Λίγους μήνες πριν τις ευρωεκλογές που θα γίνουν τον Ιούνιο, από τις αρχές του χρόνου, είχαμε έναν πρωτοφανή αγροτικό ξεσηκωμό που συντάραξε απ’ άκρου εις άκρον την ευρωπαϊκή ήπειρο. Από τη Γαλλία και την Ισπανία μέχρι την Πολωνία και τη Λετονία. Από την Ελλάδα μέχρι την Γερμανία και την Ολλανδία. Ένα ξεσηκωμό που πυροδοτήθηκε από τα νέα μέτρα της ΕΕ στην αγροτική της παραγωγή, που νομοτελειακά ενσωματώνει όλες τις αντιφάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού και της νέας κρίσης που τον ταλανίζει.
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις δεν ήταν κάτι καινούργιο, ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη, αλλά το ποιοτικά διαφορετικό φέτος ήταν οι ταυτόχρονες και μαχητικότατες κινητοποιήσεις σε όλα τα μήκη και πλάτη της ΕΕ. Παρά τον ανισόμετρο και διαφορετικό χαρακτήρα των κινητοποιήσεων, αυτό που ένωνε όλο αυτόν τον ξεσηκωμένο αγροτικό πληθυσμό ήταν η πανευρωπαϊκή «Πράσινη Θηλιά», που έχει περαστεί στους ευρωπαίους αγρότες και επιτάσσει το «ξεσπίτωμά» τους από τις εκμεταλλεύσεις τους. Υπό τον μανδύα της «Πράσινης Συμφωνίας» και της «Βιώσιμης Ανάπτυξης» επιδιώκεται μια διέξοδος για κεφάλαια που έχει συμπιεστεί η κερδοφορία τους, λόγω της κρίσης και των μεγάλων γεωπολιτικών αλλαγών που αυτή πυροδοτεί.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εδώ και καιρό η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, η ένταση της εκμετάλλευσης σε ολόκληρη τη διατροφική αλυσίδα και η κυριαρχία των μεγάλων αγροτο-κτηνοτροφικών συγκροτημάτων της καπιταλιστικής agrobusiness, έχει συρρικνώσει τον πληθυσμό των μικρομεσαίων αγροτών. Τα δύο τρίτα των ευρωπαϊκών αγροκτημάτων που είναι οικογενειακές καλλιέργειες στο όριο των 500 στρεμμάτων, είναι υπερχρεωμένες ή υπό χρεοκοπία με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Το κόστος παραγωγής, αλλά και ο ανταγωνισμός από φθηνότερες εισαγωγές διαλύουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο τη μικρομεσαία αγροτική μονάδα. Η ανεργία στον αγροτικό χώρο γιγαντώνεται και απειλούνται με αφανισμό χωριά και κωμοπόλεις. Στη Γαλλία, την επόμενη δεκαετία το 43% των αγροτών θα συνταξιοδοτηθεί. Η αγροτιά σε ευρωπαϊκό επίπεδο εξαφανίζεται.
Αν στην προηγμένη αγροτικά Ευρώπη εμφανίζονται αυτά τα διαλυτικά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν μια βαθιά αγροτική κρίση με σαφή επέκταση στην ποιότητα των παραγόμενων τροφίμων, αλλά και στην κυοφορούμενη επισιτιστική κρίση, στην Ελλάδα (που μετρά τη γη σε στρέμματα και όχι με το δεκαπλάσιο εκτάριο που χρησιμοποιούν οι υπόλοιποι ευρωπαίοι), όλοι αυτοί οι παράγοντες επενεργούν με πολλαπλάσιο και σαφώς πιο δραματικό τρόπο.
Στη χώρα μας, με πάνω από σαράντα χρόνια εφαρμογής πολλαπλών Κοινών Αγροτικών Πολιτικών (ΚΑΠ), η αγροτική παραγωγή έχει αποδεκατιστεί, με εμφανείς μειώσεις τόσο σε απόλυτο αριθμό των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, όσο και του ενεργού αγροτικού πληθυσμού. Έχει πάρει τη μορφή κανονικότητας η συνεχής επιδείνωση του Αγροτικού Εμπορικού Ισοζυγίου, η οποία από το 1981 -χρονιά ένταξης στην ΕΟΚ- αυξήθηκε την πρώτη δεκαετία κατά 900% και μέσα στον πρώτο χρόνο εφαρμογής του ευρώ το 2002 αυξήθηκε κατά 74%, συνεχίζοντας σταθερά την αυξητική της πορεία μέχρι σήμερα.
Η χώρα, πιστή στη μεταπρατική αντιπαραγωγική ιστορία της, που την έχει φέρει σε πολλαπλές χρεοκοπίες, στη σύγχρονη πραγματικότητα, επιλέγει και επιλέγεται από τον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, σαν χώρα υπηρεσιών και τουρισμού, ακολουθώντας μια χρυσοπληρωμένη από τα ευρωπαϊκά ταμεία εγκατάλειψη βασικών αγροτικών κλάδων (εσπεριδοειδή, καπνός, σακχαρότευτλα, βαμβάκι, γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία κ.ά.). Το ότι ο αγροτοδιατροφικός τομέας της Ελλάδας των 132 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων παράγει περί τα 12 δισ. €, ενώ ο αντίστοιχος της Ολλανδίας των 33,5 χιλιάδων τετρ. χιλιομέτρων παράγει κατά μέσο όρο προϊόντα αξίας 80,7 δισ. €, δείχνει ξεκάθαρα τα δύο αντιθετικά παραγωγικά μοντέλα. Και αυτό, παρά τα ασυγκρίτως μεγαλύτερα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας για μια πλούσια και ποιοτική αγροτική παραγωγή.
Τόσες και τόσες ΚΑΠ και αναμορφώσεις, τόσα δισεκατομμύρια ενισχύσεων, όχι μόνο δεν μπόρεσαν να λύσουν τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. αλλά βάθυναν τη διατροφική εξάρτηση της χώρας σε βασικά αγροτικά προϊόντα, αναδεικνύοντας την Ελλάδα ως τον καλύτερο «πελάτη» των ευρωπαϊκών εταίρων. Η χώρα, μάλιστα, μετά την τελευταία χρεοκοπία του 2010, αλλά και με την ανάληψη της διακυβέρνησης από την ΝΔ το 2019, έχει μετατραπεί σε ένα ιδιότυπο καθεστώς βαθύτερου μεταπρατισμού και διαμετακομιστικού κέντρου εις βάρος και ενάντια ενός παραγωγικού μοντέλου προστιθέμενης αξίας.
Η επικοινωνιακή αντιμετώπιση των πρόσφατων αγροτικών κινητοποιήσεων, χωρίς την ελάχιστη ικανοποίηση κανενός από τα αιτήματα απελπισίας που κατέθεσαν οι αγρότες για την επιβίωσή τους, επιβεβαιώνει την επιθετική τακτική που ακολουθούν τα κυβερνητικά επιτελεία. Αν κανείς ψάξει τα επίσημα έγγραφα του ελληνικού κράτους, αυτή η επικοινωνιακή κάλυψη χάνεται παντελώς. Όπως για παράδειγμα στην «Έκθεση για το στρατηγικό σχέδιο (ΕΣΣ) για την ΚΑΠ 2023-2027» (https://www.minagric.gr/2013-04-05-10-13-09/ministry-example/diavoylefsi-i-kap-meta-to-2020-list/ 12311-kap2023-2027-130122) που κατατέθηκε από τη ΝΔ προς στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και εγκρίθηκε από αυτή στις 21-11-2022. Στον πίνακα με την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων αποτυπώνονται ξεκάθαρα οι προοπτικές και ομολογούνται οι προτεραιότητες, βάζοντας σε χαμηλή στάθμη μια σειρά από κρίσιμους τομείς της αγροτικής παραγωγής και της στήριξης του αγροτικού επαγγέλματος.
Αυτή η απαξιωτική πολιτική, που καταδικάζει ολόκληρους αγροτικούς πληθυσμούς σε υποβάθμιση και περιθωριοποίηση και την χώρα σε δυσμενέστερη θέση όσον αφορά την επισιτιστική της ασφάλεια, είναι φυσικό να συσσωρεύει την αγροτική απελπισία και οργή. Και στην Ευρώπη, όπως και στη χώρα μας, αυτή την αγανάκτηση και απόγνωση των φτωχότερων στρωμάτων που καταστρέφονται από την καπιταλιστική κρίση επιχειρεί να χειραγωγήσει και να τιθασεύσει η ακροδεξιά και ο φασισμός, φορώντας το «αντισυστημικό» προσωπείο, ενώ αποτελεί γνήσιο τέκνο του ίδιου εκμεταλλευτικού συστήματος.
Εν όψει Ευρωεκλογών και των πολιτικών συνεπειών που έχει άμεσα η αγροτική οργή, η Κομισιόν προχώρησε σε κάποιες μικροπαραχωρήσεις και η ελληνική κυβέρνηση μόνο σε τακτικισμούς, που τελικά τους μόνους που ευνοούν είναι το μεγάλο αγροτικό αγροτοδιατροφικό κεφάλαιο. Μπορεί να καταφέρνουν να μεταθέτουν το σύγχρονο αγροτικό πρόβλημα χωρίς όμως να φαίνεται ούτε μια κάποια λύση. Είναι όμως σίγουρο ότι το ζήτημα όχι μόνο δεν μπορεί να λυθεί μέσα στην ΕΕ και μέσα στην βαριά καπιταλιστική κρίση που αυτή θέλει να διαχειριστεί, αλλά θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο. Αυτό σίγουρα θα αποτυπωθεί και στις Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου.