολέθριας πολιτικής.
Το ίδιο συνέβη σε όλες τις απεργιακές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν (υγειονομικοί, 6/12, προϋπολογισμός κλπ) το Νοέμβρη και το Δεκέμβρη. Υπονομεύοντας κάθε αγωνιστική διάθεση του κόσμου, οι δυνάμεις αυτές έκαναν τα πάντα για να μην υπάρξει κανένα δημόσιο κάλεσμα σε συγκέντρωση. Υπηρετώντας στο ακέραιο την πολιτική της φίμωσης και αναπαράγοντας στην ουσία τη θεώρηση του Χρυσοχοΐδη ότι ο λαός με τις συγκεντρώσεις θέτει σε κίνδυνο την υγεία του, ότι δηλαδή ο λαός κινδυνεύει από τους αγώνες του ενάντια σε αυτή την πολιτική και όχι από τη συνέχισή της.
Κόντρα όμως στη γραμμή του συμβιβασμού οι αγωνιστικές δυνάμεις του λαού έβαλαν φρένο στα κυβερνητικά σχέδια επιβολής αυτού του αντιδραστικού πλαισίου. Με την έξοδο και του φοιτητικού κινήματος το Γενάρη και το Φλεβάρη, με τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης και με το σταθερό κάλεσμα κάποιων οργανωμένων δυνάμεων της αριστεράς, οι χουντικού τύπου κυβερνητικές απαγορεύσεις έσπασαν! Και κάτω από την πίεση αυτών των γεγονότων αναγκάστηκαν ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ 25, ειδικά από τις 8 Μάρτη και μετά, να προβούν σε δημόσια καλέσματα.
Από απόντες και υπονομευτές των αγώνων… έγιναν τιμητές τους!
Η αλλαγή αυτής της γραμμής έγινε αποκλειστικά κάτω από την πίεση που άσκησαν οι κινητοποιήσεις και τα αποτελέσματά τους και αυτό το αποδεικνύει και το γεγονός ότι έγινε στην περίοδο που τα κρούσματα παρουσίαζαν τη μεγαλύτερη εξάπλωση. Και ειδικά το ΚΚΕ, αδυνατώντας να εξηγήσει ακόμη και στα μέλη του την αλλαγή της γραμμής που επίμονα τηρούσε έναν ολόκληρο χρόνο, κατέφυγε στη συνήθη τακτική (του), της παραχάραξης και αναστροφής της πραγματικότητας. Σε όλες τις ανακοινώσεις του επιμένει να παρουσιάζει τον εαυτό του ως το θιασώτη των αγώνων ενάντια στις απαγορεύεις! Ακόμη και στην απάντησή του στο υποκριτικό κάλεσμα του Βαρουφάκη για μέτωπο αγώνα ενάντια στις αντιδημοκρατικές απαγορεύσεις, το ΚΚΕ εμφανίστηκε δύο φορές πιο υποκριτικό γράφοντας «…του θυμίζουμε λοιπόν, πως το ΚΚΕ εδώ και ένα χρόνο πρωτοστατεί σε κινητοποιήσεις… μας καλεί σε κάτι που ήδη κάνουμε και δεν κάνει αυτός!». Το ίδιο συνέβη και με το ΣΥΡΙΖΑ, που αν και όλο αυτό το διάστημα τηρούσε σιγή ιχθύος προσφέροντας στήριξη στην πολιτική των απαγορεύσεων, τώρα επιχειρεί να δρέψει δάφνες, αποδεχόμενος το ρόλο που του καταλογίζει η ΝΔ ως υποκινητή των κινητοποιήσεων. Ακόμη και ο άτεγκτος ποικιλώνυμος αναρχικός χώρος, που έλειψε από όλες τις δύσκολες αναμετρήσεις της περασμένης χρονιάς, τώρα επανεμφανίζεται, δίνοντας πάντα με τη δράση του αφορμές για το χτύπημα του κινήματος.
Όμως η ιστορία έχει γραφτεί. Όλοι αυτοί που επιχειρούν τώρα να καπηλευτούν τους σημαντικούς και δύσκολους αγώνες, που ένα χρόνο τώρα δόθηκαν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, ήταν οι μεγάλοι απόντες. Ανέλαβαν το ρόλο του υπονομευτή κάθε αγωνιστικής προσπάθειας και αντικειμενικά έγιναν δεκανίκια αυτής της αντιδραστικής πολιτικής. Τώρα που οι αντιδραστικοί σχεδιασμοί της ΝΔ κάμφθηκαν από τις λαϊκές αντιστάσεις, τώρα που το κίνημα έσπασε τις χουντικές απαγορεύσεις, τώρα εμφανίζονται όλοι αυτοί σε ρόλο σημαιοφόρου των αγώνων. Κριτήριο όμως της αλήθειας είναι μόνο η πράξη και τίποτε άλλο.
Εάν δεν υπήρχαν οι δυνάμεις -κυρίως οργανώσεις και αγωνιστές της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς- που από την αρχή έστειλαν αγωνιστικό μήνυμα αντίστασης παλεύοντας σταθερά ενάντια στην πολιτική των απαγορεύσεων, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί πολύ χειρότερα. Οι δυνάμεις του Μ-Λ ΚΚΕ και της Πορείας όλον αυτό το χρόνο, στο μέτρο που τους αναλογεί, έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να γεννηθούν αυτοί οι αγώνες. Με πίστη στη δύναμή τους φώναξαν σταθερά ότι ο λαός δεν κινδυνεύει από τους αγώνες του, αλλά μόνο από την συνέχιση της εφαρμογής αυτής της αντιδραστικής πολιτικής.
Πρωτοστάτησαν μέσα και έξω από τα πανεπιστήμια σε κάθε μικρό και μεγάλο αγώνα για την ανατροπή αυτής της πολιτικής. Διακήρυξαν σταθερά ότι «φως στο τούνελ» υπάρχει μόνο στους λαϊκούς αγώνες.