Η εξέγερση του λαού της Κολομβίας ξεκίνησε στις 28 Απριλίου, ως απάντηση στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο που αποπειράθηκε να φέρει η κυβέρνηση εν μέσω πανδημίας. Το νομοσχέδιο αυτό ήταν μια προσπάθεια να πληρωθεί ο λογαριασμός της διαχείρισης της πανδημίας από τα λαϊκά στρώματα, φορτώνοντας μια σειρά από νέους φόρους στις πλάτες τους. Αντιμέτωπος ήδη με την πανδημία, αλλά και με την οικονομική κρίση που η διαχείρισή της έφερε, ο κολομβιανός λαός είπε όχι, με τα μεγαλύτερα συνδικάτα να προχωρούν σε γενική απεργία. Η βίαιη απάντηση της κυβέρνησης απέναντι στους απεργούς στην πρωτεύουσα Μπογκοτά, όξυνε την κατάσταση και οδήγησε σε γενικευμένη πανεθνική εξέγερση.
Όπως συνέβη τόσο στον Ισημερινό, αλλά και στη Χιλή, η κρατική βία και τρομοκρατία δεν έκαμψε το αγωνιστικό φρόνημα του λαού της Κολομβίας. Αντίθετα, τον ώθησε σε ένα παρατεταμένο αγώνα, με γενικό περιεχόμενο, πολύ ευρύτερο από το αρχικό, αυτού του νομοσχεδίου, το οποίο άλλωστε, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αποσύρει, μήπως και ελεγχθεί η κατάσταση. Η κυβέρνηση του Ιβάν Ντούκε, καλείται να πληρώσει όλες τις αμαρτίες της θητείας της μέχρι στιγμής.
Αν και στις περισσότερες πόλεις οι διαδηλώσεις είναι μαζικές και ειρηνικές, σε κάποιες έχουν ξεσπάσει βίαιες συγκρούσεις, με ευθύνη αστυνομίας και των παραστρατιωτικών συμπληρωμάτων της. Σύμφωνα με το γαλλικό πρακτορείο AFP και τον Guardian, οι επίσημες αρχές της Κολομβίας κάνουν λόγο για 59 νεκρούς και 2.300 τραυματίες, θύματα των αστυνομικών που πολλές φορές πυροβολούν εναντίον του πλήθους των διαδηλωτών. Σε κάποιες περιπτώσεις, διαδηλωτές που έχουν εξαφανιστεί, εμφανίζονται νεκροί παράπλευρα του εθνικού οδικού δικτύου, μια άθλια πρακτική, στενά συνδεδεμένη με την διακυβέρνηση Ντούκε.
Ιδιαίτερη ένταση έχουν πάρει οι συγκρούσεις στην πόλη Κάλι, την τρίτη μεγαλύτερη της χώρας. Εκεί, πλάι στην αστυνομία δραστηριοποιήθηκαν και ακροδεξιές πολιτοφυλακές, θυμίζοντας φαινόμενα που είχαμε δει στις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης για τον Τζορτζ Φλόυντ. Σκληρές συγκρούσεις όμως υπήρξαν και σε άλλες πόλεις, όπως στη Τουλούα, στη Μαδρίτη και φυσικά στη πρωτεύουσα Μπογκοτά.
Ο εξεγερμένος λαός έχει δημιουργήσει οδοφράγματα σε πολλά σημεία της χώρας, αποκόπτοντας το εθνικό οδικό δίκτυο, 87 στο σύνολο, κυρίως στην περιοχή γύρω από το Κάλι. Επικαλούμενη τη διασφάλιση της οικονομίας και την αποκατάσταση της τάξης, η κυβέρνηση Ντούκε έχει ήδη αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις 7 χιλιάδων στρατιωτών σε όλη τη χώρα, πάνω από χίλιους μόνο στην Κάλι. Τι ειρωνεία αν σκεφτεί κανείς ότι, ο Ντούκε εξαπέλυε βολές ενάντια στον Νίκολας Μαδούρο, όταν ο τελευταίος προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την αμερικανοκίνητη δεξιά αντιπολίτευση στη Βενεζουέλα!
Τα προηγούμενα χρόνια, ενώ η κρίση στη Βενεζουέλα με την περίπτωση του διαβόητου Γκουαϊδό κορυφωνόταν, η Κολομβία του Ντούκε, πρόσφερε την αμέριστη στήριξή της σε αυτόν και στις ΗΠΑ. Μάλιστα, κατά παραγγελία των ΗΠΑ, απειλούσε και με επέμβαση ενάντια στη Βενεζουέλα, όλα αυτά τάχα για τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του λαού της Βενεζουέλας. Παράλληλα, η Κολομβία του Ντούκε παρουσιαζόταν από πολλά ΜΜΕ, ως το επιτυχημένο γειτονικό κράτος, όπου βασιλεύει η τάξη και η ειρήνη, που διασφαλίζουν οι νόμοι της αγοράς, σε αντιδιαστολή με τη Βενεζουέλα. Σε αυτό το χορό είχε μπει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενεργώντας σαν λακές του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Μετά από ένα και πλέον μήνα κινητοποίησης του λαού της Κολομβίας, αυτή η απάτη καταρρέει οριστικά.
Η Κολομβία του Ιβάν Ντούκε είναι ένα καθεστώς αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιού αυταρχισμού, όπου το εμπόριο ναρκωτικών και παραστρατιωτικές ομάδες ευημερούν σε στενή σύνδεση. Η εξέγερση, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο Ντούκε, είχε σαν αφορμή το φορολογικό νομοσχέδιο, αλλά στην πραγματικότητα η αιτία βρίσκεται στη γενικότερη πολιτική του. Στην Κολομβία βασιλεύει η φτώχεια και η ανεργία, ειδικά στη νεολαία. Η πανδημία και η διαχείρισή της έκανε τα πράγματα χειρότερα, βυθίζοντας το ΑΕΠ της χώρας και εκτοξεύοντας το έλλειμμά της, φέρνοντάς τη κοντά στη χρεοκοπία. Ταυτόχρονα, το πενιχρό σύστημα υγείας δε μπορεί να σταθεί απέναντι στην πανδημία, με αποτέλεσμα οι θάνατοι να αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς. Τέλος, η κυβέρνηση του Ντούκε αρνήθηκε να εφαρμόσει τη συμφωνία εκεχειρίας του 2016 με το FARC. Συνεχώς δολοφονούνται από παραστρατιωτικές συμμορίες, πρώην στελέχη και μαχητές του, ενώ την ίδια τύχη έχουν και αγροτοσυνδικαλιστές, αγωνιστές του κινήματος των ιθαγενών, πρωτοπόροι εργάτες κλπ.