Τα όσα προβλέπει το νέο κυβερνητικό νομοσχέδιο ενάντια στο δικαίωμα της απεργίας, καταδεικνύουν πως διακαής πόθος του μεγάλου κεφαλαίου και των κυβερνήσεων που το υπηρετούν, είναι να ξεμπερδεύουν με τις απεργίες.
Σε αρκετά άρθρα του νομοσχεδίου βλέπουμε ότι η κυβέρνηση με διαφορετικούς τρόπους επιδιώκει να παρεμποδίσει την πραγματοποίηση απεργίας. Πιο συγκεκριμένα:
Στο άρθρο 85, όπου περιγράφεται πως για τη διεξαγωγή και λήψη αποφάσεων στις Γενικές Συνελεύσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων «απαιτείται» και η «εξ αποστάσεως» παρουσία και ψήφος και τονίζεται πως «κάθε μέλος δικαιούται να συμμετέχει στη Γενική Συνέλευση εξ αποστάσεως καθώς και να ψηφίζει εξ αποστάσεως ιδίως σε περίπτωση λήψης απόφασης περί κήρυξης απεργίας», σημειώνεται ειδικά πως «απαγορεύεται η λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας χωρίς την παροχή πραγματικής δυνατότητας εξ αποστάσεως συμμετοχής στη Γενική Συνέλευση και ψήφου σε όποιο μέλος το επιθυμεί».
Με αυτήν την διάταξη η κυβέρνηση θέλει να αποδυναμώσει τη συμμετοχή των εργαζομένων από τις συλλογικές διαδικασίες της συνδικαλιστικής του οργάνωσης, γνωρίζοντας πως ο αποκομμένος εργαζόμενος είναι και πιο ανενημέρωτος και πιο ευάλωτος στις εργοδοτικές πιέσεις, έκθετος, δηλαδή, σε συνθήκες που μπορούν να τον επηρεάζουν να στέκεται αρνητικά απέναντι στη λήψη αποφάσεων για απεργία. Θέλει να αποσπάσει τη λήψη απόφασης για απεργία από την διαδικασία της άμεσης και ζωντανής συμμετοχής των εργαζομένων στις Γενικές Συνελεύσεις όπου οι εργαζόμενοι συναντιούνται, γνωρίζονται, συνομιλούν, σπάνε τον φόβο και εκφράζονται, καταθέτουν προτάσεις, ανταλλάσσουν επιχειρήματα, αλληλοστηρίζονται και μπορούν να αντιλαμβάνονται τη δύναμη που περιέχει η συλλογική δράση τους και να την οργανώνουν, να διαμορφώνουν προϋποθέσεις για την ανάπτυξη συλλογικού αγώνα, όπως είναι η απεργία.
Επιπλέον σε άλλο σημείο του ίδιου άρθρου, ενσωματώνεται και η αντεργατική διάταξη που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, επίσης στην ίδια κατεύθυνση παρεμπόδισης της απόφασης για κήρυξη απεργίας, σύμφωνα με την οποία «ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η φυσική ή εξ αποστάσεως ψήφος τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) των οικονομικώς τακτοποιημένων μελών». Δηλαδή, απαιτείται πολύ πιο αυξημένη απαρτία στις Γενικές Συνελεύσεις για τη λήψη απόφασης για απεργία.
-Για να δυσκολέψει ακόμη περισσότερο την προκήρυξη απεργίας στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας το νομοσχέδιο, στο άρθρο 93 το οποίο αναφέρεται στη διαδικασία «δημόσιου διαλόγου» που πρέπει να ακολουθηθεί σε αυτές τις επιχειρήσεις πριν ασκήσουν το δικαίωμα της απεργίας, καταργεί το σημείο 5 του άρθρου 3 του ν. 2224/1994 που αναφέρονταν σε αυτή τη διαδικασία και όριζε πως «η διεξαγωγή δημόσιου διαλόγου δεν αναστέλλει την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας».
Το αντικαθιστά με τη διάταξη ότι «όσο διαρκεί ο δημόσιος διάλογος αναστέλλεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας».
-Στο άρθρο 91 απαριθμούνται «οι επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα και κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου», ο κατάλογος των οποίων μεγαλώνει σε σχέση με εκείνον που προβλέπονταν από τον προηγούμενο νόμο 1264/1982 και προβλέπεται ενισχυμένο σε σχέση με ό,τι ισχύει σήμερα για το προσωπικό ασφαλείας κατά την κήρυξη απεργιών.
Το άρθρο 94 διευρύνει το μέγεθος του προσωπικού ασφαλείας σε αυτές τις επιχειρήσεις εισάγοντας τη διεύρυνση αυτή με την πονηρή διατύπωση «Προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας». Το ποσοστό του προσωπικού, που προβλέπεται πλέον να εργάζεται στην απεργία ορίζεται, επίσης, ότι θα πρέπει να καλύπτει «τις στοιχειώδεις ανάγκες ως τουλάχιστον το ένα τρίτο της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας».
Μέχρι σήμερα δεν υπήρχε νομοθετικός προσδιορισμός του ποσοστού των υπηρεσιών ή του αριθμού των εργαζομένων που έπρεπε να δουλέψει τη μέρα της απεργίας ως προσωπικό ασφαλείας. Αυτό καθορίζονταν με διαπραγμάτευση της συνδικαλιστικής οργάνωσης με τον εργοδότη. Τώρα νομοθετικά επιβάλλεται καθολικά στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας κατά τη διάρκεια της απεργίας υποχρεωτικά να δουλεύει ένας μεγάλος αριθμός εργαζόμενων που να καλύπτει «τουλάχιστον το ένα τρίτο της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας». Μια διατύπωση που η ερμηνεία της μπορεί να οδηγήσει και σε υποχρεωτική εργασία κατά την απεργία πάνω από το 1/3 του προσωπικού! Π.χ. στη ΔΕΗ με τους περίπου 15.000 εργαζόμενους όταν γίνει απεργία 5.000 τουλάχιστον εργαζόμενοι θα πρέπει υποχρεωτικά να εργάζονται! Πρόκειται για μια διάταξη -τορπίλη κατά του δικαιώματος της απεργίας που, ουσιαστικά, ακυρώνει την άσκησή του.
Σε άλλο καίριο σημείο του ίδιου άρθρου, τα παραπάνω προβλεπόμενα για «προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας» δίνεται η δυνατότητα να εφαρμοσθούν και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις! Όπως χαρακτηριστικά προβλέπεται: ζητήματα για προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας θα «μπορούν να ρυθμίζονται και με συλλογικές συμβάσεις εργασίας για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του δημόσιου ή μη χαρακτήρα τους και του χαρακτηρισμού τους ή μη ως κοινής ωφέλειας».
-Στο άρθρο 92, η κυβέρνηση επιδιώκει να αντιστρέψει το ρόλο της εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης όταν προκηρύσσει απεργία. Από υπερασπιστή της απεργίας θέλει να την μετατρέψει σε προστάτη της απεργοσπασίας! Με μια προκλητική διάταξη το κυβερνητικό νομοσχέδιο επιτάσσει «η συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει απεργία υποχρεούται να προστατεύει το δικαίωμα των εργαζομένων, που δεν συμμετέχουν στην απεργία, να προσέρχονται και να αποχωρούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα από την εργασία τους και να παρέχουν αυτή χωρίς εμπόδιο και ιδίως χωρίς την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος του από οιονδήποτε». Με κανένα τρόπο, δηλαδή, δεν πρέπει να προστατεύει το δικαίωμα της απεργίας το εργατικό σωματείο την απεργία που κηρύσσει και η απεργία «μπορεί να διακοπεί» με δικαστική απόφαση «σε περίπτωση παραβίασης αυτής της υποχρέωσης». Με τον όρο, μάλιστα, «ψυχολογική βία», επιχειρείται να ποινικοποιηθεί κάθε προσπάθεια εργαζομένων και του σωματείου τους μέσα στους χώρους δουλειάς τους να πείσουν τους συναδέλφους τους για το χρέος που έχουν απέναντι στην απεργία, τα συλλογικά τους δικαιώματα και το σωματείο, ενώ ως «σωματική βία» μπορεί να εννοηθεί η προσπάθεια αποτροπής εισόδου απεργοσπαστών στον εργασιακό χώρο.
Με το νομοσχέδιο αυτό η κυβέρνηση έρχεται να πλήξει το βασικό όπλο της εργατικής τάξης, την απεργία. Επιδιώκει να βάλει όσο περισσότερα εμπόδια μπορεί στη διαδικασία προκήρυξης και υλοποίησης της απεργίας. Αλλά κι αν ακόμη οι εργαζόμενοι και τα σωματεία τους ξεπεράσουν αυτά τα εμπόδια και καταφέρουν να προκηρύξουν απεργία, η κυβέρνηση προβλέπει επιπλέον υπονομευτικούς μηχανισμούς και ρυθμίσεις εντός του νομοσχεδίου της, στόχος των οποίων δεν είναι άλλος από την αποδυνάμωση των απεργιών.