Στις 11 του Ιουλίου η Washington Post δημοσίευσε δημοσκόπηση με ιδιαίτερα αρνητικά ευρήματα για τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Πιο συγκεκριμένα, μόνο το 26% των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών επιθυμεί να παραμείνει ο Μπάιντεν στο τιμόνι του κόμματος για τις εκλογές του 2024. Το 64% επιθυμεί να είναι κάποιος άλλος στη θέση του.
Οι δύο επικρατέστεροι λόγοι για αυτό το εύρημα είναι η γενική του επίδοση ως πρόεδρος και η προχωρημένη ηλικία του. Παράλληλα, μόνο το 13% του συνολικού εκλογικού σώματος θεωρεί ότι η χώρα κινείται στη σωστή κατεύθυνση, ενώ το 77% θεωρεί ότι η χώρα έχει πάρει λάθος δρόμο.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη χειρότερη για τον Μπάιντεν, αν το ερώτημα περιοριστεί στους κάτω των 30 ετών ψηφοφόρους των Δημοκρατικών. Ένα σαρωτικό 94% επιθυμεί αντικατάσταση του Μπάιντεν από κάποιον άλλο.
Ο Τζο Μπάιντεν έχει κλείσει τα 79 του χρόνια και η αλήθεια είναι πως αρκετές φορές δίνει την εντύπωση πως δε θα είναι σε θέση για αρκετό καιρό ακόμη να ανταποκρίνεται σε αποδεκτό επίπεδο στις απαιτήσεις της θέσης του προέδρου των ΗΠΑ, οπότε θα μπορούσε κανείς να πει ότι μια προσπάθεια επανεκλογής του το 2024 δεν είναι αρκετά πιθανή. Σίγουρα, όμως, αυτά τα αρνητικά ευρήματα 18 μήνες μετά τη ανάληψη καθηκόντων, συνδέονται με τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και τις προσδοκίες που διαψεύσθηκαν από την προεδρία Μπάιντεν.
Άλλωστε, σε άλλη δημοσκόπηση της Gallup παρουσιάζεται παρόμοια εικόνα: Μόνο το 33% του συνολικού εκλογικού σώματος θεωρεί ότι ο Μπάιντεν αξίζει επανεκλογής. Αυτό και μόνο δείχνει μια πλατιά αποξένωση από την εκλογική βάση των Δημοκρατικών. Παράλληλα, μια μεγάλη πλειοψηφία (79%) θεωρεί πως οι περισσότεροι βουλευτές και γερουσιαστές δεν αξίζουν άλλη θητεία.
Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι αυτήν την περίοδο ο μηχανισμός των Δημοκρατικών έχει μεγαλύτερη επιρροή και σύνδεση με τα ΜΜΕ, οπότε τα αρνητικά μηνύματα των δημοσκοπήσεων αυτών δεν πρέπει να απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
Η αλήθεια είναι ότι το περιβάλλον του Μπάιντεν ήλπιζε να χειριστεί την κρίση που έχει ξεσπάσει με το θέμα των αμβλώσεων, ώστε να μπορέσει να κερδίσει πόντους και να αποτρέψει μια ντροπιαστική συντριβή στις ενδιάμεσες εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου. Από τις δημοσκοπήσεις αυτές πάντως δε φαίνεται να τα καταφέρνει μέχρι στιγμής. Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Washington Post, μόνο το 5% των ερωτηθέντων το θεωρεί το κορυφαίο ζήτημα. Το 20% αναγνωρίζει ως πρωτεύον ζήτημα την οικονομία, ενώ ένα 15% τον πληθωρισμό και το κόστος διαβίωσης. Σε αυτά τα ζητήματα οι Ρεπουμπλικάνοι διατηρούν σημαντικό επικοινωνιακό πλεονέκτημα.
Όσον αφορά στο ζήτημα των αμβλώσεων, πρόσφατα ανέλαβε δράση η γνωστή βουλευτής των λεγόμενων «προοδευτικών», Αλεσάντρα Οκάσιο Κορτέζ μαζί με άλλη βουλευτή της ομάδας της, την Ιλχάν Ομάρ με καταγωγή από τη Σομαλία. Μία μέρα, αφού είχαν ψηφίσει την επέκταση του ΝΑΤΟ με την εισαγωγή της Σουηδίας και της Φινλανδίας, παρενέβησαν σε διαμαρτυρία έξω από το Ανώτατο Δικαστήριο με διάφορες γελοιότητες να λαμβάνουν χώρα, προσποιούμενες ότι τους έχουν περαστεί χειροπέδες και ότι τάχα συνελήφθησαν!
Το περιβάλλον αυτό πάντα εκμεταλλεύεται τους αγώνες γύρω από θεμελιώδη δικαιώματα για ψήφους αλλά και για να αποκρύψει την πολιτική τους ουσία. Η Ιλχάν Ομάρ πρόσφατα προπηλακίστηκε και στην εκλογική της περιφέρεια στη Μινεσότα από την κοινότητα των εκεί Σομαλών κατά τη διάρκεια πολιτικής εκδήλωσης. Οι οργισμένοι συμπατριώτες της την κατηγορούν για υποσχέσεις που δεν τήρησε σχετικά με προγράμματα κατά της βίας και της ανεργίας για τη νεολαία. Υπάρχει όμως και άλλος λόγος: Θεωρούν πως είχε καίριο ρόλο στην απομάκρυνση του προέδρου Μοχάμεντ Αμπντουλαχί Μοχάμεντ και στην υποστήριξη άλλου υποψήφιου προέδρου, που ανήκει και στη φατρία της και χαίρει και της εκτίμησης των ιθυνόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ο απομακρυσμένος πρόεδρος αντιστεκόταν εδώ και καιρό στη σύναψη συμφωνίας με αμερικανική εταιρεία εξόρυξης πετρελαίου. Άλλωστε, για όποιον θυμάται, πρόσφατα ο Μπάιντεν ανακοίνωσε την ανάπτυξη, για άλλη μια φορά, στρατιωτών στη Σομαλία.
Κυνική ομολογία από τον πρώην Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας Τζον Μπόλτον
Ο 26ος Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, της προεδρίας Τραμπ, πρόσφατα φιλοξενήθηκε από το CNN, σε εκπομπή που διερευνούσε τα γεγονότα στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου του 2021. Για όποιον θυμάται, ο Μπόλτον είχε απομακρυνθεί πρόωρα από τη θέση του, από τον Ντόναλντ Τραμπ. Αργότερα ο ίδιος κατηγόρησε τον Τραμπ για παθητική στάση στην εξωτερική πολιτική.
Συνεπώς το CNN τον θεώρησε ιδανικό προσκεκλημένο για να κατηγορήσει τον Τραμπ, ενώ εξελίσσεται η δίκη για τα γεγονότα. Προς έκπληξη του δημοσιογράφου, ο Μπόλτον είπε ότι η επίθεση στο Καπιτώλιο «δεν ήταν επίθεση στη Δημοκρατία», καθώς δεν ήταν οργανωμένο πραξικόπημα, κάτι που ο απλοϊκός Τραμπ δεν είναι σε θέση να σχεδιάσει. Ο αιφνιδιασμένος δημοσιογράφος απάντησε ότι δε συμφωνεί και ότι δε χρειάζεται να είναι κανείς έξυπνος για να οργανώσει ένα πραξικόπημα. Τότε ο Μπόλτον απάντησε: «διαφωνώ με αυτό, ως κάποιος που έχει βοηθήσει στο σχεδιασμό πραξικοπημάτων, όχι εδώ, αλλά ξέρεις, σε άλλα μέρη, χρειάζεται πολλή δουλειά, και δεν είναι αυτό που έκανε (ο Τραμπ)».
Με λίγα λόγια ο προσκεκλημένος του CNN, που είχε ως σκοπό να υπερασπιστεί τη δημοκρατία στις ΗΠΑ και ίσως και παντού, παρουσιάστηκε κυνικά ως ραδιούργος πραξικοπηματίας, προκαλώντας παγωμάρα και αμηχανία στο πάνελ…
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως η επίθεση στο Καπιτώλιο με τους ταρανδοκέφαλους, απασχολεί πιο πολύ από τα πραξικοπήματα στο εξωτερικό με χιλιάδες νεκρούς και ρημαγμένες χώρες…