Η ομιλία Τσίπρα στην Κεντρική Επιτροπή που πραγματοποιήθηκε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο αποτέλεσε προσπάθεια εξωραϊσμού του πραγματικού χαρακτήρα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επιδόθηκε από τη μια σε δημαγωγικές, γενικόλογες τοποθετήσεις για την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ για να διαφοροποιηθεί και από την άλλη σε ένα κρεσέντο οπορτουνιστικής υποκρισίας με σκοπό τη συγκάλυψη των πεπραγμένων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Αδυνατώντας βέβαια να διαφοροποιηθεί ουσιαστικά απέναντι στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης ΝΔ, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέφυγε σε ανυπόφορες αοριστολογίες για το «καθεστώς Μητσοτάκη» και τα συμφέροντα που το στηρίζουν, για τη «δημοκρατία» και τη «δικαιοσύνη» που πρέπει να έρθει, προτείνοντας ως διέξοδο για το λαό και τον τόπο κάποιο δήθεν πλαίσιο συμπυκνωμένο στο… ευφάνταστο τρίπτυχο «Αντίσταση, Αλληλεγγύη, Αλλαγή» που θα έρθει σύμφωνα με τον Τσίπρα στις επόμενες εκλογές. Το κεφάλαιο των εκλογών, άλλωστε, αποτέλεσε σημαντικό κομμάτι της ομιλίας του, καλλιεργώντας όλες τις τραγικές για το λαϊκό κίνημα κοινοβουλευτικές αυταπάτες, που στόχο έχουν τον εγκλωβισμό του λαού σε πλαστά εκλογικά διλήμματα, ξένα προς τα πραγματικά του συμφέροντα.
Πάνω στο ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία, ο Τσίπρας μάταια προσπάθησε να διαφοροποιηθεί από την κυβέρνηση της ΝΔ. Γιατί μπορεί από τη μία ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιτίθεται στην αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία, αλλά ξεχνά πως η πολιτική εμπλοκής στα πολεμικά σχέδια των ιμπεριαλιστών έχει και τη δική του υπογραφή. Διότι ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που προχώρησε στις συμφωνίες υποτέλειας της χώρας με τις ΗΠΑ για την αναβάθμιση των αμερικανονατοϊκών βάσεων, ανοίγοντας το δρόμο στη σημερινή κυβέρνηση να συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση, αλυσοδένοντας ακόμα περισσότερο τον λαό και τον τόπο στο φιλοπόλεμο ιμπεριαλιστικό άρμα. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, που υποτίθεται ότι -όπως είπε και ο Τσίπρας- καλεί εκτός από την καταδίκη της ρωσικής εισβολής και «…σε κριτική στάση απέναντι στη δύση», υπερψηφίζει την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Στα ελληνοτουρκικά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγόρησε υποκριτικά την κυβέρνηση της ΝΔ ότι «…ο κ. Μητσοτάκης αντικατέστησε την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και το δόγμα του πυλώνα ασφάλειας και σταθερότητας με το δόγμα του πρόθυμου και δεδομένου συμμάχου, του αστήρικτου προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης». Καμιά βέβαια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική δεν ακολούθησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -όπως ισχυρίζεται ο αρχηγός του- και στα ελληνοτουρκικά. Η πολιτική του ενδοτισμού και της υποτέλειας, «…το δόγμα του πρόθυμου και δεδομένου συμμάχου», ήταν χαρακτηριστικό και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όσο και αν ο Τσίπρας το αρνείται. Κι αν για τη σημερινή κυβέρνηση, η ομιλία Μητσοτάκη στο αμερικάνικο κογκρέσο πριν λίγους μήνες αποτελεί ένα μνημείο υποτέλειας, αντίστοιχο περιεχόμενο είχε και η επίσκεψη Τσίπρα στην Αμερική όσο αυτός ήταν πρωθυπουργός, προχωρώντας στις αλήστου μνήμης τοποθετήσεις για τον «διαβολικά καλό Τραμπ» που όμως «είχε καλούς σκοπούς», εκλιπαρώντας έτσι -όπως και η σημερινή κυβέρνηση- την προστασία των ιμπεριαλιστικών αφεντικών απέναντι στην Τουρκία.
Απέναντι στα μεγάλα ζητήματα της ακρίβειας και της φτώχειας που χτυπά τον λαό ο Τσίπρας επιδόθηκε στις γνωστές δημαγωγίες, ξεχνώντας ότι την πολιτική της φτώχειας και της εξαθλίωσης εφάρμοσε και η δική του κυβέρνηση. Οι αναφορές στην ομιλία του για τα σκανδαλώδη υπερκέρδη των παρόχων ενέργειας, που η κυβέρνηση αρνείται να φορολογήσει, δεν διαγράφουν τα έργα και τις ημέρες του κόμματός του, η κυβέρνηση του οποίου κάτω από μια ανάλγητη πολιτική έκοβε το ρεύμα στη φτωχολογιά και το λαό που αδυνατούσε να ανταποκριθεί στο κόστος της ενέργειας, έβγαζε σε πλειστηριασμό την λαϊκή κατοικία και την ίδια στιγμή παρείχε ενισχύσεις και διευκολύνσεις στο ντόπιο και ξένο μεγάλο κεφάλαιο.
Πιστός στην πολιτική του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε πως βλέπει ως «μόνη δημοκρατική διέξοδο στα σημερινά τραγικά αδιέξοδα: Την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία», συμπληρώνοντας ανερυθρίαστα ότι «στόχος μας πρέπει να είναι οι δράσεις και οι αντιστάσεις των εργαζόμενων, των μικρομεσαίων, των αγροτών, της νεολαίας, να ανοίξουν το δρόμο και να επισπεύσουν τη προσφυγή στη κάλπη». Στην πραγματικότητα, ο Τσίπρας επιδιώκει, όπως και στην πρώτη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τη μετατροπή του λαϊκού κινήματος σε στήριγμα της πολιτικής του μέσα από την ενσωμάτωση των αγώνων στα στενά αστικά, κοινοβουλευτικά πλαίσια. Οι υπόλοιπες αναφορές του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ για τα συνδικάτα και το συνδικαλιστικό κίνημα και τους αγώνες στους οποίους «τα μέλη, τα στελέχη και οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή» μόνο οργή μπορούν να προκαλέσουν, διότι όχι μόνο ήταν και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που επέφερε σημαντικό χτύπημα στο δικαίωμα της απεργίας και στη λειτουργία των συνδικάτων, αλλά και σήμερα σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης της ΝΔ, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσαν κανονικά στηρίγματα της κυβερνητικής πολιτικής, αρνούμενες το δρόμο του αγώνα και της απεργιακής κλιμάκωσης, απαξιώνοντας τα σωματεία και τις συλλογικές διαδικασίες των εργαζομένων και οδηγώντας τα στην αδράνεια. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η σύμπλευσή τους σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ με τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, προκειμένου να μην πραγματοποιηθεί καμιά απεργιακή κινητοποίηση τους πρώτους δύο μήνες μετά το καλοκαίρι και να καταλήξουν τελικά από κοινού στην απεργία στις 9 Νοέμβρη που τη σέρνουν από αρχές Σεπτέμβρη, χωρίς καμιά διάθεση και σχέδιο κλιμάκωσης, προκειμένου αυτή να καταντήσει μια άνευρη κινητοποίηση εκτόνωσης της λαϊκής οργής και αγανάκτησης.
Στην ομιλία του πάντως ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δεν παρέλειψε να τραβήξει το αυτί στις διάφορες ομαδοποιήσεις εντός του κόμματος. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «να πούμε όχι σε ό,τι αποπνέει απογοήτευση, παραγοντισμό, ανεπάρκεια και μίζερο φραξιονισμό» κάνοντας φανερές τις αντιθέσεις και τους διαγκωνισμούς που επικρατούν στο εσωτερικό του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσακαλώτος στην τοποθέτησή του έκανε λόγο για ζήτημα αξιοπιστίας, τονίζοντας πως «Πρέπει να έχουμε αξιοπιστία σε αυτό που κάνουμε. Το βασικό είναι να μη αναιρεί ο ένας τον άλλον». Αντιπαράθεση επίσης εκδηλώθηκε και με τον Δρίτσα ο οποίος προσπάθησε να ψελλίσει άνευρα τη διαφωνία του για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, για να απαντήσει ο Τσίπρας υπερασπιζόμενος τη φιλονατοϊκή κατεύθυνση που εκφράζει τόσο εκείνος όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η ομιλία του Τσίπρα στην κεντρική επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ακόμα μια φορά τον πραγματικό χαρακτήρα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πρόκειται για ένα κόμμα που σε όλα τα βασικά ζητήματα προώθησε την ίδια αντιλαϊκή πολιτική που σήμερα εφαρμόζει η κυβέρνηση της ΝΔ. Αυτό αποτυπώνεται άλλωστε και στο γεγονός ότι πάνω από τις μισές διατάξεις και άρθρα των αντιλαϊκών νομοσχεδίων της ΝΔ, όπως ο νόμος Χατζηδάκη, έχουν ψηφιστεί και από το ΣΥΡΙΖΑ. Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο κόμματα είναι δευτερεύουσες. Το βασικό είναι ότι κοινός τους παρονομαστής είναι η πολιτική της φτώχειας, της εξαθλίωσης και της εξάρτησης. Ο λαός δεν έχει να περιμένει τίποτα από μια ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ περισσότερο δεν πρέπει να περιμένει καρτερικά τις εκλογές προκειμένου να απαντήσει στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Όσο και αν ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ λένε ότι μόνη διέξοδος -και μάλιστα δημοκρατική- είναι οι εκλογές, ο πραγματικά μοναδικός δρόμος που μπορεί να έχει αποτέλεσμα για την εργατική τάξη και το λαό είναι ο δρόμος της παλλαϊκής-πανεργατικής αντίστασης και πάλης ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική.