Είναι δύσκολο να μιλάς για κάποιον που μοιράστηκες, εύκολα ή δύσκολα, σχεδόν μισόν αιώνα. Ιδιαίτερα όταν το νήμα της ζωής του κόβεται άδικα κι απότομα σαν κεραυνός μες το μεσοκαλόκαιρο.
Η Ασπασία Δεμερούκη (ή Μπούλω κατά τους δικούς της) γεννήθηκε τον Φλεβάρη του 1956 στον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας. Η οικογένειά της ήταν ψαράδικη και τα σόγια της ψαράδες και αγροτοκτηνοτρόφοι. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο χωριό διαβάζοντας παθιασμένα, “καταπίνοντας” σχεδόν την ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Εξαιρετική μαθήτρια, ταξίδευε πάνω στις ιδέες λογοτεχνών, ενώ ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σχέση με την καλή, ποιοτική μουσική.
Η λογοτεχνία ήταν αντίβαρο στις συντηρητικές ιδέες της οικογένειάς της που όμως ποτέ όμως δεν την εμπόδιζαν να αγκαλιάζει τον κόσμο με μια ματιά αλληλεγγύης που τη συντρόφεψε ως την τελευταία της πνοή. Κυριολεκτικά.
Η μεταπολίτευση τη βρίσκει φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Ιωαννίνων όπου και οργανώνεται αμέσως στη θρυλική ΣΑΚ (Σπουδαστική Αντιιμπεριαλιστική Κίνηση). Το σπίτι της γίνεται κέντρο συζητήσεων και η ίδια διακρίνεται για το ευθύ, κοφτό, διεισδυτικό και αυστηρό κριτήριό της.
Το 1976 οργανώνεται στο Μ-Λ ΚΚΕ, όπου παραμένει ακούραστη, πειθαρχημένη, απαιτητική ως το τέλος της ζωής της, χαρακτηριστικά που συνέχιζε “σαν να μην πέρασε μια μέρα” κι ας κυλούσαν τα χρόνια σαν νερό.
Στις αρχές του 1980 ακολουθεί τον σύντροφό της Θ. Τσιριγώτη στα τάγματα Ανεπιθύμητων του Στρατού στη Ρόδο κάνοντας φιλολογικά μαθήματα και πουλώντας βιβλία. Παντρεύονται το 1983 και “παίρνει πάλι των ομματιών της” για τα Καλάβρυτα, όπου και ο πρώτος διορισμός του συντρόφου της. Στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1980 που το ΠΑΣΟΚ σάρωνε την αριστερά, η Ασπασία (Ευαγγελία το δεύτερο όνομά της) στέκει αλύγιστη, ακλόνητη και εντελώς απρόσβλητη από τον ιό του Πασοκισμού. Το ίδιο γίνεται και στη δεκαετία του ’90, όταν ο αντικομμουνισμός σαρώνει τα πάντα.
Τα φροντιστήρια στα οποία δούλευε ήταν κυψέλη ιδεών. Εκτός από τους φτωχούς μαθητές που έβρισκαν καταφύγιο, οι μαθητές/τριες της μάθαιναν για έναν ολόκληρο κόσμο, όπου ο Θουκυδίδης έβρισκε αποκούμπι τον Χατζηδάκι, ο Ευρυπίδης τον Θεοδωράκη, ο Αϊζενστάιν τον Λόρκα. Υπάρχουν δεκάδες μαρτυρίες που πρωτάκουσαν λησμονησμένα ποιήματα και παραγκωνισμένους τίτλους τραγουδιών. Στις παρέες μας έπαιρνε το μικρόφωνο για να τραγουδήσει άξια και επάξια δημοτικά και ρεμπέτικα, σμυρνέικα και έντεχνα, ποτέ μην ξεχνώντας τον Ν. Καββαδία, αγαπημένος της ποιητής. Πολλές φορές αναρωτήθηκαμε μήπως ο χρόνος τελείωσε γι’ αυτήν το 1980.
Αυτήν την αγάπη για την ποιότητα μεταλαμπάδευσε, εκτός των άλλων, και στο γιο της τον Δημήτρη, τον οποίο αγαπούσε με αξεπέραστο τρόπο.
Είναι παροιμιώδης η στάση της απέναντι στην κρατική βία και καταστολή.
Έδειχνε μία βαθειά περιφρόνηση στην αδικία και σε κάθε όργανο καταστολής, σε βαθμό που να προκαλεί τον θαυμασμό ακόμα και την κριτική.
Η Ασπασία προσβλήθηκε στο φροντιστήριο από τον ιό της γρίπης (Η1Ν1). Εντάχθηκε αμέσως στην εντατική δημόσιου νοσοκομείου και πάλεψε για 3 βδομάδες, ούσα σε καταστολή.
Μας άφησε την 21η Φλεβάρη λίγο μετά τα 64α γενέθλιά της και θάφτηκε στην γενέτειρά της, τον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας με συνοδεία ενός τεράστιου πλήθους ανθρώπων, ενώ σημαντική ήταν η παρουσία φίλων, γνωστών και συναγωνιστών της από Αθήνα και Γιάννενα.
Το παράδειγμά της θα παραμένει ζωντανό και διαρκές. Σηματοδείκτης για όσους θέλουν να λέγονται αριστεροί, άνθρωποι, δάσκαλοι, κομμουνιστές.
Περπάτησε στη ζωή με γενναιότητα και αξιοπρέπεια: Κομμουνίστρια.