Οι δυνάμεις του εκλογικού παραβάν, όσο πλησιάζει η 21η Μάη, εκβιάζουν τη λαϊκή ψήφο με πλαστά διλήμματα. Κάθε αποδοχή τέτοιων διλημμάτων και αυταπατών αναπόδραστα θα οδηγήσει σε νέες απογοητεύσεις και τελικά στη διαμόρφωση ακόμα χειρότερων πολιτικών συσχετισμών.
«Να φύγει ο Μητσοτάκης»;
Μια φράση που συχνά ακούγεται σε συναθροίσεις προοδευτικών και δημοκρατικών ανθρώπων. Μια φράση, διαχρονικό προεκλογικό πρόταγμα της σοσιαλδημοκρατίας, τόσο παλιά όσο και… ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού. Σε αυτό ουσιαστικά συμπυκνώνεται ο προεκλογικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ.
Από δίπλα και η νεόκοπη σοσιαλδημοκρατία των ΜέΡΑ25-ΛΑΕ. Ακόμη πιο δίπλα, δειλά και πιο συνεσταλμένα πλήθος εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά. Δίνοντας προεκλογική συνέχεια στο γνωστό… «κάτω η κυβέρνηση». Όποιος όμως και αν είναι αυτός που προτάσσει τέτοια διλήμματα μπροστά στις κάλπες της 21ης Μάη, τελικά αυτός που θα τα καρπωθεί είναι σίγουρα ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ. Όσο το «να φύγει ο Μητσοτάκης» θα κερδίζει έδαφος στην προεκλογική αρένα, τόσο θα έρχεται πιο κοντά η «αλλαγή» του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια πρώτη απλοϊκή -και χωρίς συνέχεια- θετική απάντηση σε αυτό δίλημμα, όσο και αν φαντάζει λογικοφανής είναι στην πραγματικότητα εξίσου επικίνδυνη με την παραμονή του.
Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι «όλοι είναι ίδιοι». Στη φύση και την κοινωνία οι «κλώνοι» είναι σπάνιοι. Όμως, το ότι «δεν είναι όλοι οι ίδιοι» δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση αυτό που υπονοούν οι κήρυκες αυτής της αλήθειας. Ότι δηλαδή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα σημάνει καλύτερες μέρες για το λαό.
Το να πέσει ο Μητσοτάκης είναι μια στιγμή. Ενδεχομένως για κάποιους να γεννά ικανοποίηση, να το βλέπουν ως ρεβάνς για μια τετραετία βαρβαρότητας.
Όμως η αλήθεια παραμένει.
Πρόκειται για ένα κοινωνικό στιγμιότυπο. Μία φωτογραφία… Οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις όμως, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές στο παρελθόν, δεν κρίνονται από στιγμές.
Υπάρχει η επόμενη μέρα. Η οποία έχει ΣΥΡΙΖΑ. Έναν ΣΥΡΙΖΑ που είναι πλέον δεδομένο ότι θα εφαρμόσει απαρέγκλιτα τις βασικές πλευρές της ίδιας πολιτικής.
Αυτής που συνεχίζει την εφαρμογή των αναρίθμητων μνημονιακών νόμων και των ιδιωτικοποιήσεων. Αυτής που με λιγότερο κυνισμό, αλλά με τον ίδιο ζήλο, συνεχίζει εξαρτημένη και υποτελής να αναμασάει ευρωπαϊκούς μονόδρομους, να υπηρετεί αλλότρια συμφέροντα και να εμπλέκει τη χώρα σε πολέμους και νατοϊκούς σχεδιασμούς.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι απλά τι θα συμβεί τη νύχτα της 21ης Μάη. Αλλά τι θα ξημερώσει η 22η. Γιατί αν συμβεί αυτό που όλοι καταλαβαίνουν ότι θα συμβεί, τότε… δεν «τελειώνουμε με τη χούντα του Μητσοτάκη». Τότε, για μια ακόμη φορά, η πολιτική της ΝΔ θα δικαιωθεί, θα αποκτήσει νέα άλλοθι και θα επανέλθει. Με νέα δεξιά κυβέρνηση, ακόμα πιο αποχαλινωμένη, αποθρασυμένη και κυνική. Με ακόμα περισσότερο από Γεωργιάδη, Βορίδη και ακροδεξιά.
Όπως έγινε το 2015. Η «αλλαγή» εκείνη δεν τελείωσε τη νύχτα των εκλογών. Η «αλλαγή» εκείνη άρχισε με τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Και μέρα με τη μέρα δικαίωνε κάθε πλευρά της πολιτικής της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Οι αυταπάτες μετατράπηκαν σε απογοήτευση και το λαϊκό κίνημα μπήκε σε φάση υποχώρησης. Και η ΝΔ, ένα κόμμα που το 2015 βρίσκονταν σε κατάσταση διάλυσης, επανήλθε αυτοδύναμη, κραταιά, ακόμα πιο δεξιά δύναμη. Αυτά συνέβησαν όταν κυριάρχησε το «να φύγει η ΝΔ του Σαμαρά»…
Εν ολίγοις, η τελευταία ολέθρια τετραετία Μητσοτάκη κουβαλάει τις πολιτικές αμαρτίες τής τετραετίας που τη γέννησε. Αυτής τού 2015-2019. Αυτή έδωσε όλα τα άλλοθι στη δεξιά, για να υμνεί ΕΕ και ΝΑΤΟ, να στήνει νέες βάσεις, να μετατρέπει τη χώρα σε νατοϊκό ορμητήριο με συμφωνίες και εξοπλισμούς, να εξαντλεί τα όρια της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων και της επενδυτικής ασυδοσίας, να προχωράει τους πλειστηριασμούς… και τόσα άλλα.
Αυτή την αλήθεια δεν μπορεί να την παρακάμπτει όποιος πραγματικά ενδιαφέρεται για προοδευτικές και δημοκρατικές αλλαγές. Γιατί όποιος εγκλωβιστεί σε αυτό το δίλημμα, που στην πραγματικότητα θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα οδηγηθεί με μαθηματική βεβαιότητα σε απογοήτευση και αδιέξοδα. Και αυτή την κατεύθυνση υπηρετούν και όσες δυνάμεις με τα αιτήματα και τη στάση τους ενισχύουν τέτοιες θέσεις. Και αυτό το παραμύθι της «αλλαγής» του ΣΥΡΙΖΑ στο τέλος… έχει τον Μητσοτάκη να επανέρχεται δικαιωμένος και ακόμη πιο αποθρασυμένος… ξανά.
Είναι χαμένη η ψήφος
που δεν φτάνει
στα έδρανα της βουλής;
«Αν δεν πάει στη βουλή είναι τσάμπα… Ας πάει σε κάποιον που έστω θα λέει κάτι διαφορετικό… κι ας μην συμφωνείς σε όλα».
Πρόκειται για την μόνιμη επωδό των δυνάμεων του ρεφορμισμού και πρώτα και κύρια του ΚΚΕ. Πρόκειται για αυτούς που μετρούν την έκβαση της ταξικής πάλης με… τις έδρες τους(!) και φαντασιώνονται ότι «τα πράγματα θα είναι καλύτερα για το λαό αν από 15 γίνουν 20, 30 ή και 40».
Δεν χρειάζεται εδώ να θυμηθούμε τι συνέβη την τελευταία κρίσιμη τετραετία. Όταν όλοι αυτοί που διέθεταν ισχυρές δυνάμεις στη βουλή και στην κοινωνία έγιναν το «αριστερό» άλλοθι της πολιτικής του ζόφου και των απαγορεύσεων, όταν αποδέχθηκαν επί της ουσίας τα μέτρα που έκλειναν μέσα το λαό, για να περνάει ανεμπόδιστα η βάρβαρη πολιτική της ΝΔ. Για αυτούς που σύρθηκαν πίσω από το Μητσοτάκη, από την αθλιότητα της πλακέτας της Μαρφίν μέχρι την υπερψήφιση του επιδόματος των 600€ στα γκλομπ της καταστολής.
«Χαμένη» ήταν η ψήφος σε όλα αυτά τα κόμματα που, με τη στάση της προσαρμογής και της ανοχής που τήρησαν σε αυτά τα δύσκολα χρόνια, μετατράπηκαν σε δεκανίκια της βάρβαρης πολιτικής της ΝΔ. Και θα είναι ξανά «χαμένη», είτε τέτοια κόμματα έχουν 15… είτε 35 βουλευτές.
Ναι στην ψήφο που βλέπει πέρα από την κάλπη και την Βουλή. Που ενισχύει το λαϊκό κίνημα και την πραγματική αριστερά.
Για την πραγματική αριστερά, ο ρόλος της κάθε δύναμης δεν έχει σχέση με την αυταπάτη του «μικρότερου κακού». Παρά μόνο μπορεί να μετρηθεί με την επίδρασή της στην πάλη και τους αγώνες του λαού ενάντια σε αυτή την πολιτική.
Σ’ αυτή την πάλη που υποχώρησε με την άνοδο και την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτή την αναγκαία πάλη που υπονομεύτηκε 4 χρόνια τώρα από τη στάση του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25.
Το ζήτημα της επιβολής ή όχι αυτής της πολιτικής δεν θα κριθεί στη βουλή. Θα κριθεί στο δρόμο του αγώνα. Με αυτή τη σκέψη πρέπει ο καθένας να μπει στο παραβάν. Η ψήφος πρέπει να ενισχύει το κίνημα την επόμενη μέρα. Αυτό έχει σημασία και όχι το πόσο διαφορετικές λέξεις χρησιμοποιούν στο κοινοβούλιο για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής ή ακόμη και για την προσαρμογή απέναντι σε αυτήν.
Η εγκληματική πολιτική που κατάφερε να επιβάλει η ΝΔ έχει και την υπογραφή των δυνάμεων που από τη θέση τους, δικαίωσαν, εξωράισαν ή πρόσφεραν ανοχή με την προσαρμογή τους. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να επιβληθεί. Με αυτή τη σκέψη πρέπει ο καθένας να απαντήσει σε κάλπικα διλήμματα. Η ψήφος που αποδυναμώνει το κίνημα και στηρίζει όσους δικαιώνουν, εξωραΐζουν, όσους προσφέρουν με κάθε τρόπο στήριξη σε αυτή την πολιτική, είναι επιζήμια για το λαό.
Χαμένη είναι κάθε ψήφος σε αυτούς που μιλούν για «χαμένες» ψήφους. Σε αυτούς που εγκλωβίζουν τη σκέψη του λαού σε στιγμές και σε έδρες.
Για την ακρίβεια δεν είναι χαμένη. Κυοφορεί νέες αυταπάτες και για αυτό είναι επικίνδυνη.
Μακριά από κάθε υπονομευτικό εκβιασμό, να σταθούμε στην κάλπη απαντώντας στην ανάγκη των καιρών.
Να ενισχυθούν οι δυνάμεις της αντίστασης και του αγώνα. Οι δυνάμεις της πραγματικής αριστεράς. Αυτές που μιλούν για την επόμενη μέρα. Αυτό και μόνο μπορεί να είναι το δίλημμα της 21ης Μάη.