Η 55η Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, που πραγματοποιήθηκε 15 με 17 Φλεβάρη, αποτέλεσε ένα επί πλέον βήμα κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Ανάδειξε τη διεύρυνση του ρήγματος ΗΠΑ-Ευρώπης και επιβεβαίωσε την όξυνση όλων των βασικών αντιθέσεων του σημερινού κόσμου.
Στη φετινή Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, και στην πραγματικότητα για την προβολή της στρατηγικής πολεμικής ισχύος των ιμπεριαλιστών, με τον τίτλο «ποιος θα μαζέψει τα κομμάτια του μεγάλου παζλ;», πήραν μέρος 600 ειδικοί κι εμπειρογνώμονες, ανάμεσά τους 35 αρχηγοί κρατών και 80 υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, άλλοι υπουργοί, εκπρόσωποι ιμπεριαλιστικών οργανισμών.
Η απουσία του Μακρόν δικαιολογήθηκε λόγω των εξελισσόμενων προβλημάτων, που συνδέονται με τις λαϊκές κινητοποιήσεις στη Γαλλία, οι οποίες τον εμπόδισαν να παραστεί, όπως απουσίαζε και από το πρόσφατο οικονομικό φόρουμ στο Νταβός. Ταυτόχρονα, συγκάλυψε τις διαφοροποιήσεις του γαλλικού ιμπεριαλισμού από τον γερμανικό στο ζήτημα των ρωσικών ενεργειακών αγωγών, καθώς επιδρούν καθοριστικά στη διεθνή σκηνή οι συνεργασίες των πετρελαϊκών κολοσσών γαλλικών και αμερικανικών συμφερόντων.
Η Διάσκεψη χαρακτηρίστηκε από την πολυπληθή παρουσία της αμερικάνικης αντιπροσωπείας, τη μεγαλύτερη στην ιστορία της διοργάνωσης, όπως επισήμανε ο επικεφαλής της αντιπρόεδρος, Μάικ Πενς, κάνοντας ειδική αναφορά και στην παρουσία της Νάνσι Πελόζι, προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, του Δημοκρατικού Κόμματος. Στόχος του να καλύψει την οξεία πολιτική αντιπαράθεση που μαίνεται στο εσωτερικό των ΗΠΑ και να προβάλει το γνωστό ηγεμονιστικό σύνθημα της «μεγάλης Αμερικής», τονίζοντας ότι σήμερα «η Αμερική είναι ισχυρότερη από ποτέ και οδηγεί για άλλη μια φορά στην παγκόσμια σκηνή».
«Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, ως πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε επισημάνει ότι το θεμελιώδες ζήτημα που πρέπει να απασχολεί τη Δύση είναι εάν είναι σε θέση να επιβιώσει», είπε κομπάζοντας για τον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ.
Συνέχισε απαριθμώντας τα επιτεύγματα του «πρωταθλητή της ειρήνης», όπως χαρακτήρισε τον Τραμπ. Για τα πολεμικά κονδύλια σημείωσε ότι σήμερα επενδύονται τα μεγαλύτερα χρηματικά ποσά στον τομέα της άμυνας από την εποχή Ρίγκαν, με αποτέλεσμα μέσα σε δύο χρόνια να έχουν δημιουργηθεί 5,3 εκατ. νέες θέσεις εργασίας, εκτοξεύοντας έτσι το κρατικό χρέος πάνω από τα 22 τρις δολάρια, και ότι δήθεν σκαρφάλωσαν στην πρώτη θέση ανάμεσα στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες του πλανήτη (προφανώς εξαιτίας των πιέσεων – απειλών που ασκούν στην Ευρώπη ενάντια στον αγωγό North Stream-2 και των κυρώσεων σε βάρος Ιράν – Βενεζουέλας κ.ά.).
Στα πλαίσια αυτά ξεκαθάρισε ότι οι ΗΠΑ επιδοκιμάζουν «όλους τους Ευρωπαίους εταίρους που εναντιώνονται σθεναρά στον αγωγό “Nord Stream 2”», αλλά και ότι «δεν θα μείνουμε αδρανείς, ενώ οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ (δείχνοντας την Τουρκία με την αγορά των S-400) αγοράζουν όπλα από τους αντιπάλους μας».
Κατάγγειλε ακόμη μια φορά την Κίνα, εξηγώντας ότι η επιβολή δασμών 250 δις δολ. στην Κίνα μπορεί να διπλασιαστεί, καθώς οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις «δεν αφορούν απλά την ανισορροπία τού μεταξύ τους εμπορίου», αλλά την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, την εξαναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας και άλλα διαρθρωτικά ζητήματα στην Κίνα, «που επιβάρυναν την οικονομία μας και τις οικονομίες όλου του κόσμου». Επίσης επιτέθηκε στην Κίνα για παρεμπόδιση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στη Νότια Κινεζική Θάλασσα.
Για την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία, επισήμανε ότι «είναι μια αλλαγή στην τακτική, όχι στην αποστολή. Οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν ισχυρή παρουσία στην περιοχή». Υπέδειξε το Ιράν σαν τον «κορυφαίο κρατικό χορηγό τρομοκρατίας στον κόσμο» και κάλεσε τους Ευρωπαίους να σταματήσουν να υπονομεύουν τις κυρώσεις των ΗΠΑ και να αποσυρθούν από την πυρηνική συμφωνία.
«Χάρη στην πίεση των ΗΠΑ διπλασιάστηκε ο αριθμός των μελών του ΝΑΤΟ που έχουν πετύχει τον στόχο της συνεισφοράς ποσοστού 2% του ΑΕΠ στον προϋπολογισμό του, ενώ ακόμη περισσότερα δεσμεύτηκαν ότι θα τον αυξήσουν έως το 2024», τόνισε ο Πενς, από τη Γερμανία, που βρίσκεται στο στόχαστρο του Τραμπ, γιατί κατ’ αυτόν δεν αναλαμβάνει τα βάρη που της αναλογούν.
Ο Πενς, υπενθυμίζοντας τη νέα συνάντηση Κορυφής Τραμπ-Κιμ στα τέλη Φλεβάρη στο Βιετνάμ, αποδίδει στην πολιτική Τραμπ εύσημα για την αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας. «Σταμάτησαν οι πυρηνικές δοκιμές, οι ήρωες του πολέμου της Κορέας επέστρεψαν», είπε.
Από την άλλη ο Μαδούρο είναι δικτάτορας, πρέπει να φύγει και η ΕΕ να αναγνωρίσει την αμερικανική μαριονέτα, τον Γκουαϊδό.
★★★
Ο Ρώσος ΥΠΕΞ, Λαβρόφ, κατηγόρησε τις ΗΠΑ για την αποχώρηση από την INF, επιβάλλοντας, όπως είπε, τη θέση της και στα άλλα κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ, ενώ πρόβαλε το «δικαίωμα» της Ρωσίας να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της και εκτός συνόρων, λέγοντας ότι αυτό δεν είναι μόνο «προνόμιο» του ΝΑΤΟ. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο Λαβρόφ απέκρουσε τις κατηγορίες ότι η Μόσχα είχε ανάμειξη στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, λέγοντας πως «δεν παρουσιάστηκαν ποτέ γεγονότα» (ρωσικής ανάμειξης), ενώ από την άλλη «πέντε ή έξι κορυφαίοι ηγέτες της Δύσης επισκέφτηκαν τα Σκόπια και έκαναν εκστρατεία υπέρ του “ναι” στο δημοψήφισμα».
★★★
Η Κίνα αναπτύσσει στρατιωτικούς εξοπλισμούς για «αυστηρά αμυντικές ανάγκες» και απορρίπτει την προσχώρηση σε μια συνθήκη για την απαγόρευση πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς, είπε ο επικεφαλής Εξωτερικής Πολιτικής του ΠΓ του ΚΚ Κίνας, Γιανγκ Ζιετσί. Υποστήριξε επίσης ότι υλοποιείται το πρόγραμμα στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Κίνας και Ρωσίας, όπως καθορίστηκε από τις συναντήσεις Πούτιν-Σι και οι δυο χώρες εργάζονται για την παραπέρα ενίσχυση του συντονισμού των θέσεών τους.
★★★
Η Μέρκελ, απαντώντας στις προκλήσεις Πενς, ξεκίνησε την ομιλία της με τη διαπίστωση ότι η μεταπολεμική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ ανατράπηκε, καθώς οι δομές που προέκυψαν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «υπόκεινται σε απίστευτη πίεση, επειδή οι εξελίξεις απαιτούν τη μεταρρύθμισή τους».
Αναφερόμενη στη Ρωσία, είπε: «Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ήταν ανταγωνιστής, αλλά μετά τη λήξη του υπήρξαν εξελίξεις που μας δημιούργησαν την ελπίδα για μία καλή συνεργασία. Το τελευταίο διάστημα η κατάσταση είναι διαφορετική, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει εάν οι δύο πλευρές αποφασίσουν να κάνουν διάλογο», επισημαίνοντας, βέβαια, ότι η προσάρτηση της Κριμαίας συνιστά παραβίαση του διεθνούς δικαίου και ότι μέσω της Συμφωνίας του Μινσκ γίνεται προσπάθεια εξεύρεσης λύσης, αν και φαίνεται ότι αυτή θα αργήσει να έρθει.
Την λύπη της έκφρασε η Γερμανίδα καγκελάριος για την αποχώρηση της Μόσχας από τη Συμφωνία για τα Πυρηνικά Όπλα Μεσαίου Βεληνκούς (IΝF), αλλά και για την στάση της Ουάσινγκτον, που έχει δώσει διορία έξι μηνών, απειλώντας με δική της αποχώρηση. «Στην πολιτική πυρηνικού αφοπλισμού πρέπει οι Ευρωπαίοι να συνεργαστούμε με τη Ρωσία, τις ΗΠΑ, αλλά και την Κίνα», τόνισε.
Για το Ιράν η Μέρκελ είπε ότι «ο στόχος είναι κοινός» με τις ΗΠΑ, ο περιορισμός του Ιράν σε Συρία, Μέση Ανατολή, Υεμένη, αλλά «διαφωνούμε στην τακτική» (εννοώντας τις μονομερείς αμερικανικές επιλογές και τη μοιρασιά του πλούτου της περιοχής). Υπερασπίστηκε τη συμφωνία για τα πυρηνικά στο Ιράν, μέσω της οποίας «ίσως μπορέσουμε να ασκήσουμε περαιτέρω πίεση» και άσκησε κριτική στις ΗΠΑ λέγοντας: «Μήπως η γρήγορη και άμεση απόσυρση των Αμερικανών από τη Συρία θα ενισχύσει την επιρροή του Ιράν και της Ρωσίας;».
Αποτυπώνοντας τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ Κίνας, ΗΠΑ και Ευρώπης η Μέρκελ σημείωσε: «Όταν ταξιδεύω στην Κίνα, οι Κινέζοι εκπρόσωποι μου λένε: Τα 1.700 από τα 2.000 χρόνια μ.Χ., υπήρξαμε ηγετική οικονομική δύναμη. Μην ταράζεστε. Δεν θα συμβεί τίποτα, όταν επιστρέψουμε εκεί που πάντα βρισκόμασταν. Κι εμείς απαντάμε: Τα τελευταία 300 χρόνια είμαστε οι ηγέτες. Πρώτα οι Ευρωπαίοι, μετά οι ΗΠΑ και μετά μαζί. Τώρα, όμως, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη δεδομένη κατάσταση και να βρούμε εύλογες λύσεις, ώστε ο αγώνας να μην καταστεί αμοιβαία εξουθενωτικός».
Για την αύξηση της γερμανικής συμμετοχής στο Νατοϊκό προϋπολογισμό η Γερμανίδα καγκελάριος απάντησε στις πιέσεις του Τραμπ λέγοντας: «Έχουμε, όμως, ήδη αυξήσει το ποσοστό μας και το 2024 θα έχουμε φτάσει στο 1,8% του ΑΕΠ μας. Πολλοί δεν είναι ικανοποιημένοι, είναι, ωστόσο, για εμάς ένα πολύ σημαντικό βήμα» και συνέχισε επισημαίνοντας τις ξεχωριστές στρατιωτικές επιλογές του γερμανικού ιμπεριαλισμού, ότι αυτός δεν είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο συνδράμει η χώρα της στο ΝΑΤΟ. «Έχουμε, όπως και άλλες δυνάμεις, 18 χρόνια παρουσίας στο Αφγανιστάν. Και αυτό συμβολή στο ΝΑΤΟ είναι. Και πέραν του ΝΑΤΟ, είμαστε παρόντες και στο Μάλι και αυτή είναι σημαντική βοήθεια προς τους Γάλλους φίλους μας».
Σ’ αυτό το πλαίσιο τάχθηκε για μια ακόμα φορά υπέρ της δημιουργίας ενός κοινού ευρωπαϊκού στρατού και υπέρ της υιοθέτησης κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής και ενίσχυσης των εσόδων της πολεμικής βιομηχανίας. «Χρειαζόμαστε συναίνεση και συνοχή αναφορικά με την αμυντική μας πολιτική» δήλωσε, και σήμερα «πρέπει να αναπτύξουμε κοινή αμυντική κουλτούρα, κοινή κουλτούρα στον τρόπο διαχείρισης των αμυντικών εξαγωγών μας».
Μιλώντας για λογαριασμό της ΕΕ και αποσιωπώντας τις ευθύνες της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού για την καταλήστευση της Μαύρης Ηπείρου, αναφέρθηκε και στην ανασφάλεια με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η Αφρική, λόγω των πολλών διενέξεων σε κράτη της και της αστάθειας στη Λιβύη, από την οποία προκύπτουν μεταναστευτικές ροές που επιβαρύνουν την Ιταλία, ανέφερε χαρακτηριστικά. «Η ΕΕ πρέπει να έχει μία σταθερή συνεργασία με τα αφρικανικά κράτη. Αν αυτές οι χώρες δεν αναπτυχθούν, ώστε οι νέοι να αισθάνονται ότι έχουν προοπτικές, το πρόβλημα θα είναι μεγάλο», συμπληρώνοντας ότι και η Κίνα συνδράμει στην ανάπτυξη της Αφρικής, δηλαδή μπαίνει άλλος ένας διεκδικητής του αφρικανικού πλούτου.
Υπερασπίστηκε για ακόμη μια φορά την κατασκευή του ρωσικού αγωγού «Nord Stream 2» που θα καταλήγει στη Βόρεια Γερμανία και αποτέλεσε ακόμη και αφορμή διαφωνίας με τη Γαλλία, παρά το κλίμα ενίσχυσης του γερμανογαλλικού άξονα, που κυριαρχεί μετά την εκλογή Μακρόν. Αναφερόμενη στη αμερικανική μομφή της ευρωπαϊκής και γερμανικής εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, η Μέρκελ, δήλωσε: «Φυσικά και δεν θέλω να εξαρτώμαστε μονομερώς από τη Ρωσία, αλλά και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου προμηθευόμαστε αέριο από την ΕΣΣΔ και πραγματικά δεν κατανοώ γιατί σήμερα αυτό θεωρείται αναξιόπιστο. Έχουμε αποφασίσει ήδη ότι θα προμηθευόμαστε το υγροποιημένο αέριο από τις ΗΠΑ, επομένως, θα έχουμε ένα μείγμα προμήθειας ενέργειας, μετά την απομακρυνσή μας από τον λιγνίτη» και αναρωτήθηκε αν ωφελεί την Ευρώπη να αφεθεί η Ρωσία στην εξάρτηση και την προμήθεια φυσικού αερίου μόνο της Κίνας.
Όσο για τη λεγόμενη διατλαντική εμπορική συνεργασία σημείωσε χειροκροτούμενη από το βαυαρικό ακροατήριό της: «Σαν καγκελάριος δυσκολεύομαι να κατανοήσω για ποιο λόγο ο Αμερικανός πρόεδρος θεωρεί τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία απειλή για την ασφάλεια των ΗΠΑ. Πολλά αυτοκίνητα της BMW κατασκευάζονται στη Νότια Καρολίνα και πολλά εξ αυτών οι ΗΠΑ τα εξάγουν στην Κίνα. Είναι σοκαριστικό για εμάς να ισχυρίζεται ο Αμερικανός πρόεδρος κάτι τέτοιο. Γιατί είναι πιο επικίνδυνα τα αυτοκίνητα που κατασκευάζονται στη Νότια Καρολίνα από εκείνα που κατασκευάζονται στη Βαυαρία;».
Καταλήγοντας η Μέρκελ πρόβαλε την ιδέα ενός πολυκεντρικού κόσμου, σε αντίθεση με την ηγεμονική αντίληψη των ΗΠΑ. «Όλα τα προβλήματα που προανέφερα αποτελούν ψηφίδες ενός μεγάλου μωσαϊκού… Ο παραδοσιακός τρόπος με τον οποίο λειτουργούμε δέχεται επίθεση και κινδυνεύει με κατάρρευση η παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Έχουμε διδαχθεί πολλά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πλέον γνωρίζουμε ότι πρέπει πάντα να προσπαθούμε να μπαίνουμε στη θέση του άλλου και όχι να προσπαθούμε να βρούμε λύσεις μόνοι μας. Πρέπει να βρίσκουμε λύσεις όλοι μαζί!»
Είναι χαρακτηριστικές οι εκτιμήσεις της Διάσκεψης από τους «N.Y.Times»: «Η Ρωσία και η Κίνα δίνουν πλέον τον τόνο στις διεθνείς σχέσεις». Και το γερμανικό Der Spiegel γράφει: «Παρά τις διακηρύξεις Πενς, οι ΗΠΑ υποχωρούν από τις θέσεις ηγεμόνα. Οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν το χώρο της Διάσκεψης για να μοιράσουν υποδείξεις προς τους Ευρωπαίους. Ωστόσο δεν ηγούνται αυτοί πλέον, υποχωρούν συνεχώς».
Μια «παράπλευρη» εξέλιξη στα πλαίσια της Διάσκεψης ήταν η βράβευση των Τσίπρα – Ζάεφ, με το βραβείο «Έβαλντ φον Κλάιστ», σαν αναγνώριση της συνεισφοράς τους στην προώθηση των ΝΑΤΟϊκών σχεδιασμών και της ενίσχυσης των «διατλαντικών δεσμών» στην κρίσιμη περιοχή των Βαλκανίων, μέσω της συμφωνίας των Πρεσπών.