Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε επίσημα την πρόθεσή του για το χρίσμα του κόμματος. Στην εναρκτήρια ομιλία της εκστρατείας του ήταν κάπως βιαστικός, λέγοντας ότι διεκδικεί την προεδρία των ΗΠΑ, ενώ πρώτα πρέπει να εξασφαλίσει το «χρίσμα» των Ρεπουμπλικάνων. Αυτό προς στιγμήν θεωρείται απίθανο και θεωρείται ότι η ουσία της κίνησης του Πενς είναι περισσότερο να βλάψει τον Ντόναλντ Τραμπ. Άλλωστε συμβαίνει πρώτη φορά, μετά από το μακρινό 1800, στην αμερικάνικη πολιτική, πρώην αντιπρόεδρος να αντιπαρατίθεται με τον πρώην πρόεδρό του: «Η 6η Ιανουαρίου υπήρξε μια τραγική ημέρα για το έθνος μας… Ο αμερικάνικος λαός δικαιούται να μάθει ότι εκείνη την ημέρα ο πρόεδρος Τραμπ απαίτησε να διαλέξω μεταξύ αυτού και του συντάγματος. Τώρα οι ψηφοφόροι θα βρεθούν αντιμέτωποι με την ίδια επιλογή. Διάλεξα το σύνταγμα. Πάντα θα το κάνω. Πιστεύω ότι όποιος θέτει τον εαυτό του πάνω από το σύνταγμα δε θα έπρεπε να είναι ποτέ πρόεδρος των ΗΠΑ…». Ο Πενς συγκέντρωσε τα πυρά του ενάντια στον πρώην πρόεδρο Τραμπ, παρά στον τωρινό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
\
Απο κει και πέρα, ο κύριος ανταγωνιστής του Τραμπ για το χρίσμα παραμένει ο πρόσφατα εκλεγμένος κυβερνήτης της Φλόριντα, Ρον Ντε Σάντις. Αν και χαίρει ιδιαίτερης στήριξης από τα περισσότερα ΜΜΕ στις ΗΠΑ, που αντιστρατεύονται τον Τραμπ, είναι ακόμη πολύ πίσω στις δημοσκοπήσεις, καθώς εκτιμάται ότι η εκλογική βάση του πρώην προέδρου διατηρείται συμπαγής. Μάλιστα η συνθήκη αυτή, σε συνδυασμό και με τον μεγάλο αριθμό διεκδικητών του χρίσματος που φαίνεται να διαμορφώνεται, θεωρείται ότι ευνοεί περαιτέρω τον Τραμπ και βλάπτει την προσπάθεια του Σάντις, που θεωρείται πιο ευάλωτη στη διασπορά των ψήφων προς πολλές προτιμήσεις. Μάλιστα σύμφωνα με φήμες που επικαλείται η New York Times, ο Τραμπ έχοντας αντιληφθεί αυτή τη συνθήκη, έχει δώσει εντολή στο επιτελείο του, να κάνει «επιθέσεις φιλίας» στους υπόλοιπους υποψήφιους, ελπίζοντας να θίξει έτσι και έμμεσα τον βασικό του αντίπαλο.
\
Παράλληλα, αναθερμαίνεται και η υπόθεση της παρακράτησης απόρρητων κρατικών εγγράφων από τον Τραμπ, με την ομοσπονδιακή δίωξη να ενημερώνει τη νομική του ομάδα ότι ο ίδιος αποτελεί στόχο της έρευνάς τους. Προς το παρόν, δεν είναι ξεκάθαρο αν θα υπάρξει δίωξη και ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι αποτελεί στόχο του «εργαλειοποιημένου υπουργείου Δικαιοσύνης και του FBI». Από ό,τι φαίνεται αυτή η υπόθεση θα αξιοποιηθεί προεκλογικά από τον μηχανισμό των Δημοκρατικών, όπως έγινε και στις ενδιάμεσες του περασμένου Νοεμβρίου.
Πολιτική κρίση έχει ξεσπάσει και στο εσωτερικό των Ρεπουμπλικάνων του Τέξας. Η πλειοψηφία των βουλευτών εκεί ψήφισε την καθαίρεση του γενικού εισαγγελέα, Κεν Πάξτον, ο οποίος αποτελεί υποστηρικτή του Τραμπ. Ο τελευταίος αντέδρασε άμεσα κάνοντας λόγο για «εκλογική ανάμιξη» και διαμηνύοντας προς τους βουλευτές που πήραν την απόφαση ότι «θα σας πολεμήσω».
Ο Ρόμπερτ Κένεντυ συνεχίζει την προσπάθειά του για το χρίσμα
Ο 69χρονος γόνος μιας από τις πιο προβεβλημένες οικογένειες των Δημοκρατικών φιλοξενήθηκε πρόσφατα σε συζήτηση στο Twitter από τον γενικό διευθυντή της πλατφόρμας, Ίλον Μασκ. Αυτό προκάλεσε ανησυχία στα ΜΜΕ που υποστηρίζουν τον Τζο Μπάιντεν, που σπεύδουν να κατηγορήσουν τον Κένεντυ ως φορέα ακροδεξιών αντιλήψεων και διακινητή θεωριών συνωμοσίας.
Η αλήθεια είναι ότι ο Κένεντυ έχει υπάρξει σκεπτικιστής απέναντι στα εμβόλια, έχει αμφισβητήσει το εκλογικό αποτέλεσμα του 2004, όπου επανεξελέγη ο Μπους ο νεότερος, ισχυρίζεται ότι η ευρεία χρήση ψυχοφαρμάκων στις ΗΠΑ ευθύνεται για το πλήθος ένοπλων φονικών περιστατικών και όχι τόσο η ευρεία οπλοκατοχή. Ωστόσο, επιμένει να βρίσκεται σταθερά πάνω από το 20% των προτιμήσεων των Δημοκρατικών ψηφοφόρων, γεγονός που ίσως δείχνει και την απελπισία τους, απέναντι στην επιλογή του Μπάιντεν, που πρόσφατα τους ζήτησε «να τον στείλουν στον Λευκό Οίκο μέχρι τα 86 του». Κατά τη διάρκεια της συζήτησης διατύπωσε την θέλησή του για μια πολιτική που θα «σφραγίσει μόνιμα» τα σύνορα με το Μεξικό και κάλεσε την κυβέρνηση να δει τον πόλεμο στην Ουκρανία και από τη μεριά των Ρώσων, σημειώνοντας ότι το Δημοκρατικό κόμμα έχει γίνει το «κόμμα του πολέμου», εξέλιξη για την οποία ευθύνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό ο Μπάιντεν. Ίσως αυτό το κράμα αντιλήψεων να δικαιολογεί έναν χαρακτηρισμό που χρεώνεται στον ίδιο, ότι φιλοδοξεί να αναδειχθεί σε «Τραμπ των Δημοκρατικών».