«Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων επωμίζεται ένα πολύ μεγάλο μερίδιο της εθνικής πρόκλησης της ανάκαμψης, παραμερίζοντας εμπόδια που κρατούσαν την Ελλάδα πίσω για πολλές δεκαετίες».
Αυτό ήταν το κλείσιμο της τοποθέτησης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη συνάντησή του στις 21 Γενάρη με τον υπουργό εργασίας Κωστή Χατζηδάκη. Τα εμπόδια που κρατούσαν την Ελλάδα πίσω όλες αυτές τις δεκαετίες δεν είναι άλλα από τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τις εργασιακές κατακτήσεις που έρχεται να ανατρέψει το αντεργατικό νομοσχέδιο και ο νέος συνδικαλιστικός νόμος που αναμένονται προς ψήφιση. Σε αυτά αναφέρεται ο πρωθυπουργός ως γνήσιος εκπρόσωπος του ντόπιου κεφαλαίου και της μεγαλοεργοδοσίας, που “δυσκολεύονται” αφενός από την ύπαρξη σωματείων, από το απεργιακό δικαίωμα και τη συνδικαλιστική συλλογική δράση των εργαζομένων, αφετέρου από κατακτήσεις όπως η καταβολή υπερωρίας, το οκτάωρο και οι δεσμεύσεις απέναντι σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Αυτά είναι που πρέπει να παραμεριστούν. Γιατί ακόμα και αν στην πράξη αυτά τα δικαιώματα καταπατούνται, η άρχουσα τάξη απαιτεί να έχει το νόμο με το μέρος της, απαιτεί τη νομοθέτηση της απελευθέρωσης του ωραρίου, της μη καταβολής υπερωριών, της πλήρους απελευθέρωσης των απολύσεων και της πλήρους κατάργησης των εργασιακών συλλογικών συμβάσεων. Γιατί ακόμα και αν το συνδικαλιστικό κίνημα σήμερα ελέγχεται από παρατάξεις υποταγμένες στις κυβερνητικές και εργοδοτικές απαιτήσεις, ακόμα και αν βρίσκεται σε φάση υποχώρησης και αποδιοργάνωσης, ο διακαής πόθος για την κατάργηση κάθε συνδικαλιστικού δικαιώματος με πρώτο και κύριο αυτό της απεργίας δεν σβήνει!
Σήμερα η κυβέρνηση επιχειρεί -με πρόσχημα την πανδημία- να κατεδαφίσει κάθε εργασιακό, λαϊκό και συνδικαλιστικό δικαίωμα. Κρατώντας μία ολόκληρη κοινωνία κλειδωμένη στα σπίτια, ποινικοποιώντας τις διαδηλώσεις και τις πορείες, βγάζει από το συρτάρι όλα τα μέτρα και τις νομοθεσίες που χρόνια τώρα επιθυμούν ξένο και ντόπιο κεφάλαιο να επιβάλουν αλλά βρίσκουν «εμπόδια», όπως και οι ίδιοι παραδέχονται. Τα εμπόδια δεν είναι άλλα από τη συλλογική δράση των εργαζομένων, των φοιτητών και του λαού που οργανώνεται μέσα στα σωματεία και τους συλλόγους, από το συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα και τις κατακτήσεις του. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο εργαλειοποιείται η πανδημία, προκειμένου να εξαπολυθεί ο πιο άγριος κατασταλτικός μηχανισμός φίμωσης και τρομοκρατίας που γνώρισε ο τόπος μεταπολιτευτικά, ώστε να ξηλωθούν ακόμα και τα ελάχιστα δικαιώματα που προστατεύουν τους εργαζόμενους μπροστά στην εργοδοτική ασυδοσία.
Στην ίδια τοποθέτηση ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για την παγίωση των εργασιακών συνθηκών που έχουν εφαρμοστεί στο όνομα της προστασίας της δημοσίας υγείας: «Είδαμε ότι η αγορά της εργασίας άλλαξε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και οφείλει και η εργατική νομοθεσία να προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Ποια είναι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εργαζομένων που εργάζονται πια από το σπίτι και θα εργάζονται με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα».
Η αγορά εργασίας όντως άλλαξε στη διάρκεια της πανδημίας σε βάρος των εργαζομένων, αφού η εκ περιτροπής εργασία, οι αναστολές, οι αναγκαστικές άδειες, η τηλεργασία και οι μειώσεις μισθών αποτελούν πλέον καθεστώς το οποίο -απ’ ό,τι φαίνεται- η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να νομοθετήσει. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την εργασία από το σπίτι, δηλαδή την τηλεργασία, -για την οποία ο πρωθυπουργός έκανε συγκεκριμένη αναφορά- γίνεται φανερό ότι η εφαρμογή της δεν αφορά την αγωνία για τη μείωση της εξάπλωσης του ιού, αλλά αντιθέτως η πανδημία χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα για την παγίωσή της με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την μετακύλιση του εργασιακού κόστους στην πλάτη του εργαζόμενου, την εξατομικευμένη διαπραγμάτευση με τον εργοδότη, την αποξένωση μεταξύ των συναδέλφων και άρα την υπονόμευση της συλλογικής δράσης κλπ.
Ο πρωθυπουργός -πέρα από το αντεργατικό νομοσχέδιο, τον αντισυνδικαλιστικό νόμο και την τηλεργασία- έσπευσε να ρίξει στο τραπέζι και το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης: «Και, βέβαια, εκκρεμεί ακόμα η μεγάλη μεταρρύθμιση της νέας επικουρικής ασφάλισης με ανταποδοτικό χαρακτήρα», μέτρο το οποίο βιάζονται να το νομοθετήσουν εντός του πρώτου εξαμήνου του 2021, όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός.
Ενώ έκανε λόγο και για τον εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων κατάρτισης των εργαζομένων, προκειμένου να «γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των αναγκών της αγοράς εργασίας και των δεξιοτήτων που διαθέτει σήμερα το εργατικό δυναμικό». Με άλλα λόγια, εργαζόμενοι λάστιχο που θα εκπαιδεύονται διαρκώς -προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων- ή θα ανανεώνονται διαρκώς από νεότερους φτηνότερους και αναλώσιμους.
Και όλα αυτά βέβαια με λεφτά από την τσέπη του ελληνικού λαού που επιστρέφονται ως «πόροι από την Ευρωπαϊκή Ένωση» για να καταλήξουν στα ταμεία ιδιωτικών κέντρων κατάρτισης τα οποία θησαυρίζουν, για να παρέχουν στην καλύτερη περίπτωση κάποιες δεξιότητες, στη χειρότερη γνώσεις επιπέδου… σκόιλ ελικίκου.
Σε καιρό πανδημίας, με τους κυβερνητικούς εκπροσώπους να υποκρίνονται ότι αγωνιούν για τη δημόσια υγεία την οποία άλλωστε οι ίδιοι έχουν καταδικάσει με τη διάλυση των δημόσιων νοσοκομείων και της πρωτοβάθμιας υγείας, επιχειρούν να κρατήσουν την κοινωνία φιμωμένη, για τη νομοθέτηση όλων των αντιδραστικών και αντιλαϊκών μέτρων που χρόνια τώρα ονειρεύονται.
Η συλλογική διεκδίκηση στο δρόμο, οι γενικές συνελεύσεις, οι μαζικές διαδηλώσεις και η απεργία είναι τα όπλα στα χέρια εργαζομένων, άνεργων και φοιτητών με τα οποία μπορεί να μπει φραγμός στα σχέδιά τους, γι’ αυτό επιχειρούν με τόση μεγάλη μανία να τα καταστείλουν και να τα ποινικοποιήσουν. Να μην τους αφήσουμε!