Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση θέλει διακαώς να διαμορφώσει, σε σχέση με την πανδημία, κλίμα στην κοινωνία ότι οι μέρες της μεγάλης πίεσης του συστήματος υγείας έχουν περάσει.
Άρθηκαν σε αυτή την κατεύθυνση ορισμένα από τα μέτρα που αφορούν την εστίαση και μπροστά βρίσκεται και η άρση και άλλων περιοριστικών μέτρων όπως εξαγγέλλουν κυβερνητικά στελέχη.
Η πραγματικότητα ωστόσο είναι ότι οι θάνατοι από τον κορονοϊό κινούνται σταθερά πάνω από 100 ανά ημέρα φέρνοντας τη χώρα μας να μετρά μια από τις χειρότερες θέσεις παγκοσμίως σε θανάτους με βάση τον πληθυσμό.
Απέναντι στο πιεστικό ερώτημα για τη θλιβερή αυτή καταγραφή, ακόμη και οι προβεβλημένοι από τα μέσα και την κυβέρνηση ειδικοί αναγκάζονται να ψελλίσουν την πραγματικότητα. Ανάμεσα σε μια πλειάδα τέτοιων αναφορών ο Παυλάκης, γνωστός και πολυαγαπημένος όλων των φιλοκυβερνητικών μέσων, ειδικός εξ Αμερικής, παρά το ότι στις εκατοντάδες ώρες τηλεοπτικού χρόνου μέχρι τώρα δε βρήκε λίγα λεπτά για να μιλήσει για την ανάγκη στήριξης του δημόσιου συστήματος υγείας σε συνέντευξή του στην ΕΤ1 στις 1/2 λέει: «… να σας θυμίσω ότι πέρασε η Ελλάδα μια δεκαετή κρίση όπου το σύστημα υγείας υπέφερε πάρα πολύ, τώρα υποφέρει το ίδιο για δυο χρόνια ή και χειρότερα, οι κλινικοί είναι κουρασμένοι. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν δώσει τα πάντα για δύο χρόνια, είναι υποστελεχωμένο το σύστημα και, όταν βρίσκεται σε συνθήκες τέτοιες, πρέπει να το πούμε με το όνομα του, ότι το σύστημα υγείας σε τέτοιες συνθήκες αρχίζει και κουράζεται και δεν αποδίδει το ίδιο. Αυτός είναι ένας μεγάλος λόγος και επίσης επειδή δεν υπάρχει πρωτοβάθμια υγεία, (…) πολλά κρούσματα δεν διαγιγνώσκονται έγκαιρα και όλοι αυτοί οι λόγοι συντείνουν στο να υπάρχει μεγάλη θνησιμότητα».
Ακόμη και οι ειδικοί που πάνω τους στηρίχτηκε το κυβερνητικό αφήγημα της ατομικής ευθύνης αναγκάζονται κάποια στιγμή να παραδεχτούν την πραγματικότητα.
Να παραδεχτούν αυτά που προ ολίγων ημερών δημοσιοποίησε και η έρευνα Τσιόδρα – Λύτρα, ότι δηλαδή το ποσοστό θνητότητας, όταν οι διασωληνωμένοι είναι πάνω από 400, αυξάνει κατά 25% και κατά 57% όταν είναι 800!
Ότι το ποσοστό θνητότητας σε νοσοκομεία εκτός Αττικής αυξάνει κατά 35 – 40 %!
Και ότι η νοσηλεία εκτός ΜΕΘ αυξάνει κατά 87%!
Αυτά ανέφεραν, αποδίδοντας τις ευθύνες της θνητότητας όχι εκεί που η κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της αποδίδουν, στην κοινωνία και στην ατομική ευθύνη, αλλά στις κολοσσιαίες ελλείψεις του δημόσιου συστήματος υγείας.
Η καραμέλα της κυβέρνησης ότι τάχα ακούει τους ειδικούς πάει περίπατο όταν οι ειδικοί παρεκκλίνουν από την κυβερνητική γραμμή. Ακόμη και αν πρόκειται για τους Τσιόδρα και Παυλάκη, επιστημονικά στελέχη πιστά στην πιο φιλοκυβερνητική και συστημική κατεύθυνση.
Η κυβέρνηση έχει χαράξει και δεν παρεκκλίνει ούτε κεραία, ακόμη και αν αυτό μεταφράζεται σε εκατόμβη νεκρών, από την κυρίαρχη πολιτική της επιλογή.Υποχώρηση και εκμηδένιση της κρατικής στήριξης και μέριμνας προς την κοινωνία σε όλους τους τομείς: Υγεία, παιδεία, δρόμοι, αποχιονισμός, αντιπλημμυρικά έργα, αντιπυρική προστασία.
Ό,τι επικράτησε στην Αθήνα με το χιόνι τις προηγούμενες μέρες δεν είναι παρά αναπαραγωγή της μεγάλης εικόνας για αυτό που επικρατεί στο δημόσιο σύστημα της υγείας στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Με τις κρατικές δομές της υγείας να βρίσκονται υπό κατάρρευση, με την πρωτοβάθμια υγεία και περίθαλψη ανύπαρκτη, με τα κρατικά κονδύλια να μειώνονται από τον ένα χρόνο στον άλλο, με τις τεράστιες ελλείψεις σε νοσοκομεία, ΜΕΘ, εργαστήρια και εξοπλισμό. Με την κυβερνητική άρνηση να παρέχει δωρεάν τεστ στον πληθυσμό, με το υγειονομικό προσωπικό να μειώνεται συνεχώς και εξουθενωμένο να δίνει μια απέλπιδα μάχη.
Και με την κυβέρνηση να τζογάρει τα πάντα στον ιδιωτικό τομέα, στα κοράκια της υγείας, στους μεγαλοεργολάβους της Αττικής οδού, των δρόμων, της ενέργειας και του ρεύματος.
Η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης για το ξεχαρβάλωμα του δημοσίου συστήματος υγείας είναι και η απάντηση στο ερώτημα για τη συνεχιζόμενη αύξηση της θνητότητας από την πανδημία.
Μακριά και πέρα από κάθε υγειονομική πολιτική που επικαλείται η κυβέρνηση, μισαλλόδοξα και εκδικητικά ο Πλεύρης, παρά το μεγάλο αριθμό των νεκρών από την πανδημία και παρά τις τεράστιες ελλείψεις σε υγειονομικό προσωπικό, 6200 ανεμβολίαστους υγειονομικούς τους πετάει εκτός ΕΣΥ ανοίγοντας το δρόμο σε απολύσεις από το δημόσιο και στο σπάσιμο της μονιμότητας.
Παράλληλα περισσότερες χιλιάδες υγειονομικών (10 χιλ. αναφέρει η ΠΟΕΔΗΝ) που δεν έχουν κάνει την τρίτη δόση με βάση τα πρωτόκολλα της κυβέρνησης θα οδηγούνταν σε αναστολή εργασίας -από τις 7 Φεβρουαρίου και μετά- κάτω από την πολιτική του αυταρχισμού και της υποχρεωτικότητας, οδηγώντας το ΕΣΥ σε πλήρη διάλυση.
Ρύθμιση που υποχρεώθηκε να επανεξετάσει και να άρει προσωρινά το Υπουργείο Υγείας κάτω από τις πιέσεις.
Η κυβέρνηση εργαλειοποίησε το εμβόλιο και από επιστημονική κατάκτηση αντιμετώπισης της πανδημίας το μετέτρεψε σε όχημα αυταρχικής επιβολής, πειθάρχησης και καταναγκασμού. Από μέσο καταπολέμησης του ιού, το μετέτρεψε σε μέσο διχασμού της κοινωνίας και κοινωνικού αυτοματισμού. Το πρόβαλε ως πανάκεια για να αποπροσανατολίσει και να αποκρύψει τις πραγματικές συνθήκες εγκατάλειψης και κατάρρευσης του δημόσιου συστήματος υγείας.
Τώρα η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμού, Μαρία Θεοδωρίδου, στην ενημέρωσή της στη 1/2 λέει:
«Αυτό που μας έχει απογοητεύσει είναι ότι δεν μπορεί το εμβόλιο να χτίσει το τείχος της ανοσίας και να σταματήσει την μετάδοση», καταρρίπτοντας -εμμέσως πλην σαφώς- όχι βέβαια τα εμβόλια και την προφανή επιστημονική και ιατρική τους αξία, αλλά την κυβερνητική πολιτική, που τα πρόβαλε ως το μοναδικό όπλο για να παραγκωνίσει και να αποσιωπήσει τα άλλα όπλα και τις μεγάλες ανάγκες σε φάρμακα, νοσοκομεία, γιατρούς, νοσηλευτές, ΜΕΘ, μαζικά, δωρεάν και αξιόπιστα τεστ, πρωτοβάθμια υγεία.
Αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι η κυβερνητική πολιτική είναι που έθρεψε και φούντωσε τις κάθε λογής αντιεμβολιαστικές αντιλήψεις, σπρώχνοντας τμήματα της κοινωνίας στον ανορθολογισμό, σε σκοταδιστικές και καθυστερημένες αντιεπιστημονικές απόψεις, δίνοντας κοινωνικό και πολιτικό χώρο στην ακροδεξιά.