Στις 10 Ιούλη το Ανώτατο Δικαστήριο της Τουρκίας ανακοίνωσε τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί ακυρώνοντας το διάταγμα του Κεμάλ Ατατούρκ από το 1934, στο οποίο το μνημείο χαρακτηριζόταν μουσείο. Λίγη ώρα αργότερα, ο Ερντογάν υπέγραψε το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα, ενώ σε διάγγελμά του έκανε γνωστό πως στις 24 Ιουλίου θα γίνει μεγάλη συγκέντρωση του μουσουλμανικού κόσμου στην Αγία Σοφία για να «γιορταστεί» το γεγονός και θα επακολουθήσει μουσουλμανική προσευχή.
Η κίνηση αυτή αποτελεί επίδειξη δύναμης και κλιμάκωση των επιθετικών κινήσεων της άρχουσας τάξης της Τουρκίας στην περιοχή και ιδιαίτερα απέναντι στην Ελλάδα. Καλλιεργεί το δηλητήριο του τουρκικού εθνικισμού και του θρησκευτικού (ισλαμικού) φανατισμού για την ενίσχυση του Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας και για την επέκταση της ιδεολογικής, πολιτικής και θρησκευτικής της επιρροής στον κόσμο του νεοοθωμανικού ορίζοντα που ονειρεύεται. Αποτελεί προάγγελο νέων προκλητικών ενεργειών της Άγκυρας και έρχεται να προστεθεί σε μια αλυσίδα γεγονότων, που σηματοδοτούν την εδραίωση της Τουρκίας σε μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη. Ταυτόχρονα ο Ερντογάν ενεργοποιώντας την Αγία Σοφία, τον τρίτο πυλώνα του Ισλάμ, μετά τη Μέκκα και το Τέμενος του Αλ-Άκσα στην Ιερουσαλήμ, φιλοδοξεί να κάνει την Κωνσταντινούπολη κέντρο του ισλαμικού κόσμου.
«Τώρα διορθώνουμε ένα λάθος. Είναι τόσο απλό» διακηρύσσει ο Ερντογάν, συμπληρώνοντας ότι «Δεν σκοπεύουμε να εγκαταλείψουμε τη χιλιετή παρουσία μας, τα 600 χρόνια κυριαρχίας μας στην Κωνσταντινούπολη. Λαμβάνουμε την απόφασή μας για ζητήματα που σχετίζονται με την ελευθερία και τα δικαιώματα του έθνους μας, ειδικά στο θέμα της Αγίας Σοφίας».
Η ακύρωση του διατάγματος του 1934 και τα εγκαίνια την 24η Ιούλη,-στην επέτειο της υπογραφής της Συμφωνίας της Λοζάνης το 1923, για να υπογραμμίσει έτσι την αμφισβήτησή της-, σηματοδοτούν την πλήρη ανατροπή της πολιτικής του ιδρυτή του σύγχρονού Τουρκικού κράτους, στον οποίο αποδίδονται και στοιχεία υποχωρητικότητας απέναντι στις τότε ισχυρές δυνάμεις, που οδήγησαν σε άδικες απώλειες τουρκικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Δικαιωμάτων, που ο Ερνογάν φιλοδοξεί να «επανακατακτήσει» επιβάλλοντας με τον πόλεμο (Συρία-Ιράκ) ή την πολεμική απειλή (Ελλάδα) την αναθεώρηση των συνθηκών, που διέπουν τα σύνορα στην περιοχή. Με την αποκαθήλωση του Ατατούρκ, 4 χρόνια μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, αποδομείται και αποξηλώνεται το λεγόμενο κοσμικό κράτος και κατοχυρώνεται και συνταγματικά το ισλαμικό καθεστώς, συμπαρασύροντας στον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό και την κεμαλική αντιπολίτευση. Είναι χαρακτηριστική η θέση του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, Ιμάμογλου, ανερχόμενου αστέρα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP), ο οποίος με αμφίσημες δηλώσεις χρησμού δήλωσε: «εγώ πάντα έλεγα ότι η Αγία Σοφιά είναι τζαμί. Για μένα παρέμεινε τζαμί από το 1453…» και ακροβατώντας ανάμεσα στο σαρκασμό και την συμπαράταξη στην κυβερνητική επιλογή, πρόσθεσε ότι το θέμα δεν είναι αν η απόφαση για την Αγία Σοφία είναι καλή ή κακή, το θέμα είναι αν η αλλαγή του καθεστώτος που τη διέπει «θα προσθέσει (στη χώρα μας) τόσο υλικό όσο και πνευματικό πλούτο… εάν η χώρα μου κερδίσει σεβασμό στην διεθνή κοινή γνώμη, τότε στηρίζω μέχρι τέλους αυτήν την απόφαση».
Στο στόχαστρο των ορέξεων της τουρκικής ολιγαρχίας σε συνδυασμό και με το επεκτατικό δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας» βρίσκονται Κύπρος και Ελλάδα. Ο Τσαβούσογλου υποστηρίζει: «Η Ελλάδα δεν έχει δικαίωμα να μιλάει» για το ζήτημα της Αγίας Σοφίας, επειδή «η μόνη χώρα χωρίς τέμενος στην πρωτεύουσά της είναι η Ελλάδα. Βλέπουμε τον διωγμό που υφίστανται οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης». Την ίδια ώρα σε ένα προκλητικό κρεσέντο, η Άγκυρα εκδίδει νέα Navtex (οδηγία προς ναυτιλλομένους) για την περιοχή νοτιοδυτικά της Κύπρου, ενημερώνοντας ότι ξεκινά διαδικασίες γεώτρησης με το ερευνητικό της σκάφος «Γιαβούζ» από τις 18 Ιούλη, οι οποίες θα διαρκέσουν έως τις 18 Αυγούστου. Το γεγονός αναζωπυρώνει τις ανησυχίες της Αθήνας καθώς προσεγγίζει και σημεία ελληνικών θαλάσσιων ζωνών στην περιοχή του τουρκολιβυκού μνημονίου, νοτιοανατολικά της Κρήτης και στο Καστελόριζο. Την ίδια ώρα, η πρεσβεία της Τουρκίας στην Αθήνα επαναφέρει τις απαιτήσεις της προς την Αθήνα για την έκδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών που κατέφυγαν τότε με ελικόπτερο στην Αλεξανδρούπολη.
Οι αντιδράσεις «φίλων» και «εταίρων», ΗΠΑ, ΕΕ, εστιάζουν στην πολιτιστική ή και θρησκευτική πλευρά της υπόθεσης της Αγίας Σοφίας. Εκφράζουν «λύπη», «απογοήτευση» ή «ανησυχία» για την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης και εκεί τελειώνουν οι αντιδράσεις τους. Παραβλέποντας το πολιτικό μήνυμα της Άγκυρας δίνουν αέρα στα πανιά του Ερντογάν σπρώχνοντας την Αθήνα σε διαπραγματεύσεις υποχωρήσεων και ενδοτισμού.
Είναι χαρακτηριστικό της συμβιβαστικής και αλλοπρόσαλλης στάσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη ότι την ώρα που ο υπουργός εξωτερικών, Δένδιας, καλλιεργεί κάλπικες προσδοκίες για τη στάση της ΕΕ, ζητώντας από τον Μπορέλ, να εισηγηθεί σειρά οικονομικών κυρώσεων, που θα υιοθετήσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αν η Τουρκία προχωρήσει σε παραβατικές ενέργειες, ο Τούρκος ομόλογός του αποκάλυπτε ότι παρά το «βαρύ» κλίμα, πραγματοποιήθηκε με γερμανική πρωτοβουλία «μυστική» τριμερής συνάντηση Γερμανίας – Ελλάδας – Τουρκίας, την περασμένη Κυριακή, στο Βερολίνο, στα πλαίσια της διατήρησης «ανοιχτών δίαυλων επικοινωνίας, ιδίως σε περιόδους κρίσεων» και σε συνέχεια της πρόσφατης τηλεφωνικής επικοινωνίας Μητσοτάκη – Ερντογάν. Στη συνάντηση συμμετείχαν οι διπλωματικοί σύμβουλοι της Μέρκελ και του Μητσοτάκη, καθώς και ο εξ απορρήτων σύμβουλος του Ερντογάν. Εκεί που ισχυρίζονταν ο Μητσοτάκης πως καμιά συζήτηση δεν μπορεί να γίνει με την κυβέρνηση της Τουρκίας σε συνθήκες πιέσεων και εκβιασμών, αρχίζει διαπραγματεύσεις μαζί της την ώρα που η Άγκυρα προχωρά στην προκλητική απόφαση για την Αγία Σοφία, ξεκινά νέες γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και απειλεί να πράξει το ίδιο και νότια της Κρήτης στα ελληνικά χωρικά ύδατα.