Η δημοτικότητα του Ζαΐρ Μπολσονάρο, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο από τότε που αναδείχτηκε πρόεδρος της Βραζιλίας το 2019, γύρω στο 25 τοις εκατό. Αυτή η δυσοίωνη για τον ίδιο συνθήκη, προμηνύει μια ήττα από τον Λούλα ντα Σίλβα στις εκλογές του 2022. Προσπαθώντας να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, ο ακροδεξιός πρόεδρος κινητοποιεί το τελευταίο διάστημα τη βάση του, τόσο ενάντια στον αντίπαλό του, όσο και διάφορους θεσμούς που σχετίζονται με την εκλογική διαδικασία, προκειμένου να επιβάλει τους δικούς του όρους για την διεξαγωγή της.
Ζήτημα σύγκρουσης με το Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο και με το Ομοσπονδιακό Εκλογικό Δικαστήριο είναι το ζήτημα της ηλεκτρονικής ψήφου. Το σύστημα της ηλεκτρονικής ψήφου ισχύει στη Βραζιλία απο το 1996 και ίσχυε και στις εκλογές τις οποίες κέρδισε ο Μπολσονάρο. Τώρα, με το ενδεχόμενο της ήττας να ενισχύεται, αποφάσισε ότι το σύστημα αυτό αποτελεί πηγή νοθείας …μόνο προς όφελος του αντιπάλου του, καλλιεργώντας την ιδέα στους οπαδούς του στα συλλαλητήρια, ότι θα υπάρξει απάτη στις εκλογές. Ο ίδιος απαιτεί αν όχι την πλήρη ακύρωση της ηλεκτρονικής ψήφου, την υποχρεωτική εκτύπωση αντίγραφου όλων αυτών. Οι ανωτέρω θεσμοί το αρνούνται, διαμηνύοντας ότι τότε ακριβώς ανοίγει ο δρόμος της εκλογικής νοθείας.
Παράλληλα, το Κονγκρέσο της Βραζιλίας έχει επίσης απορρίψει πρόταση νόμου από την πλευρά του για το ίδιο ζήτημα.
Η κατάσταση σίγουρα θυμίζει την προεκλογική στάση του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2020, όταν και αυτός διαισθανόμενος την ήττα, αποφάσισε να καταδείξει την επιστολική ψήφο ως μοχλό εκλογικής απάτης, χαρακτηρίζοντας τις εκλογές άκυρες εκ των προτέρων. Μάλιστα δεν αποκλείεται και οι πολιτικοί υπολογισμοί να είναι παρόμοιοι. Ο Τραμπ θεωρούσε ότι οι επιστολικές ψήφοι θα ήταν κυρίως υπέρ του Μπάιντεν, καθώς η εκλογική βάση των Δημοκρατικών αναγνώριζε τον κίνδυνο της πανδημίας σε αντίθεση με τη βάση του Τραμπ, οπότε και θα επέλεγε την εξ αποστάσεως ψήφο. Παρόμοια φαίνεται να είναι και η κατάσταση στη Βραζιλία, με τους οπαδούς του Λούλα και του Μπολσονάρο να τηρούν αντίστοιχες στάσεις. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Μπολσονάρο βρίσκεται υπό διερεύνηση από τις δικαστικές αρχές για κακοδιαχείριση της πανδημίας που έχει οδηγήσει σε μεγάλο αριθμό θυμάτων.
Επίσης κατά ανάλογο τρόπο με την εισβολή των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο, είχε εκφραστεί ο φόβος, ότι τα συλλαλητήρια του Μπολσονάρο της 7ης Σεπτεμβρίου, θα χρησιμοποιηθούν για ανάλογες ενέργειες ενάντια στα θεσμικά κέντρα που δεν συναινούν στις απαιτήσεις του. Στο μεγαλύτερο από αυτά, στο Σάο Πάολο, αναφέρεται ότι υπήρχε ανοικτό κάλεσμα από τη βάση για παρέμβαση του στρατού… ώστε να διασωθεί η δημοκρατία. Υπενθυμίζεται ότι ο Μπολσονάρο είναι ανοικτά νοσταλγός της δικτατορίας της περιόδου 1964 με 1985.
Η κατάσταση έχει οδηγηθεί σε μια κόντρα μεταξύ του ίδιου και των εκπροσώπων της Δικαιοσύνης. Οι τελευταίοι ασκούν πίεση ξεκινώντας έρευνα αν η δημόσια αμφισβήτηση του εκλογικού συστήματος από τον Μπολσονάρο αποτελεί αδίκημα. Αυτός απαντάει με απειλές για απάντηση «εκτός των ορίων του Συντάγματος» και με προσπάθειες καθαίρεσης των δικαστικών από τη Γερουσία. Είναι η πρωτη φορά που συμβαίνει μια τέτοια προσπάθεια, αν και αποτυχημένη, από το 1985. Το ίδιο ισχύει και για την εκ των προτέρων αμφισβήτηση της εγκυρότητας της εκλογικής διαδικασίας.
Σίγουρα οι ισχυρισμοί του Μπολσονάρο θα πρέπει να θεωρηθούν αστείοι, ειδικά αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι ο κρατικός μηχανισμός βρίσκεται υπό τον έλεγχό του. Αν κάποιος έχει πλεονέκτημα και μεγαλύτερη δυνατότητα να διαπράξει νοθεία, ειναι σίγουρα ο ίδιος και όχι ο Λούλα ντα Σίλβα, ο οποίος άλλωστε έχει πέσει ο ίδιος θύμα του βαθέος κράτους, όταν και καθαιρέθηκε από πρόεδρος και διώχθηκε και φυλακίστηκε, στα πλαίσια ενός ιδιότυπου πραξικοπήματος σκανδαλολογίας. Τότε η ψήφος του βουλευτή Μπολσονάρο ήταν καθοριστική για την ολοκλήρωση αυτής της μεθόδευσης στη Βουλή. Ισως όλη αυτή η διαμάχη να δείχνει ότι πια θεωρείται καμμένο χαρτί από το κατεστημένο που τον ανέδειξε.