Με αφορμή το μεγάλο θόρυβο σχετικά με τις αυξήσεις που πήραν οι συνταξιούχοι -ή κάποιοι απ’ αυτούς- μετά από σχεδόν 15 χρόνια, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι ακριβώς ισχύει, ποιες είναι πραγματικά οι αυξήσεις, ποιο κομμάτι της φοβερής ακρίβειας αναπληρώνεται, τι είναι η λεγόμενη προσωπική διαφορά και πώς επιδρά στους απόμαχους της δουλειάς.
Πώς υπολογίζεται η αύξηση
των συντάξεων
Ο νόμος 4387 του 2016, γνωστός ως νόμος Κατρούγκαλου, επαναϋπολόγισε τις συντάξεις των συνταξιούχων προκαλώντας σημαντική μείωση για τους λεγόμενους νέους συνταξιούχους (μετά το 2016) και δημιούργησε ένα χάσμα ανάμεσα στις συντάξεις πριν και μετά το 2016.
Τη διαφορά αυτή -που δημιουργούσε ακόμα και συνταγματικά προβλήματα- όφειλαν οι κυβερνήσεις να την «αποκαταστήσουν» με αυξήσεις στις χαμηλότερες συντάξεις. Δημιούργησαν έτσι ένα μαθηματικό τύπο με τον οποίο υπολογίζονται οι αυξήσεις αυτές. Η αύξηση αυτή ισούται με το μισό του αθροίσματος του πληθωρισμού και της αύξησης του ΑΕΠ σε κάθε χρόνο. Δηλαδή αύξηση = «πληθωρισμός + ΑΕΠ» x 0,5.
Ας δώσουμε ένα αριθμητικό παράδειγμα για να γίνει κατανοητό. Για το 2022 ο πληθωρισμός έκλεισε περίπου στο 10%, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ -σε σχέση με το 2021- περίπου στο 6%. Έτσι η αύξηση προκύπτει απ’ το άθροισμα πληθωρισμού και ΑΕΠ δια δύο, που είναι περίπου 7,75%. (Να τονίσουμε ότι τα ακριβή στοιχεία δίνονται περίπου το Μάρτη).
Για τον υπολογισμό της αύξησης υπάρχει επίσης και μία άλλη ρήτρα. Η αύξηση που προκύπτει δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη απ’ τον πληθωρισμό. Δηλαδή αν ο πληθωρισμός ήταν 6%, τότε η αύξηση που θα έπαιρναν οι συνταξιούχοι θα ήταν 6% και όχι 7,75%.
Απ’ τα παραπάνω παραδείγματα προκύπτει ότι οι αυξήσεις που δίνονται είναι ΠΑΝΤΑ μικρότερες απ’ τον πληθωρισμό. Άρα ΠΟΤΕ δεν πρόκειται να καλύψουν τις απώλειες λόγω της αύξησης του επίσημου πληθωρισμού, γιατί φυσικά ο πραγματικός πληθωρισμός είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ τις επίσημες τιμές. Επίσης, αν συγκυριακά φέτος είχαμε πολύ ψηλό πληθωρισμό και αύξηση του ΑΕΠ, οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2023 είναι πληθωρισμός περίπου 3%, ΑΕΠ περίπου 1%, άρα οι προβλεπόμενες αυξήσεις στις συντάξεις θα είναι το πολύ 2%.
Αναφέραμε όλες αυτές τις λεπτομέρειες -που τις πιο πολλές φορές είναι ιδιαίτερα κουραστικές για ένα συνταξιούχο να τις παρακολουθήσει- γιατί είναι ανάγκη να υπάρχουν καθαρές απαντήσεις σε όλο αυτόν τον ορυμαγδό των κάλπικων πληροφοριών που περνάνε μέσα απ’ τα ΜΜΕ και αποτελούν τη βασική κυβερνητική προπαγάνδα.
Επίσης με τα παραδείγματα αυτά είναι προφανές ότι οι συνταξιούχοι θα γίνονται κάθε χρόνο όλο και φτωχότεροι, κάτι που είναι και η βασική φιλοσοφία του νόμου 4387/16 (νόμος Κατρούγκαλου), αλλά και του νόμου 4670/20 (νόμος Βρούτση). Αν κάποιος θέλει να βγάλει ένα πρώτο συμπέρασμα, είναι ότι τόσο η ΝΔ -σαν σημερινή κυβέρνηση-, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ -σαν την πιο κακόφημη κυβέρνηση της δήθεν αριστεράς- έχουν την ίδια φιλοσοφία, που έχει σαν στόχο την παραπέρα φτωχοποίηση των απόμαχων της δουλειάς, που είναι και το πιο αδύναμο κοινωνικά στρώμα άρα και το πιο ευάλωτο.
Ο ρόλος της προσωπικής
διαφοράς στις συντάξεις
Όπως έχουμε πολλές φορές τονίσει, η προσωπική διαφορά έχει προκύψει απ’ τον επαναϋπολογισμό των συντάξεων με το νόμο Κατρούγκαλου το 2016. Με το νέο υπολογισμό όλοι οι συνταξιούχοι είδαν να μειώνεται η καινούρια σύνταξη σε ένα σημαντικό ποσοστό. Με λίγα λόγια έπρεπε οι συντάξεις να μειωθούν κατά το ποσό που προέκυπτε απ’ την παλιά και την καινούρια σύνταξη και που ονομάστηκε ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ. Το αρχικό σχέδιο -που ποτέ όμως δεν εφαρμόστηκε- προέβλεπε ότι η προσωπική διαφορά έπρεπε να εξαφανιστεί μέχρι το τέλος του 2024. Δεν εφαρμόστηκε γιατί δεν τόλμησε αρχικά ο ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει σε τόσο μεγάλες κατακρεουργήσεις των συντάξεων για δεύτερη φορά μετά τα δύο πρώτα μνημόνια, εξαιτίας των ισχυρότατων αντιδράσεων που συνάντησαν απ’ τους συνταξιούχους, αφού αντιλήφθηκαν ότι, αν τελικά προχωρούσαν στο έγκλημα αυτό, θα έχαναν πανηγυρικά όλη την εκλογική τους πελατεία.
Τότε εφευρέθηκε ένα άλλο σχέδιο μείωσης των συντάξεων σε βάθος χρόνων όμως, με το κόλπο της προσωπικής διαφοράς. Συγκεκριμένα, οι μεν συνταξιούχοι πριν το 2016 δεν θα πάρουν αύξηση μέχρι να καταργηθεί η προσωπική διαφορά, οι δε νέοι συνταξιούχοι είδαν τις μειωμένες συντάξεις να αυξάνουν, ελπίζοντας ότι θα παίρνουν αυξήσεις και κάποτε θα φτάσουν στα επίπεδα των παλιών συντάξεων! Έτσι οι μεν παλιοί δεν έβλεπαν μείωση στις συντάξεις άμεσα. Όμως δεν θα δουν καμία αύξηση στη σύνταξή τους τα επόμενα 10 ή και 15 χρόνια, ενώ οι νέοι συνταξιούχοι ξεκινάνε από την αρχή με τη μείωση χωρίς να ξέρουν γιατί.
Το κόλπο όμως σε όλο αυτό το σχέδιο ήταν ένα και μοναδικό: Οι μειώσεις των συντάξεων με κάθε τρόπο. Θα πει ίσως κάποιος καλοπροαίρετος. Μα δεν μειώθηκαν οι συντάξεις των «παλιών» συνταξιούχων και ταυτόχρονα αυξήθηκαν οι συντάξεις των «νέων». Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο ψέμα για τους εξής λόγους. Πρώτον οι παλιοί συνταξιούχοι δεν παίρνουν καμία αύξηση, άρα έχουν μεγάλη μείωση, ίση τουλάχιστον με τον επίσημο πληθωρισμό! Σε ό,τι αφορά τους νέους συνταξιούχους που παίρνουν αύξηση, οφείλουν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι να απαντήσουν γιατί ο κύριος Κατρούγκαλος και ο ΣΥΡΙΖΑ επαναπροσδιόρισαν τις συντάξεις το 2016 και τους προκάλεσαν αυτές τις μεγάλες μειώσεις. Η σημερινή αύξηση θυμίζει πιο πολύ το ανέκδοτο με το Χότζα και το γάιδαρό του και λιγότερο μια σοβαρή κοινωνική πολιτική.
Αν ήθελαν να κάνουν τίμια συνταξιοδοτική πολιτική, αν ήθελαν να τιμήσουν τους απόμαχους της δουλειάς, τότε θα έπρεπε να αυξήσουν σε όλους τους συνταξιούχους τη σύνταξή τους, καταργώντας ταυτόχρονα το άθλιο κόλπο του επαναπροσδιορισμού των συντάξεων. Τι απαντάνε όμως οι απολογητές του ΣΥΡΙΖΑ για την αντισυνταξιοδοτική τους αθλιότητα; Ήταν, λέει, μνημονιακή υποχρέωση! Και λοιπόν; Θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι για όλους αυτούς που έριξαν τη χώρα στα βράχια και την οδήγησαν στη χρεοκοπία; Σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση της ΝΔ, γιατί δεν καταργεί το νόμο Κατρούγκαλου για να αποκαταστήσει έτσι κάποιες απ’ τις τεράστιες αδικίες ενός μνημονιακού νόμου, όπως είχε προεκλογικά υποσχεθεί;
Υπάρχει όμως και ένα ακόμα επίσης μελανό σημείο στην πολιτική των δύο κυρίαρχων αστικών δυνάμεων. Τι λένε οι επικυρίαρχοι της πολιτικής ζωής;
Επιχειρούν να εφαρμόσουν για μια ακόμα φορά την πολιτική τού διαίρει και βασίλευε. Προσπαθούν να δημιουργήσουν μια τεχνητή αντίθεση ανάμεσα στους παλιούς και νέους συνταξιούχους, μια ψεύτικη και διπλή διάσπαση: οι νέοι συνταξιούχοι να λένε «εσείς οι παλιοί παίρνετε πιο μεγάλη σύνταξη από εμάς» και οι παλιοί να λένε «εσείς παίρνετε αυξήσεις και εμείς τίποτε». Αυτά τα κόλπα διαδίδουν οι αξιωματούχοι του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ.
Κλείνουμε αυτή την εκτεταμένη αναφορά με ορισμένους άξονες πάλης. Το πρώτο κομβικό σημείο αντίστασης του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος είναι η άρνηση αποδοχής αυτής της σημερινής πολιτικής. Είναι η ανάγκη της ανατροπής της πολιτικής του άδειου καλαθιού της νοικοκυράς του Α. Γεωργιάδη και Χατζηδάκη. Η απαίτηση για πραγματικές αυξήσεις που να καλύψουν ένα τουλάχιστον μέρος της φοβερής ακρίβειας και όχι των χαλκευμένων τιμών του κυβερνητικού πληθωρισμού.
Το δεύτερο στοιχείο πάλης αφορά το θεσμικό πλαίσιο. Είναι επιτακτική ανάγκη να ανατραπούν οι νόμοι Κατρούγκαλου και Χατζηδάκη, με τις τόσο βαριές συνέπειες στη ζωή των πλατιών εργατολαϊκών στρωμάτων.