Στο τοπίο έντονου διπολισμού που έχει διαμορφωθεί και αναμένεται να ισχυροποιηθεί ενόψει των βουλευτικών εκλογών, η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υψώνουν την απειλή του νεοφιλελεύθερου Μητσοτάκη, επιχειρώντας για μια ακόμη φορά να εγκλωβίσουν δημοκρατικές και αριστερές δυνάμεις. Να εγκλωβίσουν τον κόσμο της αριστεράς όχι μόνο στα κάλπικα διλήμματα του παραβάν, αλλά και στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες που πλήρωσε και πληρώνει ακριβά ο ελληνικός λαός.
Έτσι, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών που προοιωνίζεται την ανάδειξη της ΝΔ στην εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να το αξιοποιήσει ως μέτρο πίεσης και να το μετατρέψει σε εργαλείο συσπείρωσης και εκβιαστικής προσέγγισης νέων ψηφοφόρων. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στις βουλευτικές εκλογές, όπως άλλωστε έκανε και στις προηγούμενες, ορθώνει το δίλημμα του δικού του δημοκρατικού μετώπου, που αναμετριέται με τον –ακραίο πράγματι- νεοφιλελευθερισμό της ΝΔ. Αυτό όμως που αποκρύπτει πίσω από την αντιδεξιά ρητορική και τις φαιδρές επικλήσεις του Άρη Βελουχιώτη, είναι η ίδια η ουσία, είναι η πραγματική ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ στην επανάκαμψη της ΝΔ.
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή που δικαίωσε και ανέστησε τη Δεξιά
Όταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αποτιμούν την άνοδο της ΝΔ, αναφέρονται στην πριμοδότησή της από τα ξένα κέντρα, την άρχουσα τάξη και τα ΜΜΕ, ή την αποδίδουν στη γενικότερη άνοδο της δεξιάς-ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Σίγουρα, βασικά τμήματα της ντόπιας ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού, όπως και των ΜΜΕ τους, επιχείρησαν και συνέβαλαν -προκλητικά πολλές φορές- στην ενίσχυση της ΝΔ. Αυτό όμως δεν συνιστά αιτιολόγηση στη μεγάλη ανατροπή που συντελέστηκε στις ευρωεκλογές, όπως θα ήθελαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε η πριμοδότηση των ΜΜΕ στα παλιά συστημικά κόμματα υπήρχε και στις εκλογές του 2015 και πολύ περισσότερο στο δημοψήφισμα. Όμως τότε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτός που κέρδιζε τις εκλογικές μάχες. Άλλωστε, στα χρόνια της διακυβέρνησής του από τον Σεπτέμβρη του 2015 και μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτός που εισέπραττε διαρκώς τους επαίνους και τη στήριξη των ξένων κέντρων για την πολιτική που εφάρμοζε. Και όσο και αν είναι στοιχείο της οικονομικής κρίσης που διανύουμε η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και τον κόσμο, σε τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει από μόνο του το αποτέλεσμα των τελευταίων ευρωεκλογών, όπου στην Ελλάδα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ καταγράφηκε μια σημαντική δεξιά-συντηρητική μεταβολή.
Όσο και αν στρουθοκαμηλίζουν τα στελέχη και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να αποφύγουν την αναμέτρηση με την πραγματικότητα. Η ίδια η πολιτική που εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή που ανέστησε την (στα όρια της διάλυσης το 2015) ΝΔ.
Είναι η πολιτική τής συνέχισης της εφαρμογής των μνημονίων, με τη δικαίωση της εμβληματικής φράσης των μνημονιακών ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, ότι «τίποτε άλλο δεν μπορεί να γίνει».
Είναι η παγίωση του ΕΝΦΙΑ και των αμέτρητων φόρων και χαρατσιών που εφαρμόστηκαν και ψηφίστηκαν και από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι η ψήφιση του ακραία νεοφιλελεύθερου «προσοντολογίου» στη δημόσια εκπαίδευση, που υπερκάλυψε τις προσδοκίες των εισηγητών του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα. Είναι ότι όπως και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε την ίδια πολιτική της αδιοριστίας και του χτυπήματος των μόνιμων εργασιακών σχέσεων και έφτασε και αυτός στο τέλος της θητείας του να προκηρύξει κάποιους μόνιμους διορισμούς, με στόχο να έχει ένα ακόμη χαρτί εκλογικού εκβιασμού στα χέρια του.
Είναι το γεγονός ότι παρά τη διαφορετική ρητορική του για τους πρόσφυγες χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν στα ίδια συρματοπλέγματα και απόλαυσαν την ίδια «ευρωπαϊκή δημοκρατία» που τους επιφύλασσαν όλες οι χώρες της ΕΕ, με τις ακροδεξιάς κοπής συμφωνίες και οδηγίες της.
Είναι το γεγονός ότι και ο Τσίπρας στις 9 Μάη, τη μέρα της αντιφασιστικής νίκης των λαών, συνυπέγραψε με τους άλλους ηγέτες της ΕΕ διακήρυξη για μια άλλη «νίκη». «Τριάντα χρόνια πριν, εκατομμύρια άνθρωποι πολέμησαν για την ελευθερία τους και για την ενότητα και γκρέμισαν το Σιδηρούν Παραπέτασμα»! Συνυπέγραψε φράσεις και λέξεις, που στο άκουσμά τους ενθουσιάζονται οι κάθε λογής ακροδεξιοί και φασίστες που, υποτίθεται, θέλει να πολεμήσει.
Είναι η πολιτική της εξάρτησης και της υποτέλειας που επί ημερών του ΣΥΡΙΖΑ και κάτω από τις κάλπικες ταμπέλες της «αριστεράς» του, εξωραΐστηκε και παρουσιάστηκε ως η μόνη εφικτή και ασφαλής πολιτική επιλογή. Είναι η πολιτική της επέκτασης των βάσεων, της ασφυκτικής στρατιωτικής πρόσδεσης στο άρμα των ΗΠΑ και των υποτελών συμφωνιών με τα άλλα προτεκτοράτα τους, όπως αυτό του φασιστικού κράτους του Ισραήλ. Είναι ακόμη το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε το πλυντήριο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, των εγκλημάτων τους και των ηγετών τους, ακόμη και αυτού του ανεκδιήγητου ακροδεξιού πλανητάρχη Τραμπ.
Είναι το γεγονός ότι τα ίδια τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κατέληξαν να μιλούν με τις λέξεις και τους όρους του νεοφιλελευθερισμού και των αγορών. Σε μια κοινωνία που αγκομαχά από τη βάρβαρη μνημονιακή πολιτική, τα κυβερνητικά στελέχη, ως άλλοι Στουρνάρες, μιλούσαν για τη θετική πορεία των δεικτών και πανηγύριζαν για τις θετικές αξιολογήσεις των διεθνών οίκων (βλέπε Moody’s) και των άλλων δυναστών του τόπου. Κατέληξαν δηλαδή να χορεύουν επειδή βαρούσαν τα νταούλια οι αγορές και όχι το αντίστροφο όπως έλεγαν προεκλογικά. Και δεν υπήρχε για τη ΝΔ μεγαλύτερη δικαίωση από αυτό.
Όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμη από τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ, είναι αυτά που με ενθουσιασμό θα συνυπέγραφε ο Μητσοτάκης. Είναι αυτά που έδωσαν το δικαίωμα στα στελέχη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να ξαναβγούν αποθρασυμένα στο πολιτικό προσκήνιο. Η πολιτική που εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή που έδωσε αέρα στα πανιά της ΝΔ και από αυτή την άποψη δεν μπορεί και δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελέσει το αντίπαλο δέος, όπως προσπαθεί αγωνιωδώς να πείσει το λαό ο ΣΥΡΙΖΑ.
Συνυπολογίζοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως λαθρεπιβάτης της αριστεράς κατάφερε να αμαυρώσει το κύρος της και να τη διασύρει σε μια περίοδο που ο λαός και ο τόπος έχει ανάγκη από τα σύμβολα, το λόγο, τις αξίες και την πολιτική της πραγματικής αριστεράς, γίνονται ακόμη πιο φανεροί οι λόγοι της ανόδου της ΝΔ και της γενικότερης δεξιάς μετατόπισης του πολιτικού χάρτη. Και γίνεται ακόμη πιο φανερό ότι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, η αιτία δηλαδή αυτής της δεξιάς μετατόπισης, δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και η απάντηση σ’ αυτήν.
Η ανάσχεση και η ανατροπή αυτής της πολιτικής θα κριθεί στους λαϊκούς αγώνες
Ο ΣΥΡΙΖΑ κραδαίνει τις προεκλογικές παροχές και τους μετεκλογικούς διορισμούς που υπόσχεται, προκειμένου να κερδίσει ψήφους στις επερχόμενες εκλογές. Τα ψίχουλα των προεκλογικών παροχών από αυτούς που εφαρμόζουν την πολιτική καταδυνάστευσης του λαού και του τόπου φάνηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών πώς αποτιμήθηκαν από τον ίδιο τον λαό.
Για το θέμα των διορισμών και τον εκβιασμό που δέχεται ο κόσμος της ανεργίας και των συμβασιούχων είναι σκόπιμο να σημειωθούν τα εξής: Και ό ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε και αξιοποίησε κατά τη διάρκεια της θητείας του το ζήτημα των διορισμών, όπως και οι προκάτοχοί του. Ακολουθώντας την ίδια πολιτική των μηδενικών σχεδόν διορισμών επί τέσσερα και πλέον χρόνια, έφτασε να προκηρύξει κάποιους διορισμούς λίγο πριν τις εκλογές, οι οποίοι όμως θα πραγματοποιηθούν… μετεκλογικά! Το ίδιο ακριβώς υπόσχονταν και ο Λοβέρδος τον Οκτώβρη του 2014, αλλά το έργο και αυτού ανακόπηκε από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τελευταίος, αφού επί τέσσερα χρόνια, παίζοντας με την αγωνία των συμβασιούχων, ανακοίνωνε κατά καιρούς χιλιάδες διορισμούς, ειδικά στην εκπαίδευση, έφτασε στο τέλος της τετραετίας να χρησιμοποιεί τους διορισμούς ως εκβιαστικό δίλημμα στην κάλπη. Στην Ελλάδα των μνημονίων και της επιτροπείας, έχει αποδειχθεί ότι είναι μακρύς ο δρόμος από την προκήρυξη διορισμών μέχρι την υλοποίησή τους. Ειδικά όταν αυτοί αφορούν υποσχέσεις για επόμενες κυβερνητικές θητείες. Το σύνηθες σενάριο είναι μετά τις εκλογές να προκύπτουν «νέα δεδομένα», τα οποία επιβάλλουν την αναβολή, επ’ αόριστο πάντα, των προγραμματισμένων διορισμών. Για να ανασυρθούν και να χρησιμοποιηθούν ως παροχές και εκβιαστικά χαρτιά στο τέλος της θητείας. Όπως και να ’χει, η μέχρι σήμερα πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα των διορισμών, όσο και αν σε επίπεδο διακηρύξεων διαφέρει, επί της ουσίας αποτελεί συνέχεια της πολιτικής της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, επειδή ακριβώς ορίζεται από τις ίδιες μνημονιακές συμφωνίες και τις δεσμεύσεις που και τα τρία κόμματα έχουν ψηφίσει και εφαρμόσει.
Σε κάθε περίπτωση το τι θα συμβεί μετά τις εκλογές στο θέμα των διορισμών, όπως και για όλα τα άλλα αιτήματα και δικαιώματα των εργαζομένων, θα το κρίνει η ανάπτυξη των λαϊκών αγώνων και τίποτε άλλο. Ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να εγκλωβιστεί ανάμεσα στα κάλπικα διλήμματα που υφαίνουν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, για να αποσπάσουν την ψήφο του, η οποία σε κάθε περίπτωση θα είναι ψήφος συγκατάθεσης και στήριξης της ίδιας στην ουσία μνημονιακής πολιτικής.
Η ρεφορμιστική αυταπάτη ότι τα δίκαια του λαού και των εργαζομένων θα κριθούν στην κάλπη, είναι μια αυταπάτη που ήδη πλήρωσε ακριβά ο ελληνικός λαός. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αριστερά και γι’ αυτό με το λόγο του προσπαθεί να εδραιώσει αυτές τις αυταπάτες. Να πείσει δηλαδή τον κόσμο ότι το καλύτερο ή χειρότερο μέλλον του εξαρτάται από το κοινοβούλιο και τον εκάστοτε διαχειριστή της εξουσίας και όχι από τους αγώνες του, που τόσο υπονομεύτηκαν με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στους κυβερνητικούς θώκους και με τη γιγάντωση αυτών των αυταπατών.
Όσο σίγουρο είναι ότι η ΝΔ του Μητσοτάκη πρεσβεύει την ακραία νεοφιλελεύθερη εκδοχή διακυβέρνησης, άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι η «αριστερή» καμουφλαρισμένη υποτελής και δεξιά πολιτική που εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι αυτή που της ανοίγει τον δρόμο. Επί της ουσίας η πολιτική που θα εφαρμόσει όποιος από τους δύο κερδίσει τις επόμενες εκλογές θα έχει την ίδια σφραγίδα των μνημονιακών συμφωνιών και δεσμεύσεων που και οι δύο έχουν ψηφίσει, εφαρμόσει και αναλάβει. Αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια που οφείλουν να κρατήσουν οι εργαζόμενοι μπροστά στην κάλπη και, προσπερνώντας διλήμματα και εκβιασμούς, να απορρίψουν με την ψήφο και τη στάση τους τις δυνάμεις αυτής της πολιτικής.
Ο μονόδρομος που έχει να βαδίσει ο ελληνικός λαός είναι αυτός της ανάπτυξης των αναγκαίων και δύσκολων αγώνων για την υπεράσπιση των δικαίων του και την ανατροπή αυτής της βάρβαρης πολιτικής. Κανένα πλαστό δίλημμα δεν θα πρέπει να τον εγκλωβίσει στη στήριξη των δυνάμεων που εφαρμόζουν αυτή την πολιτική. Γιατί όσο θα συμβαίνει αυτό, η πραγματική ανάγκη, η ανάγκη του λαϊκού αγώνα θα αργοπορεί και μαζί θα αργοπορεί και η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Καμία αναβολή. Οι λαϊκοί αγώνες μπορούν να νικήσουν!