Μετά τις εκλογές του Ιουνίου και την εξασφάλιση της αυτοδυναμίας της, η κυβέρνηση της ΝΔ έθεσε ως πρωταρχικό στόχο να προχωρήσει ακόμη βαθύτερα στα αντεργατικά μέτρα.
Οι εργαζόμενοι, ωστόσο, δεν έρχονται αντιμέτωποι μόνο με την κυβερνητική αντεργατική πολιτική, αλλά και με την απροκάλυπτη στάση των συνδικαλιστικών δυνάμεων που ηγεμονεύουν στο συνδικαλιστικό κίνημα και προσφέρουν αφειδώς τη στήριξή τους στην πολιτική αυτή. Γιατί η στάση των συνδικαλιστικών δυνάμεων και του ρόλου που διαδραμάτισαν και συνεχίζουν να διαδραματίζουν, είναι στάση όχι απλά συμβιβασμού αλλά και προκλητικής στήριξης αυτής της πολιτικής. Είναι στάση που στρώνει τον δρόμο στην επιβολή «άνευ όρων» όποιου αντεργατικού νόμου έχει ψηφίσει η κυβέρνηση.
Οι δυνάμεις αυτές, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις του ΠΑΣΟΚ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, φέρουν την κύρια ευθύνη του αφοπλισμού μέσω της αδράνειας, του εκφυλισμού και της αποσύνθεσης της συνδικαλιστικής δράσης και βρίσκονται πέρα και μακριά από την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Εν μέσω μπαράζ αντεργατικών νόμων έχουν επιβάλει μια άνευ προηγουμένου σιγή νεκροταφείου, αποκαλύπτοντας ξεκάθαρα μια στάση ανοιχτής στήριξης στην κυβέρνηση που με τους νόμους της κλιμακώνει την επίθεση στα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων. Εν όψει κάθε νομοσχεδίου που προετοιμάζεται και περιέχει τις όποιες αντεργατικές ανατροπές, δεν κάνουν απολύτως τίποτε προκειμένου να ενημερώσουν τους εργαζόμενους για αυτές αλλά ούτε και καμιά προσπάθεια οργάνωσης κινητοποιήσεων για να εμποδίσουν, αναστείλουν, ή να καθυστερήσουν έστω την ψήφισή του. Με διάφορα προσχήματα κάθε φορά και κυρίως με το επιχείρημα που επικαλούνται πως «δεν τραβάει ο κόσμος», αφού βέβαια πρωτίστως έχουν καλλιεργήσει ένα κλίμα αδράνειας και ηττοπάθειας. Μόνο που ο κόσμος συνολικά ή κατηγορίες εργαζομένων, στην πρόσφατη περίοδο, δεν ήταν λίγες οι φορές, που σε δεδομένες συνθήκες, έχουν αποδείξει πως έχουν διάθεση να αγωνιστούν, διαψεύδοντας τέτοιου είδους προσχηματικές εκτιμήσεις.
Μετά την ψήφιση των νόμων βέβαια σταματά και η παραμικρή αναφορά σε αυτούς και στις αντεργατικές συνέπειές τους. Δεν έχουν μισή κουβέντα να πουν ούτε καν για τις πιο δραματικές όπως την κλιμακούμενη ένταση της εκμετάλλευσης, τις χιλιάδες απολύσεις που έχουν επιφέρει ή ακόμη και τα ολοένα αυξανόμενα τραγικά εργατικά ατυχήματα που έχουν στοιχίσει και τη ζωή σε εκατοντάδες εργαζόμενους, λόγω της απουσίας μέτρων ασφαλείας στους χώρους δουλειάς, ή των απάνθρωπων ωραρίων εργασίας και σωματικής εξάντλησης που έχει εδραιώσει η κατάργηση του 8ωρου.
Η περίοδος μέχρι την ψήφιση, αλλά και μετά, του αντεργατικού νόμου Χατζηδάκη το 2021 όπως και πρόσφατα με την ψήφιση του αντεργατικού συμπληρώματός του, νόμου Γεωργιάδη, αποτελούν μνημειώδεις αποδείξεις της εκφυλιστικής στάσης αυτών των δυνάμεων. Απόλυτη σιωπή και αδράνεια τόσο από τη στιγμή που η κυβέρνηση δημοσιοποιεί τις προθέσεις της για το τι πρόκειται να ψηφίσει, όσο και στη συνέχεια κατά την περίφημη περίοδο διαβούλευσης του εκάστοτε νομοσχεδίου. Δεν βγαίνουν ανακοινώσεις στις οποίες να ενημερώνουν για τις συνέπειες των ρυθμίσεων στα δικαιώματα και στη ζωή των εργαζομένων. Εννοείται βέβαια πως ούτε και καμιά εκστρατεία ενημέρωσης διοργανώνουν, αλλά ούτε και κάποιο απεργιακό πρόγραμμα δράσης με προδιαγραφές σθεναρής απάντησης προετοιμάζουν. Στην καλύτερη περίπτωση εξαγγέλλουν κάποια στάση εργασίας κατά την περίοδο που συζητιέται στη Βουλή το νομοσχέδιο και μάλιστα με ανακοίνωση της τελευταίας στιγμής και εθιμοτυπικά προκηρύσσουν μια 24ωρη απεργία την ημέρα ψήφισής του και πάλι χωρίς καμιά προετοιμασία. Η ΓΣΕΕ ωστόσο, κατά την πρόσφατη ψήφιση του νόμου Γεωργιάδη, φρόντισε να εξαιρεθεί ακόμη και από την εθιμοτυπική αυτή διαδικασία και δεν εξήγγειλε ούτε την ημέρα της ψήφισής του, κινητοποίηση.
Δεν μπορεί να μην σημειωθεί και η πλήρης άρνηση των ανώτερων συνδικαλιστικών οργανώσεων να οργανώσουν έστω και μια μεγάλη πανεργατική κινητοποίηση συμπαράστασης στους χιλιάδες πληγέντες από τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές, με την οποία να στηριχθούν τα αιτήματά τους που διεκδικούν από την κυβέρνηση.
Από την άλλη το ΠΑΜΕ του ΚΚΕ στα λόγια “ρίχνει” τους νόμους, αλλά επί της ουσίας συνεχίζει τον αποκομμένο δρόμο του με τα απογευματινά και ξεχωριστά συλλαλητήρια, τις συσκέψεις συνδικαλιστικών φορέων που ελέγχει για να επικυρώσουν ειλημμένες αποφάσεις του και τις χωριστές συγκεντρώσεις, που διασπούν και αποδυναμώνουν τον αγώνα των εργαζομένων. Αξίζει άλλωστε να θυμίσουμε πως ειδικά κατά την ψήφιση του νόμου Χατζηδάκη, το ΠΑΜΕ είχε συνταχθεί απολύτως με τις δυνάμεις που συνήθως καταγγέλλει, εκείνες που ανέβαλαν και μετέθεταν διαρκώς κάθε επιβεβλημένη απόφαση για απεργιακό αγώνα ενάντια στον νόμο, πρωταγωνιστώντας και σε απόφαση αλλαγής της ημερομηνίας απεργίας που ήδη είχε ανακοινώσει και μάλιστα στο όνομα της ενότητας του συνδικαλιστικού κινήματος… Είναι δε αν μη τι άλλο μεγάλη πρόκληση να βροντοφωνάζει το ΚΚΕ, μετά την ψήφιση του νόμου, πως αυτός «ο νόμος θα μείνει στα χαρτιά» και άλλα βαρύγδουπα όπως «μην τολμήσουν να τον εφαρμόσουν» και άλλα παρόμοια. Όσο για το νομοσχέδιο Γεωργιάδη, δεν αξιώθηκε ούτε καν στα σωματεία που ελέγχει να πραγματοποιήσει συνελεύσεις για να προετοιμαστεί μια μαζική κινητοποίηση των εργαζομένων. Αρκέστηκε σε μια συνάντηση στη Δραπετσώνα των διοικήσεων μερικών συνδικαλιστικών οργανώσεων για να αναγγείλει προκαθορισμένες αποφάσεις της ηγεσίας του.
Όσο για το μεγάλο θέμα των καταστροφών από τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές αντί να το τοποθετήσει ως κεντρικό ζήτημα στις μαζικές συνδικαλιστικές οργανώσεις για την κινητοποίησή τους το έχει μετατρέψει σε υπόθεση “εθελοντών διασωστών” του ΠΑΜΕ, υποτάσσοντάς το στις εκλογικές σκοπιμότητες του ΚΚΕ για τις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Αυτές οι συνδικαλιστικές πολιτικές, πρώτα και κύρια εκείνη του φιλοκυβερνητικού και φιλεργοδοτικού συνδικαλισμού, και παραπίσω του ΠΑΜΕ, έχουν σαν αποτέλεσμα να διαιωνίζουν και να βαθαίνουν έναν μαρασμό στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, να σπέρνουν την αδράνεια και την απογοήτευση, να καλλιεργούν την ηττοπάθεια, να συντελούν στην αποσυσπείρωση των εργαζομένων από τα συνδικάτα και τους εργατικούς αγώνες.
Το εργατικό κίνημα θα μπορέσει να κάνει βήματα μπροστά στην αντιμετώπιση της αντιλαϊκής πολιτικής μόνο αν περιορίσει και απαλλάξει από την επιρροή τέτοιων καταστροφικών και λαθεμένων πολιτικών και τακτικών το συνδικαλιστικό κίνημα. Μόνο με την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος που περνά μέσα από την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων που κυριαρχούν, μπορεί αυτό να επιτευχθεί.
Ο μόνος τρόπος για να αλλάξουν οι συσχετισμοί στα συνδικάτα, σε όλα τα επίπεδά τους, είναι η οργάνωση των εργαζόμενων στα σωματεία, η αποκάλυψη και η αδιάκοπη πάλη μέσα σε αυτά ενάντια στις δυνάμεις του κυβερνητικού και φιλοεργοδοτικού συνδικαλισμού, αλλά και ενάντια σε συνδικαλιστικές γραμμές που απομονώνουν από τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων, που πολυτεμαχίζουν το εργατικό κίνημα.
H αναχαίτιση της αντεργατικής επίθεσης, τα αιτήματα που οι εργαζόμενοι πρέπει να προβάλουν και να της αντιπαραθέσουν, τα μέσα διεκδίκησής τους και η πραγματοποίηση νικηφόρων αγώνων, η ενότητα των δυνάμεων της εργατικής τάξης και η ενδυνάμωση της εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης είναι τα βασικά ζητήματα που μπαίνουν μπροστά στο μαζικό κίνημα της εργατικής τάξης. H πετυχημένη αντιμετώπισή τους συμβαδίζει με την ταξική αγωνιστική ανασυγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Συνδέεται αναπόσπαστα με την πάλη για μια ριζική στροφή στον προσανατολισμό του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, για μια βαθιά αλλαγή στην πολιτικο-συνδικαλιστική του κατεύθυνση, στην εσωτερική λειτουργία του και την οργάνωσή του.
Για την ΕΡΓ.Α.Σ., η ταξική ανασυγκρότηση αποτελεί κύριο καθήκον για τις μικρές αλλά υπαρκτές ταξικές αγωνιστικές δυνάμεις. H ταξική ανασυγκρότηση είναι μια επίπονη και μακρόχρονη προσπάθεια με στόχο την αποδυνάμωση και απομόνωση, τελικά, της πολιτικο-συνδικαλιστικής γραμμής που επικρατεί, σήμερα, στα συνδικάτα.