Στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, οι 20χρονοι Φόνυ και Τις διασχίζουν τη 10ετία του ’70 με τα φτερά ενός ανίκητου έρωτα, θεμελιωμένου σε μοιρασμένα παιδικά χρόνια, αλλά και στην κοινή συνείδηση για τον κατατρεγμό και την ανάγκη αντίστασης της φυλής τους.
Η ευοίωνη προοπτική ανατρέπεται βίαια από την άδικη σύλληψη του Φόνυ για τον βιασμό μιας γυναίκας Πορτορικανικής καταγωγής, που σε ανύποπτο χρόνο εξαφανίζεται, ακυρώνοντας την όποια δυνατότητα αλλαγής της ενοχοποιητικής της κατάθεσης, κι εν τέλει μιας αντικειμενικής κι αξιόπιστης μαρτυρίας. Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο, όταν η Τις αντιλαμβάνεται ότι είναι έγκυος.
Το μικρό αφιέρωμα της στήλης στο αφροαμερικάνικο αντιρατσιστικό σινεμά κλείνει με το “Αν η οδός Μπιλ μπορούσε να μιλήσει”, την πιο καθαρόαιμη ίσως ‘μαύρη’ ταινία της χρονιάς που πέρασε, διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Τζέιμς Μπόλντουιν (γράφτηκε στα 1974). Αποτυπώνει από την εισαγωγή ακόμα το ασυμβίβαστο, μαχητικό αλλά και βαθιά ποιητικό πνεύμα του σπουδαίου αφροαμερικανού διανοητή:
«Η οδός Μπιλ είναι ένας δρόμος στη Νέα Ορλεάνη όπου γεννήθηκαν ο πατέρας μου, ο Λούις Άρμστρονγκ και η Τζαζ.
Κάθε μαύρος γεννημένος στην Αμερική, έχει γεννηθεί στην οδό Μπιλ, έχει γεννηθεί σε μια μαύρη γειτονιά κάποιας αμερικάνικης πόλης, είτε στο Τζάκσον του Μισισιπή, είτε στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Η οδός Μπιλ είναι η κληρονομιά μας. Αυτό εδώ το μυθιστόρημα αναμετριέται με το αδύνατο και το δυνατό, την απόλυτη αναγκαιότητα να δώσει έκφραση σ’ αυτήν την κληρονομιά.
Η οδός Μπιλ είναι ένας θορυβώδης δρόμος.
Επαφίεται στον αναγνώστη να δώσει νόημα στο ρυθμό των τυμπάνων».
Αν κάτι διαφοροποιεί ριζικά τον Μπόλντουιν από τον θιασώτη της παθητικής αντίστασης, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, και τον αμετανόητο Μουσουλμάνο (σουνίτη στα στερνά), Μάλκολμ Χ, είναι η αδιάλειπτη ταξική αναγωγή του πρώτου απ’ όποιο βήμα του δινόταν, η δραστική απόσταση που παίρνει από το θρησκευτικό στοιχείο, κάθε θρησκευτικό στοιχείο, κι η αντιμετώπιση των μαύρων αδερφών του όχι κύρια ως ενός καταπιεσμένου, κατατρεγμένου λαού, αλλά ως στρατιάς δυνάμει πολεμιστών. Αυτήν ακριβώς τη συνείδηση του ετοιμοπόλεμου, αποφασισμένου μαχητή εκφράζει χαρακτηριστικά ο Τζόζεφ, ο πατέρας της Τις, καλώντας τον συμπέθερό του αλλά κι όλα τα μέλη των δύο οικογενειών σ’ ενεργητική, μαχητική αντίσταση.
Ο Μπάρι Τζένκινς, δημιουργός του επίσης διαυγέστατου σε προθέσεις και νοήματα προπέρσινου αντιρατσιστικού κινηματογραφικού δράματος “Moonlight”, βασισμένου στο θεατρικό έργο του 40χρονου συγγραφέα Ταρέλ Άλβιν Μακ Κρέινι, έρχεται να συμπληρώσει επάξια τη μικρή ομάδα των στρατευμένων Αφροαμερικανών σκηνοθετών, μαζί με τον Σπάικ Λη, τον Τζων Σίνγκλετον και τον Λη Ντάνιελς.
Με μια αψεγάδιαστη δομικά και πλούσια όσο και κομψή εικαστικά αφήγηση, δίνει από την πρώτη στιγμή βήμα στον λόγο και το πνεύμα του Μπόλντουιν: ο έρωτας του Φόνι και της Τις είναι ανίκητος όχι γιατί έτσι το θέλησε η μοίρα, ούτε γιατί είναι νέοι, ωραίοι και υγιείς. Αλλά γιατί είναι για τα καλά μπολιασμένος από τη συνειδητότητα του μαύρου, που δεν έχει βρεθεί πάνω στη γη για να υποφέρει και να βαρυγγωμά, αλλά για να διεκδικήσει με αξιοπρέπεια κι ανυποχώρητα αυτό που του ανήκει. Μια ζωή περήφανη και δημιουργική, χωρίς εκμετάλλευση και στερήσεις.
Η δε αδιάρρηκτη ενότητα της οικογένειας Ρίβερς (η οικογένεια της Τις), είναι προϊόν της ίδιας αυτής συνειδητότητας, που “γράφει” σε κάθε σχεδόν πλάνο της ταινίας.
Κι ίσως γι αυτό, το “Αν η οδός Μπιλ μπορούσε να μιλήσει”, παρότι δράμα τυπικά, βιώνεται από τον συνειδητοποιημένο θεατή σαν μανιφέστο μαύρης αλληλεγγύης και σαν σάλπισμα πολεμικής αντεπίθεσης.
Πολιτική νοηματοδότηση διατυπωμένη με ευθύτητα και σαφήνεια, πραγματικά φωτογραφικά ντοκουμέντα που εντάσσονται αρμονικά στην αφήγηση, δυνατοί διάλογοι, λειτουργικά φλας-μπακ, υποδειγματική ροή, εικόνες γεμάτες ζωντάνια και λυρισμό, σώματα όλο σφρίγος, βλέμματα-σαϊτιές που διαπερνούν την οθόνη. Μπορούμε να μιλήσουμε για μια ευδιάκριτη υλικότητα που διατρέχει την ταινία σ’ όλο το μήκος της, γι’ απτά μεγέθη, για ‘καθαρούς’ (όχι όμως και σχηματικούς) χαρακτήρες. Ο λευκός αστυνομικός που στοχοποιεί τον Φόνυ είναι η προσωποποίηση του κτηνώδους ρατσιστή· ο αγαθών προθέσεων λευκός δικηγόρος που αναλαμβάνει την υπεράσπισή του, προσκρούει συστηματικά στο τείχος των συμφερόντων της λευκής, κυρίαρχης τάξης (διαμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και συνείδηση διακριτής αντίθεσης)· ο Τζόζεφ ξεδιπλώνει συντριπτικά επιχειρήματα στον Φρανκ (τον πατέρα του Φόνυ) για το αδιέξοδο της ηττοπάθειας και την αναγκαιότητα της άφοβης αναμέτρησης.
Καθοριστικό δομικό στοιχείο της ταινίας, η εμπνευσμένη μουσική του Νίκολας Μπριτέλ. Ο ίδιος ο Τζένκινς λέει χαρακτηριστικά: «Εκείνο το στοιχείο που πραγματικά µ’ έκανε να ξαγρυπνήσω αµέτρητες νύχτες είναι ο χτύπος των ντραµς. Ήξερα πόσο σηµαντικό ήταν για το έργο να καταφέρω να πιάσω κινηματογραφικά το νόηµα της μουσικής όπως φαίνεται και στο βιβλίο του Μπόλντουιν, καθώς είναι πρωτογενές κοµµάτι της δραματουργίας. Ελπίζω να τα κατάφερα».
Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας, καταθέτει ακόμα σε συνεντεύξεις του:
«Οι ερωτικές ιστορίες έχουν διαφορετικούς και ποικίλους προσανατολισμούς. Η “Οδός Μπιλ” βάζει την ιδέα του δίκιου και της αλήθειας πάνω από όλα. Όταν υπάρχει µια κοινωνία µε διάτρητο σύστηµα δικαιοσύνης, ανεξέλεγκτη αστυνομική βία και πολιτικό σύστηµα που χειραγωγεί τους πολίτες, τότε έχουµε σοβαρά προβλήματα να λύσουµε. Ο Μπόλντουιν το λέει ξεκάθαρα: µη µένετε απαθείς σε ό,τι προσβάλλει τη νοημοσύνη και την ανθρωπιά σας. Πάρτε θέση σήµερα, τώρα». […]
«Δεν πήρα στα χέρια μου το σημειωματάριο (με τις σημειώσεις του Μπόλντουιν για μια ενδεχόμενη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος) μέχρις ότου είχα ήδη γράψει εγώ πέντε σχέδια του σεναρίου, κι ήταν ωραίο να διαπιστώσω πως τα πράγματα που ίσως ήθελε να κάνει ή σκεφτόταν πως έπρεπε να γίνουν, τα είχα κάνει ήδη»
Δυνατή πολιτική μαρτυρία και ηχηρό κάλεσμα στράτευσης, η ταινία ήταν υποψήφια στις περισσότερες κατηγορίες των Όσκαρ και των Χρυσών Σφαιρών, απέσπασε ωστόσο μόνο το Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου και τη Χρυσή Σφαίρα β’ γυναικείου ρόλου για τη Ρετζίνα Κινγκ.